Τρίτη 28 Ιουνίου 2022

Φτιάξε τηγανίτες! Ήρθαν τα παιδιά! (αφήγηση της γιαγιάς Λαμπρινής)


     «Για δυο κολλυβογράμματα», θα μπορούσε να ήταν ένας δεύτερος τίτλος της αφήγησης της ογδονταεφτάχρονης σήμερα γιαγιάς Λαμπρινής, από την Φανερωμένη Άρτας, για τον αγώνα της για το πήγαιν’ έλα στο δημοτικό σχολείο. Όλες οι μεγαλύτερες γενιές «γεύτηκαν» παρόμοιες καταστάσεις, όμως η λαχτάρα της για της τηγανίτες και, οπωσδήποτε, για την αγκαλιά και τα χάδια της μητέρας της, τουλάχιστον συγκινεί.
     Η γιαγιά Λαμπρινή έχει το χάρισμα να σε καθηλώνει με τις γλαφυρές αφηγήσεις της. Έτσι εκείνο το βράδυ που βρεθήκαμε μαζί της, ξεδίπλωσε τη μικρή αυτή ιστορία της, που ίσως να φαντάζει σαν παραμύθι, όμως είναι πέρα για πέρα πραγματικότητα και, φυσικά, μένει ανεξίτηλη στο μυαλό της κι ας έχουν περάσει ογδόντα χρόνια από τότε.
     Μια τέτοια ευκαιρία δεν την αφήνεις «να πέσει κάτω» και με το που άρχισε να μας την διηγείται, άνοιξα την ηχογράφηση του κινητού μου, να μην πάει χαμένη ούτε η παραμικρή λεπτομέρεια.
     Ενημερωτικά να σημειώσω ότι η γιαγιά Λαμπρινή προέρχεται από ένα πολύ ορεινό κτηνοτροφικό χωριό της Άρτας, τη Φανερωμένη, που δεν είχε δημοτικό σχολείο. Τα κοντινότερο δημοτικό σχολείο ήταν στη Σκούπα, επίσης χωριό της Άρτας, σε απόσταση πολλών χιλιομέτρων και, χωρίς, φυσικά δρόμο εκείνη την εποχή. Ένα στενό μονοπατάκι υπήρχε μόνο και αποκάτω γκρεμός, με πολλά σημεία του στο χείλος  του «Κακολάγκαδου», που η ονομασία του και μόνο είναι αρκετή για να δηλωθεί η επικινδυνότητα. Και δεν ήταν μόνο αυτή η δυσκολία. Την ανάβαση και την κατάβαση από τη Σκούπα στη Φανερωμένη, επιβάρυνε κατά πολύ περισσότερο και μεγάλη η διαφορά υψομέτρου, μεταξύ των δύο χωριών.
     Η αφήγηση της γιαγιάς Λαμπρινής παρατίθεται αυτούσια με τους ιδιωματισμούς της:
     Πάαινα από τη Φανερωμένη στ’ Σκούπα με τα ποδάρια για το σκολειό. Κάθε Κυριακή απόγιομα φεύγαμαν από τ’ Φανερωμένη και πααίναμαν στη βάβω (γιαγιά), στη Σκούπα. Τη Δευτέρα το πρωί έπρεπε να ήμασταν εκεί για το σκολειό. Όταν ερχόταν το Σαββάτο, δεν με κράταγες εμένα. Μόλις σκόλναγ’ ο δάσκαλος, έφευγα ιιιιιιι, κατ’ ευθεία, για τ’ Φανερωμένη, Ήθελα να πάω στ’ μανούλα μου! Αργά το απόγιομα έφευγα, γιατί ο δάσκαλος έκανε και το απόγιομα σκολειό το Σαββάτο. Στ’ Φανερωμένη που έφτανα, είχε νυχτώσει καλά… Πάντα η μάνα μας καρτέρεγε με τ’γανίτες και με καμιά πιτούλα, αλλά κείνη τη φορά δεν πίστευε ότι θα πααίναμαν και δεν είχε φτιάξει.
     Μια φορά έβρεχε. Ξέρεις τί βροχή; Έριν’ από πάν’ (από πάνω) με τ’  ψ’χή τ’ (την ψυχή του)! Και σάμπως είχα ομορπέλα; Και τί να κράταγ’ η ομπρέλα! Φύσαγε κιόλας… Μια παλιά ζακετούλα είχα και την έριξ’ απάνου μου. Η βάβω και τ’ αδέρφια μου, ο Κώστας και η Παρασκευή, δεν μ’ αφήνανε να φύβγω με τέτοια θεομ’νία, μα ’γω δεν κρατιόμουνα! Και δεν πήγαινα ούτε για τ’ μπίτα (την πίτα), ούτε για τις τ’γανίτες. Για την αγκαλιά της μανούλας μου πάαινα! Η Παρασκευή κι ο Κώστας, αφού είδαν ότι δεν κρατιόμουνα, ξεκίνησαν μαζί μου. Τί μυαλό είχαμε κι εμείς;… Μαξουμάκια (μικρά παιδιά) ήμασταν, τη μανούλα μας θέλαμαν… Ούτε τη βροχή λογαριάσαμε, ούτε τον αέρα, ούτε τα κατεβασμένα ρέματα και τα λαγκάδια…  Όταν φτάσαμαν στη Φανερωμένη, στο σπίτι μας, πισέ (δεν ξερω-ποιός ξέρει) πόσες ώρες το κάναμαν, πίσσα το σκοτάδι! Μόλις μας είδαν και μπήκαμε στο σπίτι, η μάνα έμεινε σύξυλη! Ήμασταν βρεγμένα μέχρι το κόκαλο! Μας έφερε ρούχα κι αλλάξαμαν και ζεσταθήκαμαν στη φωτιά.
-  Φτιάξε τ’γανίτες! Ήρθαν τα παιδιά!, της είπε ο πατέρας!
     Η μάνα έφτιαξε λίγο ζ’μαράκ' (ζυμαράκι), χωρίς προζύμι, γιατί αυτό ήθελε ώρα να γέν' (να γένει-να γίνει), έβαλ’ αποπάν’ και λίγο πετ'μεζάκ' που είχε και φάγαμαν και κοιμηθήκαμαν. Τ’ μπιτούλα μας την έφτιαξε την άλλη μέρα και πήραμαν και μαζί μας στη Σκούπα.
     Περισσότερα για τις τηγανίτες, καθώς και για την παραδοσιακή τέχνη παρασκευής τους από τη γιαγιά Λαμπρινή, που την κρατάει ακέραια από τη μητέρα της(!), μπορείτε να δείτε σε παλαιότερη ανάρτησή μου ΕΔΩ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντοπουλος, 28.6.2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου