Στάμνα: Αλάνθαστη «προξενήτρα» στην Ελληνική ταινία |
Με θέματα, έθιμα, συνήθειες, τελετουργικά
του γάμου στην περιοχή των Καλαβρύτων, που αρχίζουν από το προξενιό και
τελειώνουν στα «πιστρόφια» ή ακόμα και συνεχίζονται μέχρι και την τεκνοποίηση
και το ρόλο της μαμής, έχω ασχοληθεί στο πρώτο βιβλίο μου, με τίτλο «Λειβάρτζι, σ’ ευχαριστώ!», εκδόσεις «ΑΝΑΔΡΑΣΗ» 2002, αλλά και σε εκτενή
άρθρα που έχουν δημοσιευθεί στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS*. Στην παρούσα ανάρτηση παραθέτω μια αφήγηση της
Ηπειρώτισσας γιαγιάς Ελισάβετ,
ενενηκοντούτης, όπως θα έλεγε και ο κυρ-Αλέξανδρος (Παπαδιαμάντης). Η γιαγιά Ελισάβετ έχει μια
ιδιαίτερη μαεστρία στις αφηγήσεις και στις περιγραφές και έχοντας ένα ξεχωριστό ενδιαφέρον αυτή
της η αφήγηση, την παραθέτω αυτούσια:
«Εγώ
μ’ τον Περ’κλή (τον άντρα της), είχαμαν
κάνα δυο χρόνια παντρεμέν’. Αν και μ’κρή, ήμαν (ήμουν) π’τσαρίνα
(πουτσαρίνα) και κωλοπετσωμέν’ γ’ναίκα
και μ' εμπιστευόταν ο πεθερός μ'. Για κάθε τ’ δ’λειά που ’θελε να κάν’, έπαιρνε
και τη γνέμη μ’. Ένα βραδάκ’, ήρθ’ ένα προξ’νιό για τη Βασίλω. Ήταν από μακρ'νό,
αλλά μεγάλο χωριό του κάμπου ο λιγάμενος (λεγάμενος) κι τούτου (τούτο) του άρεσε
του πεθερού μ’ για τη Βασίλω. “Κάμπος είν’, σ’ λέει, θα βρει τόπο να ζήσ’ η
κοπέλα μ’ καλύτερα”.
Αφού
είδανε τ' προξ’νιό με καλό μάτ’, ρώτ’σε κι εμένα. Δεν έδωκ’ απόκρισ’, αλλά
κούν’σα το κεφάλ’ ότι ήμαν σύμφωνη. Άιντε τώρα, έπρεπε να πάν’ οι άντρες να
ειδούν, για να πάρ’νε (πάρουνε) ντν’
απόφασ'. Μ’σή μέρα να πάν κι άλλη μ’σή να ρθούν’ θέλαν’, γιατ’ ήταν μακριά. Το
βράδ’ έπρεπε να μείνουν εκεί. Δυο άντρες μαναχοί τσ’, όμως, πώς θα
κ’μανταρ’ζόταν' (κουνανταριζόταν); Ηθέλανε
και γ’ναίκα μαζί…
“ Έλα, νύφ’! Εσύ θανά ρθ’ς”, ήταν η κ’βέντα τ’ στη μένα.
Kάτι μερούλες
μετά, πήραμαν το μ’λάρ’ και ξεκ’νήσαμαν τρεις νοματαίοι. Ο πεθερός μ’, ο άντρας
μ’ κι εγώ. Το άλλο μ’λάρ’ το αφήκαμαν πίσω, στο σπίτ’, γιατ’ οι δ’λειές δεν
καρτέραγαν. Βάλαμαν και ψ’μί και τ’ρί στον τρουβά (τορβά) και η τελευταία μας κ’βέντα με
τσ’ άλλους που μείναν πίσω, ήταν την άλλ' μέρα που θα γυρνάγαμαν, κατά το
γιματάκ’ (γιοματάκι), ν’ ανάβαμαν φωτιά στην κορφή του β’νού, αν
το προξ’νιό έδενε, να βλέπαν τ' καπνό(!) να μάθαιναν κι οι δ’κοί μας. Και στο
πήγαιν' και στο έλα, πότε καβάλαγ’ ο ένας και πότε ο άλλος στο μ’λαρ’, να
μοιράσ’με το δρόμο. Οι άντρες, δ΄λαδ (δηλαδή), γιατ' εμένα ποιός μ' ρώταγ'.
Πήγαμαν,
καλοί άνθρωποι ήταν οι συμπεθέρ’, μας καλοκαρτέρ’σαν. Εγώ δεν μίλαγα ντιπ',
αλλά όταν με τήραγ’ ο πεθερός μ’, χωρίς να καταλαβαίνουν οι άλλ’, τούκανα νόημα
με τα μάτια αν ήμαν σύμφωνη ή όχ’! Τρία-τέσσερα μαξούμια (μικρά παιδιά) που ήταν στο σπίτ’, τα διώξαν, να μην είναι μες τα πόδια μας και στην κ’βέντα μας... Δώκαν τα χέρια οι άντρες, αφού είπαν κάμποσα
για τ’ν προίκα και τ’ δ’λειές ήξερ’ η Βασίλω να κάν’, ήπιαν κι ένα ποτήρι
κρασί, ευχήθηκαν και το προξ’νιό έκλεισε! Το παιδί, ο γαμπρός, δεν ήταν εκεί σ’
ούλη την κουβέντα. Έμπαινε κι έβγαινε από το σπίτ’ κι αφού συμφωνήσαν οι δυο
συμπεθερ’, ο πατέρας τ’ κι ο πεθερός μ’, τότε τον φ’νάξαν να ντου (του) ειπούνε την απόφασή τσ’ και να του φχηθούν' (ευχηθούνε)!
Εκείνο φίλησ’ το χέρ’ τ’ πατέρα τ’ και τ’ πεθερού τ’ και είπε “'φχαρ’στώ”!
Στο φαΐ απάν’, ξαναφχήθ'καν και φχήθ'καμαν ούλοι μαζί και μετά στρώσαμαν να
κοιμηθούμ’. Ντ’ν άλλη μέρα, φύγαμαν πρωί. Μας δώκαν’ και ψ’μί για το δρόμο και
φχηθήκαμαν “η ώρα η καλή στο ζευγάρ’ που θ’ αναταμώσ’ ”!
Μόλις φτάκαμαν στην κορφή του β’νού, ανάψαμαν τη φωτιά, όπως είχαμαν
σ’μφωνήσ’ με τσ' δ’κούς μας πίσω. Τότε κάτσαμαν και φά’αμαν (φάγαμαν) ψωμί
κάτω από τις γ’ναίκες…».
«Οι γ’ναίκες» στο Ζάλογγο
«Οι γ’ναίκες» στο Ζάλογγο
Κατά τη διάρκεια της αφήγησής της γιαγιάς Ελισάβετ,
τη διακόψαμε κάμποσες φορές, για να μας λυθούν οι απορίες.
Ερώτηση: «Δεν είχε παιδιά το χωριό ή κάποιο κοντινότερο για τη Βασίλω;».
Απάντηση: «Είχε, αλλά ο πεθερός μ’ ήθελε να ζήσ’
καλύτερα η κοπέλα τ’. Να φύγ’ από τα β’νά. Εκείνο το χωριό είχε τόπο…».
Ερώτηση: «Κάτω από ποιες γυναίκες φάγατε στην επιστροφή;».
Απάντηση: «Στις γ’ναίκες που “χορεύουνε” στο Ζάλογγο!
Στ’ αγάλματα απ’κάτ’»!
Ερώτηση: «Η Βασίλω ήξερε για το προξενιό;».
Απάντηση: «Α πα πααα!
Δεν ήξεραν και δεν τσ’ λέγαν τίπ’τα τότε τσ’ κοπέλες! Τ'ς (τους) το λέγαν
μόλις έδεναν το προ’ξνιό οι πατεράδες!... Κι αν είχε χαθεί (είχε πεθάνει) ο
πατέρας, μ' το μεγάλο αδερφό γινόταν η κ’βέντα».
Ερώτηση: «Το παιδί, ο γαμπρός, θα την ήθελε τη Βασίλω, που ήταν από βουνά;».
Απάντηση: Γιατί; Τούπεφτε λόγος κι αυτ’νού; Μοναχοκόρ’
η Βασίλω, τσέλιγκας ο πεθερός μ’, της έδινε πολλά ζ’ντανά προίκα! Τέτοια
ευκαιρία έψαχν’ ο πατέρας τ’!».
==============================
*
Για τα έθιμα του παραδοσιακού γάμου την περιοχή των Καλαβρύτων, στον τόπο μου,
μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε έξη μέρη-ενότητες, στην ηλεκτρονική εφημερίδα
ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, «πατώντας» τους παρακάτω
συνδέσμους:
Α΄
Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/09/kalavryta-ta-ethima-toy-gamoy.html
Β΄
Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/10/blog-post_85.html
Γ΄
Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/10/kalavryta-ta-ethima-toy-gamou.html
Δ΄
Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2016/11/kalavryta-ta-ethima-toy-gamou-D.html
Ε΄
Μέρος:
https://www.kalavrytanews.com/2017/01/blog-post_560.html
Το
έθιμο του στολισμένου τράγου για το γάμο:
https://www.kalavrytanews.com/2016/08/blog-post_292.html
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.8.2022
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.8.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου