Πέμπτη 11 Ιανουαρίου 2024

Κόρακας: Λαογραφικά και άλλα στοιχεία


     Ο κόρακας ή το κοράκι είναι ένα πτηνό με πολύ μαύρο πτέρωμα. Το μέγεθός του είναι λίγο μικρότερο της κότας και ζει συνήθως σε απόκρημνα μέρη, ενώ αναφέρεται ότι σχετικά εύκολα μπορεί να εξημερωθεί και να ζήσει κοντά στον άνθρωπο. Είναι σαρκοφάγο, κυρίως πτωματοφάγο, και η σχέση του με τον/τη σύντροφό του ισόβια. Οι νεοσσοί του γεννιούνται με μικρό και γκρίζο πτέρωμα, που μεγαλώνοντας μαυρίζει. Η διάρκεια της ζωής του είναι πολύ μεγάλη σε σχέση με άλλα πτηνά, ίσως μεγαλύτερη και από αυτή του ανθρώπου.
     Όπως μας διδάσκει ο παππούς ο Αίσωπος, δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα έξυπνο πουλί. Γνωστός ο μύθος με την αλεπού, που με την πονηριά της του πήρε το τυρί από το στόμα! Ο μύθος αυτός διδασκόταν παλαιότερα και στον «ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΗΣ», του Γεωργίου Ζούκη, στην πρώτη τάξη του γυμνασίου. Το αρχαίο κείμενο και τη μετάφραση μπορείτε να διαβάσετε σε παλαιότερη αναφορά μου στο ιστολόγιό μου, «πατώντας» ΕΔΩ.
     Στην αρχαία Ελλάδα το πτηνό ήταν αφιερωμένο στο θεό Απόλλωνα, ενώ οι αναφορές του από αρχαίους Έλληνες συγγραφείς είναι συχνές. Ο Αριστοφάνης, π.χ., τον αναφέρει σε πολλές κωμωδίες του, ενώ στον Αντισθένη αποδίδεται το ρητό: «Κρείττον εις κόρακας ή κόλακας εμπεσείν. Οι μεν γαρ νεκρούς, οι δε ζώντας εσθίουσιν» (Καλύτερα να πέσεις σε κοράκια παρά σε κόλακες, γιατί αυτά τρώνε νεκρούς, ενώ οι κόλακες ζωντανούς).
     Ο κόρακας αναφέρεται και στην Παλαιά Διαθήκη: Αυτό ήταν το πρώτο πτηνό που απελευθέρωσε ο Νώε από την κιβωτό, όταν κόπασε ο κατακλυσμός. Πιθανότατα βρήκε πολλά πτώματα για τροφή και δεν επέστρεψε. Το περιστέρι που απελευθέρωσε αργότερα, επέστρεψε με κλαδί ελιάς στο ράμφος του, σημάδι ότι ο κατακλυσμός είχε παρέλθει (Γένεσις, πρώτο βιβλίο τη Παλαιάς Διαθήκης). Επειδή δε το κοράκι τρέφεται με πτώματα, και ιδιαίτερα όταν αυτά είναι σε προχωρημένη αποσύνθεση, ο Μωσαϊκός Νόμος το χαρακτηρίζει «ακάθαρτο πτηνό» (Λευτικόν-βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης).
     Στη λαογραφία ο κόρακας είναι συχνά συνυφασμένος με πολύ κακούς οιωνούς. Το μαύρο/κατάμαυρο πτέρωμά του οπωσδήποτε είναι ένας παράγοντας προλήψεων και σχετίζεται με το πένθος. Αν ακουστεί η φωνή του (το κρώξιμό του) σε κατοικημένη περιοχή, π.χ. πετάξει και κρώξει πάνω από ένα χωριό, σύντομα κάποιος θα πεθάνει. Στην πραγματικότητα, όμως, το κρώξιμό του σχετίζεται με τον εντοπισμό ή την αναζήτηση τροφής. Πολύ μεγαλύτερος θεωρείται ο κίνδυνος του θανάτου αν πλησιάσει κάποιο σπίτι ή, ακόμα χειρότερα, αν καθίσει στη σκεπή του. Κακό σημάδι, που προμηνύει θάνατο, θεωρείται κι αν τον συναντήσει και κάποιος στο δρόμου του. Δυσοίωνες είναι και οι προβλέψεις των ονειροκριτών και όσων πιστεύουν ότι ερμηνεύουν τα όνειρα. 
     Είναι αρκετές και οι λαϊκές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις για το συγκεκριμένο «μαυροπούλι» ή «βρωμόπουλο».
«Αϊ (άντε, σύρε ή πήγαινε) στον κόρακα». Θεωρείται βλασφημία και πιθανότατα  προέρχεται από αρχαία Ελληνική φράση. Σύμφωνα με τον Αριστοφάνη, η λέξη «αρά» (κατάρα) προήλθε από τον κόρακα και από τη συνήθεια του πτηνού να ζει στις ερημιές. Το ρήμα «αποσκορακίζω», σημαίνει ότι στέλνω κάποιον που δεν συμπαθώ/αντιπαθώ να ζήσει μακριά μου και σε έρημο τόπο.
«Κόρακας κοράκου μάτι δεν βγάζει». Φράση/παροιμία  που λέγεται για άτομα διαπλεκόμενα ή αξιωματούχους, που αλληλεπικαλύπτονται, προφανώς και «δια τον φόβον των Ιουδαίων».
Η λέξη «κορακοζώητος» λέγεται για αιωνόβιους ή υπεραιωνόβιους.
«Κοράκιασα», «έχω κορακιάσει», «θα κορακιάσω» κλπ, προέρχεται, μάλλον, από αρχαιοελληνικό μύθο: Σε πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι ετοίμαζαν θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το απαραίτητο νερό για τη θυσία ήταν ιερό και πήγαζε ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια, που κανένας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει την αποστολή αυτή. Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα πάνω από ένα δέντρο, που προσφέρθηκε ν’ αναλάβει εκείνος το τολμηρό εγχείρημα. Παρά την έκπληξη όλων, αποφάσισαν, τελικά, να του αναθέσουν την ιερή αποστολή. Του έβαλαν στο ράμφος ένα σκεύος και το μαύρο πουλί πέταξε για το φαράγγι. Πριν φτάσει, όπως, είδε μια συκιά, γεμάτη σύκα, που ακόμα δεν είχαν ωριμάσει. Περιμένοντας εκεί, πεινασμένος και λιχούδης καθώς ήταν, μέχρι  να ωριμάσουν, ξεχάστηκε. Όταν, τέλος, ωρίμασαν, έφαγε και αφού χόρτασε, θυμήθηκε την αποστολή που του είχε ανατεθεί. Πέταξε προς την πηγή, γέμισε το δοχείο, αλλά έπρεπε να βρει και μια πιστευτή δικαιολογία για τον κόσμο που περίμενε το ιερό νερό. Τότε είδε ένα φίδι και το άρπαξε με τα νύχια του. Επιστρέφοντας στον τόπο της θυσίας, είπε ότι βρήκε το φίδι στην πηγή που έπινε συνέχεια όλο το νερό που έβγαινε, μη μπορώντας ο ίδιος να γεμίσει. Όταν κάποια στιγμή το φίδι κοιμήθηκε, τότε μπόρεσε και πήρε το νερό, πιάνοντας και το φίδι στα νύχια του, ως «αποδεικτικό στοιχείο». Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και έγινε η θυσία, έστω με καθυστέρηση λίγων ημερών. Όμως, το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα, ο οποίος θύμωσε και τιμώρησε τον κόρακα για το ψέμα του: Κάθε φορά που πήγαινε να πιεί νερό σε κάποια πηγή, εκείνη στέρευε και το μαρτύριο του μαύρου πουλιού κράτησε πολύ. Τελικά, ο θεός Απόλλωνας λυπήθηκε τον κόρακα και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό, τον οποίο παρατήρησε για πρώτη φορά ο Πτολεμαίος (αστερισμός Κόραξ στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, λατινικά Corvus, συντομογραφία Crv).
«- Πώς πάνε τα παιδιά σου, κόρακα; - Όσο πάνε και μαυρίζουνε». Παροιμία-«διάλογος», με αφορμή τους νεοσσούς του πτηνού που έχουν γκρίζο πτέρωμα, το οποίο συν τω χρόνο μαυρίζει. Λέγεται για ανθρώπους, που όχι μόνο δεν βελτιώνουν τη συμπεριφορά τους και την τακτική τους, αλλά, αντίθετα, την επιδεινώνουν.
«Βγάλ’ τον κόρακα», που σημαίνει «σκάσε! Μη μιλάς!», προφανώς επειδή δεν θέλουμε να ακούμε το κρώξιμο του πουλιού, όντας προληπτικοί.
«Κόρακες» ή «κοράκια» αποκαλούν ορισμένοι δυσμενώς μεταφορικά και τους υπαλλήλους νεκροταφείων και το προσωπικό γραφείων τελετών, που ασχολούνται με την ετοιμασία, ταφή και εκταφή των νεκρών, αλλά και λόγω της μαύρης, συνήθως, ενδυμασίας τους.
-----------------------------
Πηγές:
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
- Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ
- Εικόνα: Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 11.1.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου