Ο μπάρμ’-Αντώνης άνοιξε αμέσως το γράμμα
που πήρε από τα χέρια του ταχυδρόμου στο καφενείο του χωριού. Ήταν από το γιο
του το Στάθη, που είχε βρει μια καλή δουλειά στην πόλη.
«Σεβαστοί μου γονείς, σας ασπάζομαι την
δεξιάν. Σε ασπάζομαι κι εσένα αδερφέ…» και κατέληγε: «Πήρα ένα αυτοκινητάκι…
Βέβαια, παλιό είναι, αλλά τη δουλειά του την κάνει… Θα ’ρθω λίγες μέρες να σας
βοηθήσω στο θέρο…».
Τις τελευταίες λέξεις τις διάβασε δυνατά, για να ακούσουν κι άλλοι θαμώνες. Σχεδόν κανείς δεν
απόρησε, αφού ο κυρ-Αντώνης τον είχε τον τρόπο του. Ο Στάθης, όμως, με τις δικές
του οικονομίες πήρε το παλιό και μικρό του αυτοκίνητο κι ο πατέρας του το
ήξερε, γι’ αυτό και καμάρωνε περισσότερο.
«Καλώς να τον δεχθείτε!», «Καλορίζικο!
Καλά ταξίδια να κάνει!», «Χαρά που θα κάνει κι η Ασπάσω», ήταν οι πρώτες
κουβέντες των συνθαμώνων του, που συνοδεύονταν από χαμόγελα. «Ασπάσω» ήταν η
γυναίκα του μπάρμ’-Αντώνη και μάνα του Στάθη και του Ηρακλή, των παιδιών τους.
Σε λίγες μέρες έφτασε στο χωριό του ο Στάθης,
με το αυτοκίνητο σκονισμένο από το χωματόδρομο. Παλιό αυτό, αλλά και η σκόνη το
έκανε παλιότερο. Μέχρι να ξεφορτώσει κάποια μικροπράγματα και να τα μεταφέρει
από την πλατεία στο σπίτι του σε δυο τρεις διαδρομές με τα πόδια, αφού ο δημόσιος
δρόμος εκεί τερμάτιζε, μαζεύτηκαν και κάμποσοι χωριανοί να τον καλωσορίσουν,
αλλά και να δουν το αυτοκίνητό του. Μεταξύ αυτών και κάμποσα κοριτσόπουλα. Κι ενώ
όλοι τον χαιρετούσαν και τον καλωσόριζαν, κάποια κοριτσόπουλα άρχισαν να
σχολιάζουν χαμηλόφωνα και κάπως περιφρονητικά το «σαραβαλάκι».
Τότε ακούστηκε ν’ ανεβαίνει την ανηφόρα προς
το χωριό ένα άλλο αυτοκίνητο. Όλων τα βλέμματα έπεσαν επάνω του μόλις σταμάτησε
στην πλατεία, αφού η σκόνη που είχε επάνω του δεν μπορούσε να κρύψει πόσο
καινούργιο ήταν. Δυο νεαροί ο οδηγός και ο συνοδηγός, ρωτούσαν από το παράθυρο πώς
θα φτάσουν στο κεφαλοχώρι. Όλοι κατάλαβαν ότι ήταν ξένοι και είχαν χάσει το
δρόμο. Μέχρι να τους δοθούν οι απαραίτητες οδηγίες, οι περισσότεροι
χωριανοί μετκινήθηκαν προς το μέρος τους και θαύμαζαν τη διαφορετικότητα του αυτοκινήτου
από εκείνο του Στάθη. Μαζί τους και τα κοριτσόπουλα. Τότε ο μπάρμπα-Θανάσης, ένας
θυμόσοφος γέροντας που είχε ακούσει τα σχόλιά τους λίγο πριν, κούνησε αποδοκιμαστικά
το κεφάλι, μονολογώντας:
«Τί να το κάνεις; Φτωχός άγιος δοξολογιά
δεν έχει, που λέει κι η παροιμία!».
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.7.2022
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.7.2022
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου