Δευτέρα 22 Αυγούστου 2022

Ο γιος του γυρολόγου (διήγημα)


Αφιέρωση:
Στους πολλούς αφανείς «Αλέκους»
κι αγωνιστές της ζωής «γιους των γυρολόγων».
 
Σημείωση: Η ιστορία είναι αληθινή, με μικρές μόνο «βουτιές» στη φαντασία.
 
     Αβάσταχτος ο πόνος τη Πόπης της Χαρίλαινας, των παιδιών της και των άλλων γύρω συγγενών. Ο άντρας της, ο Χαρίλαος ο γυρολόγος, ένας άντρακλας μέχρι κειπάνω, που έπιανε την πέτρα και την έστυβε κι έβγανε νερό, έπεσε ξαφνικά στην αυλή τους εκείνο το καλοκαίρι του 1962 και πάει, χωρίς να προλάβει να τους αφήσει καμιά τελευταία ορμήνια.  Όσο κι αν το χωριό έδειχνε έμπρακτα και με κάθε τρόπο τη συμπαράστασή του και πολύ περισσότερο οι κοντινοί συγγενείς, δεν έφευγαν μέρα νύχτα οι σκέψεις από το μυαλό της Πόπης, πώς θα τα βγάλει πέρα. Μικρά τα παιδιά της ακόμα, ο Αλέκος δε είχε κλείσει τα δώδεκα, η Σπυριδούλα στα δέκα και η Φανή μόλις είχε τελειώσει την πρώτη δημοτικού. Σίγουρα ο πολύ πρόωρος και ξαφνικός χαμός του πατέρα του, τα έκανε να ωριμάσουν πριν την ώρα τους.
     Ανασκουμπώθηκε, θέλοντας και μη η Χαρίλαινα και, μόλις κάνανε και τα τρίμερα, φόρτωσε το γαϊδούρι με το εμπόρευμα, που έπρεπε να φύγει. Τι να το έκανε καταχωνιασμένο στο κατώι και δεν ήταν και λίγο: Λυχνάρια, λάμπες πετρελαίου, λαδοφάναρα, κρησάρες, κόσκινα, δοχεία για νερό, κανάτια, κύπελα, κατσαρόλες και ό,τι άλλο μπορείς να φανταστείς για τις ανάγκες του σπιτιού, που με αυτό πέρναγε από όλα τα χωριά ο Χαρίλαος κι έφερνε γύρω τη φαμίλια του. Η ανταπόκριση του κόσμου ήταν συγκινητική: Ψώνιζαν και παραπάνω από τις ανάγκες τους για να βοηθήσουν. Μέχρι ν’ αρχίσει το σχολείο το Σεπτέμβρη και μετά το Σεπτέμβρη τις Κυριακές μέχρι να πιάσει ο χειμώνας, ο Αλέκος συνέχισε μόνος του τη δουλειά του πατέρα του στο χωριό τους και στα γύρω χωριά. Έπαιρνε και παραγγελίες από τους πελάτες του, όπως και ο πατέρας του, και που τους τις έφερνε από το κεφαλοχώρι του έδιναν και κάτι παραπάνω. «Ο γιος του γυρολόγου» ήταν πλέον το «όνομά» του για τους χωριανούς του και τους κατοίκους των γύρω χωριών, που τον ακολουθούσε μαζί με τα μαύρα βιώματα της απώλειας του πατέρα σε όλη του τη ζωή.
     Μπορεί σήμερα η ζωή εκτός πόλης θεωρείται μια ιδανική επιλογή, ίσως και επιλογή ζωής, δεν συνέβαινε το ίδιο και τα πρώτα χρόνια μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο. Η σκληρή ζωή της υπαίθρου παρότρυνε τους νέους ανθρώπους δια στόματος γονέων, συγγενών, φίλων, γειτόνων, δασκάλων, αλλά και κάθε μεγαλύτερου, ν’ αναζητήσουν σε μια μεγαλούπολη την τύχη τους, «για να ζήσουν καλύτερα». Έτσι και ο Αλέκος, «ο γιος του γυρολόγου». Οι προτροπές της χήρας μάνας του, αλλά και πολλών μεγαλύτερων συγγενών του, ήταν λες και γράφηκαν με καρμπόν:
     «Να πας παραπέρα, να ζήσεις σαν άνθρωπος! Βλέπεις εδώ, από το χάραμα μέχρι το βαθύ νύχτωμα, καθόλου δεν ησυχάζουμε στα χωράφια και στα βουνά με τα ζωντανά και με ό,τι άλλες δουλειές κάνουμε και προκοπή δεν βλέπουμε! Σάμπως ξεχωρίζουμε και ποτέ τη γιορτή από την καθημερινή;…».
     Τέτοια του έλεγαν κι όσο αυτός έβλεπε λίγο μεγαλύτερούς του, που είχαν φύγει για κάποια πόλη να έρχονται στο χωριό και να κάνουν το «κομμάτι» τους κουστουμαρισμένοι και κάποιες φορές γραβατωμένοι, ζήλευε εκείνη τη ζωή της πόλης, που μόνο να τη φανταστεί μπορούσε. Εύκολα έπαιρναν και τα μυαλά του αέρα με όλα αυτά. Μοναχογιό τον είχε η Χαρίλαινα και πολύ την έσφαζε που και η ίδια τον «έδιωχνε» από κοντά της, όμως υπολόγιζε πως κάτι θα μπορούσε βοηθήσει και τις δυο αδερφές του να παντρευτούν, αφού ήξερε την ευαίσθητη ψυχή του. Μεγάλος αδερφός, ίσον πατέρας κι αυτό ήταν άγραφος νόμος. Αυτό έκαιγε και τον ίδιο: Ν’ αφήσει μάνα και δυο μικρές αδερφές μόνες κι απροστάτευτες και να πάρει των ομματιών του; Βρίσκοντας, όμως, μια δουλειά με πολύ καλύτερο μεροκάματο από το γυρολόι στην πόλη, θα μπορούσε να τις ενισχύει κι αυτές οικονομικά. Έπειτα, υπολόγιζε και στο στήριγμα και τη βοήθεια που θα είχαν από το θείο Αχιλλέα, που δεν τους άφησε ποτέ από τα μάτια του και στεκόταν πάντα δεύτερος πατέρας, μετά τον πρόωρο χαμό του αδερφού του. Το «να φύγω» και το «να μείνω», ήταν δύο θεριά που αλληλοχτυπιόντουσαν μέρα νύχτα μέσα του, ποιο θα νικήσει.
     Με το που τέλειωσε το δημοτικό, στο χωριό του, κι αυτό με τρία χρόνια καθυστέρηση, αφού «δεν έπαιρνε» και τα γράμματα, είχε και το γυρολόι, έφυγε για την μεγαλούπλη. Κλαίγοντας τον αποχαιρέτισαν μητέρα και αδελφές εκείνο το πρωινό που πήρε το λεωφορείο στα δεκαπέντε του, που με αυτό θα έφτανε στο σταθμό του τραίνου για την πόλη. Τον σταύρωνε συνέχεια και με την καρδιά της του έδινε τις ευχές της η μάνα του:
     «Να έχεις την ευχή μου! Να προκόψεις! Χώμα να πιάνεις και μάλαμα να γίνεται!...». «Μη στενοχωριέσαι για εμάς. Θα τα καταφέρουμε… Τώρα που μεγαλώνουν και τα κορίτσι και με βοηθάνε, θα σταθούμε στα πόδι μας… Θα έχουμε στήριγμά μας και τον μπάρμπα σου, τον αδερφό του πατέρα σου…», συμπλήρωνε. Τα κορίτσια ένοιωσαν πως ορφάνεψαν για δεύτερη φορά από πατέρα, μα κατάπιαν τον πόνο τους. Ανάμικτα και τα συναισθήματα του ίδιου, που, όμως, η αισιοδοξία για την «καλή ζωή» που ανοιγόταν μπροστά του υπερτερούσε, για το καλό του ίδιου και τη οικογένειάς του.    
     Τις πρώτες μέρες η ζωή του στην απρόσωπη μεγαλούπολη, δεν μπορεί να πει κανείς ότι ήταν και η καλύτερη. Ένας συγχωριανός του, ο Τάσος, τον φιλοξένησε για λίγες μέρες στο σκοτεινό υπόγειο που έμενε, μέχρι που βρήκε δικό του κατάλυμα: Μια παράγκα, με καρφωμένες ξύλινες σανίδες στη μια πλευρά! Κάμποσα χρόνια μεγαλύτερος ο Τάσος, τον είχε στο νου του και πάντα τον συμβούλευε. Ο ίδιος μίλησε από την πρώτη στιγμή και στο αφεντικό του και τον πήρε στη δουλειά: Να φτιάχνει και να κουβαλάει λάσπη στον ώμο με τον τενεκέ, να κουβαλάει και τούβλα και ότι άλλο χρειαζόταν οι μαστόροι στην οικοδομή.
     Ζορίστηκε τον πρώτο καιρό ο Αλέκος, αλλά τα οράματα για τη ζωή που ξεπηδούσαν το ένα μετά το άλλο μέσα του, έκαναν «μέσο» τη δουλειά στην οικοδομή για τους σκοπούς που ονειρευόταν. Στο μήνα απάνω, που πήρε τα πρώτα του λεφτά, έγραψε στη μάνα του και στις αδερφές του και τους έβαλε κι ένα πενηντάρικο μέσα στο γράμμα! Με λυγμούς συγκίνησης, νοσταλγίας και πόνου άκουγε η μάνα του τα γραφόμενά του από τη μεγαλύτερη κόρη της, τη Σπυριδούλα, που τα διάβαζε λέξη-λέξη, ενώ κράταγε σφιχτά στο χέρι της το πενηντάρικο, νοιώθοντάς το ως κομμάτι από την προκοπή του γιού της! Αυτό το πενηντάρικο δεν το χάλασε ποτέ η Χαρίλαινα! Το έβαλε στο εικόνισμα στου σπιτιού, δίπλα κι από τη φωτογραφία του άντρα της, να το ευλογήσει η Παναγιά, να πάρει και την ευχή του πατέρα του και να προκόψει!
     Εκείνη η παράγκα έκλεινε μέσα της όλη την «καλή ζωή» του Αλέκου στην πόλη. Βλέποντας, όμως, ανάγλυφα την πραγματική όψη της ζωής, καταλάβαινε πως δεν έχει πολλές επιλογές. Γύριζε κατάκοπος από τη δουλειά του αργά το απόγευμα και λίγο τυρί με άσπρο ψωμί από το γειτονικό φούρνο ήταν το συνηθισμένο του δείπνο. Συνήθως τις  Κυριακές το τραπέζι του γινόταν... αρχοντικό με καμιά κονσέρβα και τα απογεύματα ξέδινε με τη μπάλα και άλλα παιδιά της ηλικίας του στο κοντινό γηπεδο. Οι προτροπές του φίλου του του Τάσου να πηγαίνουν που και που σε κάνα «κουτουκάκι» με μουσική και «κοριτσοπαρέα», ήταν μεγάλη πρόκληση, αλλά δεν υπέκυπτε. Πάντα είχε στο νου του τον τρόπο που επινόησε ο πολυμήχανος Οδυσσέας ν’ αντισταθεί στις σειρήνες.  
     Τον άλλο μήνα, που το αφεντικό του άρχισε να εκτιμά την προθυμία του και το φιλότιμό του, του έδωσε κάτι παραπάνω. Αφού έκανε τα κουμάντα του και τους προγραμματισμούς του να μπορέσει να βγει πολύ στριμωγμένα πέρα μέχρι την επόμενη πληρωμή του, πήρε το πρώτο του βιβλίο! Συνέχισε να στέλνει μια-δυο φορές το μήνα από κάνα πενηντάρικο στη μάνα του και στα κορίτσια, διπλώνοντάς το μέσα σε μπλε κόλλα χαρτιού να μην φαίνεται, γιατί αυτό απαγορευόταν στο γράμμα.
     Πριν περάσει ένας χρόνος, είχε μαζέψει κάτι μικροοικονομίες και αποφάσισε να πάει στο σπίτι του, στο χωριό του! Από ένα φορεματάκι στις αδερφές του, φτηνό μεν αλλά χαριτωμένο, μαντήλι για το κεφάλι και ποδιά και παπούτσια της μάνα του ήταν τα δώρα που τους κράταγε! Ένα πουκάμισο για το θείο Αχιλλέα, συμπλήρωνε τις μικρές, αλλά γεμάτες αγάπη προσφορές στα αγαπημένα του πρόσωπα. Ανείπωτη η χαρά της Χαρίλαινας:
     «Παιδάκι μου, πότε πρόκαμες και καζάντησες και μας έφερες κι εμάς τόσα πράγματα;», ήταν η απορία τη, αλλά και ο ασυγκράτητος ενθουσιασμός της. Την άλλη μέρα το πρωί, πήρε στα χέρια της τα δικά της δώρα και με πρόσωπο που έλαμπε από χαρά και υπερηφάνεια πήγε και τα έδειχνε στις γειτόνισσες!
     Από την άλλη, όμως, την έζωναν τα φίδια για τί δουλειές έκανε ο Αλέκος της στην πολιτεία, βλέποντας τα χέρια του που ήταν χιλιοσκασμένα κι αγριεμένα σαν ξερό κι ακατέργαστο δέρμα από τα τσιμέντα και τους ασβέστες και το πρόσωπό του και όλη του η πλάτη που είχαν ηλιοκαεί και είχαν πάρει καστανό χρώμα.
     «Παιδάκι μου, να παρατήσεις και την οικοδομή, να παρατήσεις και το καλό της και να γυρίσεις σπίτι μας. Ας ζήσουμε φτωχότερα και χωρίς να έχεις τέτοια ταλαιπωρία…».
     «Τί λες ρε μάνα; Τώρα που πάω να βάλω μια σειρά στη ζωή μου θα τα παρατήσω;…».
     «Ποια σειρά και ποια προκοπή, γιόκα μου; Ούτε το ένα, ούτε το άλλο βλέπω… Χώρια που μου έχεις αδυνατίσει…».
     Στο δεύτερο ταξίδι του στο χωριό, ήταν αποφασισμένος:
     «Μάνα, θα έρθεις λίγες μέρες μαζί μου στην πόλη. Να μου φτιάξεις κι εμένα ένα πιάτο φαΐ με τα χέρια στο, να μου πλύνεις και κάνα ρούχο…».
     Ο πραγματικός του σκοπός, όμως, δεν ήταν αυτός. Ήθελε να ξεφύγει για λίγο η μάνα του, να ειδούν τα μάτια της και κάτι παραπέρα, αφού το μεγαλύτερο… ταξίδι που είχε κάνει ήταν στο διπλανό χωριό που παντρεύτηκε η αδελφή της, κάνα δυο ώρες δρόμο με τα πόδια.  
     «Τι λες παιδάκι μου;» απάντησε η Χαρίλαινα, λες και κεραυνοβολήθηκε! «Πού ν’ αφήσω τις δουλειές μας και το σπίτι μας; Και τα κορίτσια; Πώς να τ’ αφήσω κι αυτά μοναχά τους;…».
     «Έλα ρε, μάνα! Μεγαλώσανε τώρα τα κορίτσια και τα καταφέρνουνε μια χαρά μόνες τους! Κοντεύουνε για παντρειά!... Έπειτα, είναι κι ο θείος ο Αχιλλέας…».
     «Αχ, ρε παιδάκι μου! “Πεθαμένη” θα με πας στην πολιτεία και “πεθαμένη” θα με φέρεις… Αφού ξέρεις, πόσο με πειράζει κείνο το έρμο το λεφορείο. Το βλέπω που περνάει στο δρόμο και μου γυρίζουν τ’ άντερα!…».
     «Έννοια σου, μάνα, έννοια σου! Έχω κάτι χαπάκια να πάρεις πριν ξεκινήσουμε και δεν θα καταλάβεις τίποτα…».
     Τόφερε από δω, τόφερε από κει στο μυαλό της η Χαρίλαινα, έμεινε άυπνη όλο το βράδυ από τις σκέψεις της και τις ενοχές της που θα αποχωριζόταν έστω και για λίγο το σπίτι της, τα ζωντανά της, τις κότες της, μα προπάντων τα κορίτσια της. Έπειτα, ένοιωθε και την ανάγκη να βοηθήσει, έστω και συμβολικά το γιο της, αλλά κρυφολαχταρούσε λίγο να δει και πώς ζούσε ο ίδιος και πώς ζει ο κόσμο παραπέρα, «πίσω από τα βουνά». Την άλλη μέρα στην ίδια ερώτηση/προτροπή του γιου της, απάντησε με δυσκολία:
     «Άιντε να σου κάμω το χατίρι, γιόκα μου! Όχι για περισσότερο από τρεις μέρες, όμως!».
     «Τί να λέει τρεις μέρες, ρε μάνα;… Τι να λέει;…».
     «Και μία το πήγαινε και μία το έλα, πέντε ημέρες! Ξέρεις τί είναι να λείψω πέντε ημέρες από το σπίτι μου;…» και σιγομονολόγησε: «Άιντε να δω και τί θα βρω πίσω άμα γυρίσω...».
     Πικρά, δηλητήριο τα «άσπρα χαπάκια», «διά τήν ναυτίαν τών ταξιδιωτών», θαυματουργά όμως! Ούτε καν που ζαλίστηκε η κυρά-Πόπη!
     Ένα απόγευμα την πήρε, μπήκαν στο λεωφορείο και βγήκαν μαζί μια βόλτα στη μεγάλη πλατεία. Χάζεψε το μάτι της με όσα έβλεπε και οι απορίες της έρχονταν η μία μετά την άλλη. Αφού κάθισαν σ’ ένα παγκάκι κι έλεγαν διάφορα, πέρασαν δυο φίλοι του γιου της.
   «Μάνα, κάτσε εδώ για λίγο. Έχουμε αφήσει στη μέση κάτι με τους φίλους μου. Μη φύγεις από εδώ, όμως, γιατί θα σε χάσω!...».
     «Όχι, παιδάκι μου! Κάνε τη δουλειά σου! Δεν κουνιέμαι ρούπι εγώ από δω που κάθουμαι!…».
    Απομακρύνθηκε για λίγο ο Αλέκος, αλλά από το σημείο που ήταν με τους φίλους του, παρακολουθούσε με το βλέμμα του και τη μάνα του στο παγκάκι. Σε λίγα λεπτά, ξαναγύρισε κοντά της.
     «Μάνα δεν άργησα, έτσι;… Ανησύχησες;».
     «Όχι, παιδάκι μου! Αλλά να… Μου φάνε παράξενο… Τόσος κόσμος πέρασε από μπροστά μου και κανένας δεν βρέθηκε να μου πει μια καλησπέρα», ήταν η απορία και απάντηση μαζί της καλοκάγαθης κυρούλας!
     Η εικόνα και εμφάνιση του γιου της που όλο βελτιωνόταν, της κινούσαν ακόμα περισσότερο την περιέργεια για την «καλή ζωή» στην μεγαλούπολη. Ύστερα σκεφτόταν και τούτο, καθώς τον έβλεπε πάντα περιποιημένο και με χέρια «ανθρώπινα»: «…Μεγαλώνει το παιδί… Ε, ήρθε κι η ώρα του και να γαμπρίσει…»!
     «Δεν χορταίνω να χαϊδεύω τα χεράκια σου», του είπε ένα βράδυ, λίγο μετά  που έφτασε στο χωριό και τον κανάκευε σαν μικρό παιδί. Νοιώθοντας άβολα εκείνος μπροστά στις αδελφές του, προσπαθούσε ν’ αποτραβηχτεί. Είχε τελειώσει και το στρατό πλέον. Του τα κράτησε σφιχτά και τον ρώτησε:
     «Δεν δουλεύεις τώρα ασβέστες και τσιμέντα;».
     «Τ’ αφεντικό μου με έβαλε κι επιβλέπω τους άλλους εργάτες και δεν ανακατώνομαι τώρα μ’ αυτά…», ήταν η απάντησή του, που έκανε την μάνα του να νοιώσει κάπως περήφανη, γι’ αυτή την πρόοδο του γιου της.
     Τα χρόνια πέρναγαν και το περιεχόμενο από ένα γράμμα του Αλέκου στη μάνα του και στις αδελφές του δεν χώραγε αντιρρήσεις:  
     «Μάνα, Σπυριδούλα και Φανή, ετοιμάστε τα καλά σας το φορέματα και ελάτε στην πόλη!».
     «…Θα βρήκε καμιά κοπέλα και θέλει να νοικοκυρευτεί!...», ήταν η σκέψη τους και πέταξαν από τη χαρά τους! Ταχτοποίησαν τις δουλειές του σπιτιού, άφησαν και τους γείτονες να έχουν το νου τους στα ζωντανά και την καθορισμένη ημέρα τις περίμενε καλοντυμένες στο σταθμό του τραίνου. Αφού χαιρετήθηκαν, η μάνα του τον ρώτησε όλο απορία, που το είχε «δεμένο» ότι επρόκειτο για κοπέλα:
     «Την κοπέλα γιατί δεν την έφερες;…»!
     «Ποια κοπέλα, ρε μάνα!», απάντησε ο Αλέκος και γέλασε με την ψυχή του! Κάγκελο η κυρά-Πόπη!
     «Πάμε σπίτι και θα σας εξηγήσω εκεί», τους είπε συμπληρωματικά.
     Όλο χαρά ο Αλέκος, αλλά και οι ίδιες με τα «καλά φορέματα» που τους είχε γράψει να έλθουν, ο νους τους πήγαινε σε κάτι το πολύ καλό. Αφού μπήκαν σπίτι και κάθισαν, με πρόσωπο που έλαμπε εκείνος και με την αγωνία και το ενδιαφέρον ζωγραφισμένα στης μάνας του και στων κοριτσιών τα πρόσωπα, άρχισε να τους λέει τη δική του, κρυφή μέχρι εκείνη τη στιγμή ιστορία:
     «Λίγον καιρό μετά που ήρθα στην πόλη, ας είναι καλά ο Τάσος που μου άνοιξε το σπίτι του, μου είχε “στρωμένο τραπέζι” και μου βρήκε δουλειά στην οικοδομή, γράφτηκα σε νυχτερινό γυμνάσιο. Την ημέρα δούλευα, το βράδυ πήγαινα σχολείο και τη νύχτα διάβαζα. Πάντα έκανα και οικονομίες να τα βγάνω πέρα και να μην δίνω δικαίωμα σε κανέναν. Μετά το γυμνάσιο έδωσα εξετάσεις και πέρασα στο πανεπιστήμιο! Τελείωσα τις σπουδές μου και τώρα είμαι καθηγητής! Μεθαύριο θα ορκιστώ και θα πάρω το πτυχίο μου! Γι’ αυτό σας ήθελα να έρθετε με τα καλά σας και να είστε δίπλα μου!... Και τελευταία που βλέπατε τα χέρια μου “ανθρώπινα”, όπως λέγατε, ήταν που είχα φύγει από την οικοδομή, έκανα φροντιστήρια σε μαθητές του γυμνασίου και ήμουν βοηθός του καθηγητή στο πανεπιστήμιο…».
     Δάκρυα, φιλιά, αγκαλιές, συγκίνηση, ενθουσιασμός απ’ όλους γέμισαν την ατμόσφαιρα του φτωχού υπογείου!
     «Καλά, ρε παιδάκι μου, πώς κράτησες τόσα χρόνια μέσα σου μυστικό ένα τέτοιο πράγμα;», ήταν η εύλογη απορία τους, που εκφράστηκε με το στόμα της μάνας τους.
     «Δεν ήθελα, μανούλα μου, να σας κάνω να έχετε ελπίδες, πριν πετύχω τους στόχους μου που είχα βάλει, και δεν ήταν καθόλου εύκολοι», ήταν η απάντησή του και τα δάκρυα, οι αγκαλιές και τα συναισθήματα χαράς κι ενθουσιασμού, δεν χωρούσαν πλέον στο ταπεινό υπόγειο!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 22.8.2022
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου