(Αληθινή
ιστορία, όπως την είχε διηγηθεί ο γιος του)
Ο Πέτρος ήταν ένας πολύ ευσυνείδητος
ταχυδρόμος και εξυπηρετούσε οχτώ-δέκα χωριά στην περιοχή της Κυνουρίας, στις
δεκαετίες 1955-1975. Ξεκίναγε πολύ πρωί, χειμώνα-καλοκαίρι και πέρναγε από τα
μισά τη μια μέρα και από τα άλλα μισά την άλλη, γιατί όλα τα χωριά την ίδια
μέρα ήταν ανέφικτο. Τα «εργαλεία» της δουλειάς του ήταν το πηλίκιό του, η στολή
του, ο ταχυδρομικός σάκος με την αλληλογραφία και η μεγάλη υπηρεσιακή σφυρίχτρα
του, που με αυτή έκανε γνωστή την άφιξή
του σε κάθε χωριό. Ένα ακόμα προαιρετικό, αλλά νόμιμο εργαλείο του ήταν και το
πιστόλι του για την αυτοπροστασία του από ληστές στις ερημιές.
Για τους κατοίκους όλων των χωριών ήταν ο
δικός τους άνθρωπος και τον περίμεναν πώς και πώς. Γέμιζαν με φιλιά και δάκρυα
τα γράμματα και τα εμβάσματα των ξενιτεμένων τους που έβγαζε από το σάκο του,
μα εκτός από τη χαρά αυτή, τους πήγαινε και τα νέα από τα γύρω χωριά.
Είχε ακόμα ο Πέτρος το άλογό του και το
σκύλο του, που τα θεωρούσε μέλη της οικογένειάς του και τα φρόντιζε με περισσή
αγάπη. Το άλογό του, ο Ντορής, ήταν το παντός καιρού μεταφορικό του μέσο. Ένα
άσπρο περήφανο άτι, πάντα προσεγμένο και πεταλωμένο, που ο ήχος από το βάδισμά
του στους δρόμους και στα κακοτράχαλα, ήταν λες και άκουγες μουσική! Και ήταν
άλλο ένα γνώριμο άκουσμα που δήλωνε την άφιξή του σε όσους με λαχτάρα τον
περίμεναν.
Ο σκύλος του, ο Κανέλλος, ήταν ένα
μεγαλόσωμο και πολύ αξιαγάπητο ζωντανό. Τον είχε «βαφτίσει» έτσι για δύο
λόγους: από το χρώμα του και από το παρατσούκλι του φίλου του που του τον
χάρισε κουτάβι ενός μηνός. Ο Κανέλλος τον ακλουθούσε πάντα και πιστά στις
αποστολές του. Εκτός από τη συντροφιά του, τού ήταν απαραίτητος και για την
προστασία του, αφού πάντα μετέφερε μεγαλύτερα ή μικρότερα χρηματικά ποσά. Το
μπόι του, στη θέα και μόνο, «έκοβε το αίμα» του πιθανού επίδοξου ληστή και θα
έπρεπε να το σκεφτεί πολύ πριν τολμήσει να κάνει κακό στο αφεντικό του. Ανάλογο
με το μπόι του ήταν και το γάβγισμά του, που κι αυτό τρόμαζε όσους το άκουγαν.
Ένα καλοκαιρινό απόγευμα, είχε τελειώσει
την περιοδεία στα τέσσερα-πέντε χωριά που επισκέφθηκε και γύριζε στο σπίτι του.
Ήταν όμως ακόμα μακριά και ήθελε ώρα να φτάσει, να ταΐσει το Ντορή και τον
Κανέλλο, να φάει και να ξεκουραστεί και ο ίδιος. Μια πολύ φιλόξενη φυσική πηγή
στο δρόμο μου, πάντα τον περίμενε και
του χάριζε πρόθυμα και απλόχερα το καθάριο νερό της από τα σπλάχνα της μάνας
γης. Όπως και τις άλλες φορές, ξεπέζεψε από Ντορή, έβγαλε το πηλίκιό του,
γονάτισε, και χόρτασε κρύο νεράκι.
Σαν προσκύνημα και ευχαριστήρια δοξολογία στη
χάρη της φύσης έμοιαζε το γονάτισμά του κάθε που πέρναγε από την πηγή, για τα
δώρα της ξεκούρασης και της δροσιάς που τού έδινε!
Αμέσως μετά ήπιαν νερό και ο Ντορής και ο
Κανέλλος κι αφού πήραν όλοι μια ανάσα, καβάλησε πάλι στο άλογο να συνεχίσουν το
δρόμο τους. Μα τότε έγινε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει: Ο Κανέλλος έμπαινε
μπροστά στο Ντορή και δεν τον άφηνε να προχωρήσει! Του μίλησε, του ξαναμίλησε,
μα αυτό τίποτα. Το μάλωσε και μάλιστα αυστηρά, μα πάλι εκείνος έκανε κάθε τι να
μην προχωρήσει το άλογο με τον καβαλάρη του. Θύμωσε ο ταχυδρόμος, έβγαλε το
πιστόλι του από τη θήκη που φορούσε στη μέση κι έριξε μια πιστολιά στον αέρα να
φοβίσει το σκυλί. Τότε εκείνο άρχισε κλαίει δυνατά, με το χαρακτηριστικό
γάβγισμα κάθε σκυλιού όταν φοβάται πολύ ή πονάει κι άρχισε να τρέχει,
πηγαίνοντας και φωλιάζοντας στη ρίζα του κοντινότερου δέντρου. Έκατσε εκεί
φοβισμένο και συνέχισε να κλαίει. Ο ταχυδρόμος δεν έδωσε πολλή σημασία κι αφού
ο δρόμος ελευθερώθηκε, ξεκίνησε με το άλογό του. Κάμποσες φορές γύρισε και
κοίταξε πίσω να δει αν ο Κανέλλος ακολουθεί. Δεν τον έβλεπε, αλλά και πάλι δεν ανησύχησε,
σκεπτόμενος ότι «θα του περάσει ο θυμός και θα μαζευτεί στο σπίτι».
Είχε απομακρυνθεί πολύ από την πηγή, μα
πάλι δεν ακλουθούσε ο Κανέλλος. Πού και πού μίλαγε με το Ντορή του, να δείξει
και την αγάπη του στο ζωντανό. Του φαινόταν πως έτσι κόνταινε και η απόσταση
που τον χώριζε από σπίτι του.
Ο ήλιος δεν ήθελε πολύ ακόμα για τη δύση
του, αλλά ο ταχυδρόμος υπολόγιζε πως μέχρι να νυχτώσει, θα είχε φτάσει και θα
ερχόταν και το σκυλί στο κατόπι. Άλλωστε, πολλές φορές είχε καθυστερήσει, είτε
συναντώντας άλλα σκυλιά, είτε κυνηγώντας κάνα ζουλάπι στο δάσος.
Για να σκοτώσει περισσότερο το χρόνο ο
Πέτρος, έβαλε το χέρι στη μέσα τσέπη του σακακιού του να κάνει τσιγάρο. Μα το
πορτοφόλι του, που είχε και κάμποσα λεφτά της υπηρεσίας του, μαζί την ταυτότητά
του και ορισμένα άλλα χρήσιμα χαρτιά έλειπε! Κρύος ιδρώτας τον έκοψε και δε
σκέφθηκε τίποτα άλλο, παρά να γυρίσει πίσω, μήπως και το βρει κάπου στο δρόμο
που πιθανόν να του είχε πέσει, όσο ήταν ακόμα ημέρα και έβλεπε. Πρόθυμα
υπάκουσε ο Ντορής στις προσταγές του αφέντη του και έκανε μεταβολή. Τα μάτια
του Πέτρου ερευνούσαν σχολαστικά το δρόμο, αλλά σκεφτόταν ότι θα ήταν δύσκολο
να του έχει πέσει το πορτοφόλι καλά καθούμενα από τη βαθειά τσέπη του σακακιού
του.
Πέρναγαν πολλές και γρήγορες σκέψεις από
το μυαλό του η μία μετά την άλλη, αλλά είχε και τη βεβαιότητα πως αν το είχε
αφήσει σ’ ένα από τα χωριά που πέρασε και μαζεύτηκε ο κόσμος και τους μοίρασε
τα γράμματα και τις επιταγές, κάποιος θα το εύρισκε να του το δώσει στην
επόμενη επίσκεψή του. Πίστευε πως κανείς τους δεν θα το κράταγε. Ήταν αγνοί και
τίμιοι άνθρωποι και τους γνώριζε όλους καλά.
Στις σκέψεις του αυτές, θυμήθηκε πως πριν
λίγο φτάσει στην πηγή, το πορτοφόλι ήταν στη θέση του, αφού είχε κάνει και τότε
τσιγάρο. Πάλι τον έκοψε κρύος ιδρώτας και χτύπησε ελαφρά το άλογο να επιταχύνει
το βήμα του πριν τους πάρει η νύχτα. Πουθενά, όμως, δεν το είδε στην επιστροφή
του, ούτε και συνάντησε κάποιον, που ίσως θα μπορούσε να το είχε βρει
εκείνος. Άφαντος κι ο Κανέλλος του κι άρχισε
κι αυτό να τον ανησυχεί.
Με όλ’ αυτά στο μυαλό του έφτανε πάλι στην
πηγή, και τι είδε εκεί: Ο Κανέλλος με το που άκουσε από μακριά τα βήματα του
αλόγου, σηκώθηκε από τη θέση που ήταν καθισμένος και κουνούσε χαρούμενα την
ουρά του! Σαν έκανε δυο βήματα προς το μέρος που πλησίαζαν άλογο και καβαλάρης,
είδε ότι το σκυλί κούτσαινε. Τότε πρασίνισε ολότελα από τη στενοχώρια του,
γιατί σκέφθηκε πως μάλλον εξοστρακίστηκε το βλήμα από το πιστόλι και τον
χτύπησε, τη στιγμή που έριξε να το φοβίσει. Έτσι μπόρεσε να εξηγήσει και το
κλάμα του ζώου με τον πυροβολισμό.
Αμέσως πήδησε από το άλογο, έτρεξε κι
αγκάλιασε με στοργή και ενοχές τον αγαπημένο του Κανέλλο! Εκείνο, σαν να μην
είχε συμβεί τίποτα, τον έγλυφε στα χέρια και στο πρόσωπο, δείχνοντας έτσι τη
δική του άδολη αγάπη. Μα φτάνοντας δίπλα από τη πηγπη, τι να δει! Του είχε
πέσει εκεί το πορτοφόλι του και ο πιστός Κανέλλος καθόταν ματωμένος και πονεμένος
και το φύλαγε!
Ευτυχώς, το τραύμα δεν ήταν μεγάλο και με
την περιποίηση, την αγάπη και τις πολλές συγνώμες του αφεντικού του,
γιατρεύτηκε γρήγορα.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 9.1.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου