Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2024

Σιωπηλοί δάσκαλοι (διήγημα)

     Ανηφόρισε ντυμένος στα ζεστά για το ξωκκλήσι του αϊ-Λιά ο Χαρίλαος, κρατώντας ένα μπουκάλι λάδι στο χέρι, ν’ ανάψει τα καντήλια. Σε δυο τρεις μέρες έβγαινε ο Μάρτης και τα πολλά χιόνια είχαν λιώσει. Μόνο σε αποσκερά μέρη κράταγε ακόμα και το κρύο έτσουζε για τα καλά, τι κι αν πέρασε του Ευαγγελισμού και σε δέκα-δώδεκα μέρες ερχόταν το Πάσχα.
     Οικογενειακός προστάτης τους ο προφήτης Ηλίας, από πολύ μικρή ηλικία πήγαινε κι άναβε τα καντήλια και φρόντιζε το εκκλησάκι και τώρα κόντευε να πενηνταρίσει. Πολλές φορές προσευχόταν εκεί και ζητούσε βοήθεια από τον άγιο, για τις δυσκολίες που παρουσιαζόντουσαν μπροστά του, τις μικρότερες σ’ εκείνη την ηλικία και τις μεγαλύτερες αργότερα. Και μετά από κάθε ανακούφιση, πάλι στον προφήτη Ηλία να τον ευχαριστήσει. Πολύ συχνά, σχεδόν πάντα, και στο πήγαινε και στο έλα και μέσα στην εκκλησία, έλεγε ορισμένους ψαλμούς που ήξερε απέξω κι έψελνε και ορισμένα τροπάρια, με πρώτο του προφήτη Ηλία, «ο ένσαρκος άγγελος, των Προφητών η κρηπίς, ο δεύτερος Πρόδρομος, της παρουσίας Χριστού…». Κι αμέσως μετά το τροπάριο του αγίου Νικολάου, «κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος…», εικόνα του οποίου ο ίδιος είχε αφιερώσει στο ξωκκλήσι, αφού η ζωή τον έκανε και «θαλασσινό» για ένα μικρό διάστημα. «Θαλλασινός ο αϊ-Νικόλας, πρώην θαλασσινός κι ο αϊ-Λιάς, σμίξανε κι οι δυο τους εδώ, κι ανάμεσά τους εγώ!», ψέλλιζε κάποιες φορές, κοιτάζοντας πότε την εικόνα του ενός αγίου, πότε του άλλου. Μόλις τελείωνε το άναμμα των καντηλιών, έβαζε και θυμίαμα κι αμέσως μετά φρόντιζε να είναι το κάθε τι στη θέση του και όπως πρέπει στον Οίκο Του Θεού, μέχρι την πιο μικρή λεπτομέρεια, απολαμβάνοντας παράλληλα Θεία κατάνυξη.
     Γράμματα πολλά δεν είχε μάθει ο Χαρίλαος. Τα λίγα που κατάφερε, τα έμαθε στις τρεις μόνο τάξεις του δημοτικού που πήγε, όμως τα καλλιέργησε. Διάβαζε ό,τι περνούσε από τα χέρια του, από παλιά εφημερίδα που μπορεί να εύρισκε πεταμένη, μέχρι και βιβλία που μπορεί να του χάριζαν ή και, πολύ σπάνια, να αγόραζε ο ίδιος. Έτσι, είχε φτιάξει στο σπίτι του μια μικρή βιβλιοθήκη, που δύσκολα μπορούσες να δεις σε άλλο σπίτι του χωριού του. Συχνά καθόταν και στο ψαλτήρι στην εκκλησία τις Κυριακές και τις γιορτές. Του άρεσε περισσότερο να λέει το «πιστεύω», το «πάτερ ημών» και να διαβάζει τον Απόστολο, όχι ότι δεν έψελνε και ορισμένα τροπάρια.
     Έμεινε πιστός στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, στο χωριό του, στον αέρα του βουνού, στο πατρικό του σπίτι και κοντά με τους γονείς του. Δυο χρόνια μόνο έφυγε μακριά τους, που του δόθηκε μια ευκαιρία και ταξίδεψε στα καράβια, ως θαλαμηπόλος. Γρήγορα κατάλαβε, όμως, ότι δεν τον σήκωνε ούτε η ξενιτιά, ούτε η θάλασσα. «Εγώ είμαι βουνίσιος!... Τι δουλειά έχω εγώ στα κύματα;... Δεν είναι για μένα η αλμύρα της θάλασσας… Δεν κάνω εγώ μακριά από τον τόπο μου…», έλεγε συχνά στον καπετάνιο του και συχνότερα στον εαυτό του. Όταν έπιασε λιμάνι το καράβι του στον Πειραιά, κατέβηκε και γύρισε στο χωριό του, αγνοώντας τις «σειρήνες» του ίδιου του καπετάνιου και των άλλων ναυτικών του πλοίου.  
     Τον είχε διδάξει και η σοφία των μεγαλύτερων και των γεροντότερων του χωριού του. Τον είχε διδάξει και η ίδια η φύση, που ποτέ δεν σταμάτησε να την απολαμβάνει και να τη θαυμάζει, ζώντας πάντα το μεγαλείο της, από το ένα καλοκαίρι μέχρι το άλλο κι από τον ένα χειμώνα μέχρι τον άλλον. Μα πάντα ανακάλυπτε όλο και κάτι καινούργιο, που δεν είχε τύχει να το προσέξει άλλες φορές κι ας βρισκόταν συνέχεια στην αγκαλιά της, απολαμβάνοντας τα χάδια της κι απολαμβάνοντας και κι εκείνη τα δικά του χάδια.
     Τον τελευταίο καιρό, μετά το ατύχημα της αδελφής του, της Αθηνάς, είχε πυκνώσει τις επισκέψεις του στο ξωκκλήσι. Τρεις και τέσσερις φορές τη βδομάδα ανηφόριζε τα απογεύματα, κάνα εικοσάλεπτο στο ανέβα και λίγο λιγότερο στο κατέβα. Χώρια οι φορές που έμπαινε στο ξωκκλήσι, είτε να βάλει ένα κεράκι, είτε να γλιτώσει τη βροχή και τον αέρα, και μπορεί αυτές να ήταν οι περισσότερες, αφού εκεί γύρω έβοσκε το μικρό κοπάδι του. Συνεχείς οι θερμές προσευχές του να ξεπεράσει το πρόβλημά της για την ίδια, την οικογένειά της και όλους γύρω της που την αγαπούσαν και την νοιάζονταν. Εφτά αδέρφια ήταν, τα δυο τελευταία κορίτσια και πιο χαϊδεμένη η Αθηνά, που ήταν και η μικρότερη. «Τη ξηράς οι φουρτούνες, είναι κάτι φορές μεγαλύτερες από τις φουρτούνες της θάλασσας», αναλογιζόταν όταν συναντούσε μεγάλα αδιέξοδα στη ζωή του κι εύρισκε καταφύγιο στον αϊ-Λιά.
     Προσευχόταν σκυμμένος μπροστά από την εικόνα του αγίου, χωρίς να νοιώθει άξιος να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. Και όταν στο τέλος κάθε προσευχής τολμούσε και σήκωνε το βλέμμα του με δέος, του φαινόταν ότι εκείνος τον κοίταζε κατάματα και του χαμογελούσε πάνω από το άρμα του. Πόση αισιοδοξία και πόσες ελπίδες του έδινε αυτή η στιγμή! Μα σαν περνούσε λίγο διάστημα, πάλι η ανθρώπινη αδυναμία και οι φόβοι τον βύθιζαν στις άσχημες σκέψεις του και ήθελε να βρεθεί και πάλι στον ιερό εκείνο χώρο να αντλήσει δύναμη.
     Έτσι κι εκείνο το χειμωνο-ανοιξιάτικο απόγευμα του Μάρτη, λίγο πριν την ώρα του εσπερινού. Μα πριν ακόμα φτάσει, περιμένοντας όπως και άλλες φορές να συναντήσει το «χαμόγελο» του αγαπημένου του αγίου και γείτονά του, το βλέμμα του σταμάτησε σ’ ένα μέρος που δεν το έβλεπε καθόλου ήλιος και κρατούσε ακόμα χιόνι εκεί. Παρατήρησε ότι μέσα από το χιόνι είχαν ξεφυτρώσει κάμποσα κίτρινα λουλούδια, από τα πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης που ερχόταν.
     Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε μια τέτοια εικόνα, τόσους χειμώνες στη φύση και στη ζωή του βουνού ο Χαρίλαος, μα δεν θυμόταν να της είχε δώσει ιδιαίτερη σημασία. Σταμάτησε το βήμα του κι έμεινε ακίνητος εκεί, σαν μαρμαρωμένος, με το βλέμμα καρφωμένο επάνω τους. Και δεν ήταν μόνο η απορία. Ήταν και ο θαυμασμός και ο προβληματισμός. Λίγες φορές έτυχε να κάτσει να σκεφτεί κάπως βαθύτερα για τους νόμους της φύσης σε παρόμοια φαινόμενα και τα ξεχωριστά μηνύματα που μπορούν να στείλουν. «Η δύναμη της θέλησης κάνει και τα λουλούδια να μην υπολογίζουν ούτε το κρύο όυτε το χιόνι και να βγαίνουν ακμαιότατα και ζωηρά με τέτοια παγωνιά… Όπως κάνουν και ορισμένοι άνθρωποι, για την επιδίωξη κάθε ευσεβούς πόθου… Και ποια είναι δύναμη των λουλουδιών;», αναρωτήθηκε κι αμέσως απάντησε ο ίδιος στη δική του απορία και τα μάτια του έλαμψαν: «Ένα πολύ τρυφερό βλασταράκι, μα πολύ μεγαλύτερη δύναμη η θέλησή τους!». Χαμογέλασε με θαυμασμό και συνέχισε τη σκέψη του, κουνώντας και το κεφάλι του, σαν επιβεβαίωση: «Σιωπηλοί δάσκαλοι τα μηνύματα από τη φύση, που μας διδάσκουν με το δικό τους τρόπο»!
     Έκανε το σταυρό του με το βλέμμα στο κάτασπρο εκκλησάκι, ψελλίζοντας λέξεις από την ευχή του Μεγάλου Αγιασμού των Θεοφανίων: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυμαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου». Συνέχισε χαρούμενος, αισιόδοξος και ήδη αναβαπτισμένος τα λίγα μέτρα που απόμεναν ακόμη, μέχρι να φτάσει και ν’ ανάψει τα καντήλια. Αυτή τη φορά, το χαμόγελο του προφήτη Ηλία το είδε πριν ακόμα φτάσει στο ξωκκλήσι του! Ένοιωθε να του χαμογελούσε και ό άγος Νικόλαος από τη διπλανή εικόνα! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.2.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου