Κυριακή 29 Μαρτίου 2020

Εσπερινός, προσκύνημα και αγρυπνία (αφήγημα)






     Ήτανε το καλοκαίρι, µεταξύ δευτέρας και τρίτης γυµνασίου. Μεγάλη δουλειά το γυµνάσιο εκείνη την εποχή: Ξεχώριζε γιατί ήταν σχολείο των λιγότερων και όχι των περισσότερων! «Μαθαίνει γράµµατα να ξεφύγει», λέγανε όλοι, µπροστά σου και πίσω σου και σε δείχνανε µε σεβασµό, σαν παράδειγµα προς µίµηση. Μα σήµαινε και κάτι ακόµα να είσαι µαθητής γυµνασίου: Παιδί πειθαρχηµένο και µετρηµένο, µε σεβασµό προς τους άλλους, µε καλλιέργεια πνεύµατος και επίπεδο. Σήµαινε και ότι ξέρεις περισσότερα από τους συνοµηλίκους σου, αλλά και από µεγαλύτερούς σου. Σήµαινε όµως και κάτι παραπάνω, πιο «πρακτικό»: Έχοντας τελειώσει τρεις τάξεις του γυµνασίου, εύκολα εύρισκες δουλειά, και καλή δουλειά. Όχι «διευθυντής», αλλά σαν υπάλληλος µπορούσες να κάνεις καλή καριέρα. Έχοντας δε τελειώσει και εξατάξιο, µια διευθυντική θέση ήταν εύκολη, ύστερα από λίγα χρόνια υπαλληλικής καριέρας.
     Λίγες µέρες, λοιπόν, µετά το τέλος εκείνης της σχολικής χρονιάς, µου είχε υποσχεθεί ο πατέρας ότι θα µ’ έστελνε να µείνω ένα βράδυ στο βουνό µε τον παππού στα πρόβατα, ακλουθώντας το δικό του πρόγραµµα. Μου το είπε µε τρόπο, µάλλον «πανηγυρικό», σαν να ήθελε να µε ανταµείψει που τελείωσα κι αυτή την τάξη και που προβιβάστηκα µε καλό βαθµό. Κάτι σαν να λέµε, δηλαδή, σ’ ένα σηµερινό παιδί, ότι του «κάνουµε δώρο» δέκα µέρες διακοπές σε προορισµό της επιλογής του και µε πολύ «ενισχυµένο» χαρτζιλίκι!
     ∆εν µε ενθουσίασε η πρότασή του, για δύο λόγους: Πρώτον, στον παππού δεν είχα το θάρρος που είχα στον πατέρα και, δεύτερον, γιατί τη νύχτα φοβόµουνα να βγω µόνος µου έξω! Πώς µπορούσα να σκεφτώ ότι θα ξενυχτούσα στο βουνό, αφού είχα ακούσει για «στοιχειά», για νεράιδες, για ξωτικά, για φαντάσµατα, για ζουλάπια και για φίδια; Στη θέα και µόνο, ακόµα και του πιο µικρού φιδιού, µ’ έκοβε κρύος ιδρώτας και... τρέξτε ποδαράκια µου! Και πώς ακόµα θα µπορούσα να µιλήσω για το ο,τιδήποτε µε απασχολούσε στον παππού; Πώς θα µπορούσα να του ξεστοµίσω ότι φοβάµαι, αφού δεν εύρισκα το θάρρος να συζητήσω µαζί του για πολύ καθηµερινά µου πράγµατα; Έτσι, σαν πρόταση µε άφηνε αδιάφορο και µε µια γκριµάτσα έδειξα ότι την απορρίπτω, παρ’ όλο που πολλές φορές είχα ακούσει τη γιαγιά να µιλάει πολύ νοσταλγικά για τα δικά της παιδικά χρόνια στο βουνό µε το κοπάδι. Τότε, που κοριτσόπουλο ακόµα ανέβαινε συχνά τα καλοκαιρινά βράδια κι έµενε εκεί δεκαπέντε και είκοσι µέρες µε τους δικούς της. Πάντα στην κουβέντα της ήθελε να φανεί πώς κάθε φορά ήταν σαν να µεταλάβαινε και κάτι καινούργιο από το µεγαλείο της φύσης!
     Θα µπορούσα να βρω την πρόταση του πατέρα κάπως ενδιαφέρουσα, αν ήτανε να πάω µαζί του. Απ ότι φάνηκε, κατάλαβε και ό ίδιος από την πρώτη στιγµή την άρνησή µου και δε µου το ξανάκανε κουβέντα. ∆εν πέρασαν πολλές µέρες και, µάλλον το ξέχασα...
     Λίγο καιρό αργότερα ο παππούς γύρισε κουτσαίνοντας από το βουνό ένα πρωί και έπιασε το κρεβάτι. Κάπου γλίστρησε και χτύπησε στο γοφό, όχι ιδιαίτερα σοβαρά. Πέρασαν καµιά δεκαπενταριά µέρες µέχρι να ξαναπάει τσοπάνης και ο πατέρας αναγκάστηκε να αλλάξει τότε το δικό του πρόγραµµα: Πήγαινε στις δουλειές στα χωράφια για λίγες ώρες το πρωί. Το απόγευµα και τη νύχτα ακολουθούσε το πρόγραµµα του κοπαδιού, µέχρι το επόµενο πρωί, που τότε αναλάµβανε η µάνα, µαζί µε τις άλλες δουλειές του σπιτιού.
     Το δεύτερο ή το τρίτο πρωί, που γύρισε µε το κοπάδι, τον είδα να έχει µια ευχάριστη έκφραση στο πρόσωπο, σαν κάτι καλό να είχε στο νου του. Πριν ξεκινήσει το άρµεγµα, έκατσε για λίγο στον παχύ ίσκιο, κάτω από τη µεγάλη ακακία στην αυλή µας, να πάρει µια ανάσα. Όσο µου άρεσε τα καλοκαίρια εκείνο το δέντρο, τόσο µε νευρίαζε κάθε χινόπωρο, γιατί γέµιζε τον τόπο µε φύλλα και µε βάζανε και τα σκούπιζα! Μόλις του πήγα την αλουµινένια κανάτα µε κρύο νερό από τη βρύση, που µου είχε ζητήσει να πιεί, γυρνάει και µου λέει µε πλατύ χαµόγελο, κάπως βέβαιος πως η απάντησή µου θα είναι θετική:
     «Τί λες; Θέλεις να πάµε να µείνουµε στο βουνό απόψε και να γυρίσουµε αύριο το πρωί; ...Θα δεις πόσο όµορφα θα είναι!...».
     Τον κοίταξα κάπως ξαφνιασµένος, γιατί σχεδόν είχα ξεχάσει την πρότασηπου µου είχε κάνει καµιά εικοσαριά µέρες πριν. Γύρισα και κοίταξα τη µάνα, ανιχνεύοντας και τη δική της σκέψη, αν και το θέµα δεν µε πολυενδιέφερε. Με κοίταξε κι αυτή µε χαµόγελο, που υπονοούσε τη συγκατάθεσή της. Σχεδόν αµέσως συµπλήρωσε ο πατέρας:
     «Εγώ δε θέλω να σε κάνω τσοπάνη. Εσύ έχεις αρχίσει να χαράζεις το δικό σου δρόµο. Θέλω όµως να δεις ότι τα βουνά έχουν κι αυτά τις οµορφιές τους και να τα θυµάσαι όλα αυτά όταν µεγαλώσεις».
     Το στριφογύρισα και το ξαναστριφογύρισα πολλές φορές στο µυαλό µου, µέσα σε λίγα λεπτά. Πώς να ξεπερνούσα τους φόβους µου για τη νύχτα; Η σιγουριά όµως, αφού θα ήµουν µαζί µε τον πατέρα, µου έδινε άλλον αέρα και σιγά – σιγά έµπαινα σε πειρασµό.
     Το µεσηµέρι, που καθίσαμε να φάµε, είχα πάρει την απόφασή µου και την ανακοίνωσα στον πατέρα – και έµµεσα στη µάνα –, αν και κάποιες επιφυλάξεις επέµεναν µέσα µου:
     «Πατέρα, λέω να ’ρθω κι εγώ µαζί σου το βράδυ στο βουνό!...».
     Λιτές κι απέριττες οι ετοιµασίες για την περιπέτεια που είχα αποφασίσει να ζήσω: ∆υο µάλλινες, όχι ιδιαίτερα χοντρές κουβέρτες, γιατί τη νύχτα έκανε κρύο εκεί ψηλά, µπλούζα, σακάκι, ψωµί, τυρί, τρεις ντοµάτες και τέσσερα αυγά βραστά. Μαζί κι ένα µικρό δοχείο µε νερό, που ήταν επί πλέον φορτίο για τον πατέρα, φυσικά. Εγώ, κρατώντας µόνο ένα ξύλο, για «γκλίτσα» και να... βοηθάω στο σαλάγισµα, αλλά και, πολύ περισσότερο για στήριγμα σε δύσκολα σηµεία της διαδροµής. Τα µόνα που µε... βάραιναν, ήταν δυο «σπυράκια» λιβάνι και µια µικρή εικόνα της Παναγιάς κι άλλη µια µικρότερη του Αγίου Νικολάου στην τσέπη. Τα πήρα για φυλαχτό, από τα... στοιχειά της νύχτας! Φυσικά, δεν το ήξερε κανένας άλλος, εκτός από µένα, γιατί ήµουν σίγουρος ότι θα γέλαγαν µαζί µου!
     Ανηφορίζοντας, κι όσο αποµακρυνόµαστε από το σπίτι, ένοιωθα κάτι σαν δέος, για το πώς κοιµούνται οι άνθρωποι (οι τσοπάνηδες) στα βουνά. Ο πατέρας, θέλοντας να µου διώξει και τις τελευταίες ανησυχίες, συνέχεια µε ενθάρρυνε, λέγοντας ότι τίποτα κακό δεν υπάρχει και ότι ο ίδιος ποτέ δεν είχε ακούσει κάποιος κάτι να πάθει. Τέλειωσε την κουβέντα του έτσι:
     «Αυτά τα λένε οι γυναικούλες, που µαζεύονται στις αυλές να κουτσοµπολέψουνε και όταν δεν έχουνε τι άλλο να πούνε, πλάθουνε µε το νου τους διάφορες ιστορίες και τις λένε η µία στην άλλη, τάχα να δείξουνε ότι κάτι ξέρουνε...».
     Με καθησύχαζαν τα λόγια του, αλλά όσο συνειδητοποιούσα ότι το βράδυ θα είµαι µακριά από το σπίτι, να πάλι µπροστά µου οι φόβοι! ∆εν µου ήσαν ιδιαίτερα «γνώριµες» οι µεγάλες αποστάσεις και µάλιστα σε βουνοκορφές, µέσα στην άγρια νύχτα.
     Ανεβαίνοντας, ανταµωθήκαµε και µε άλλους τσοπάνηδες, που µε τον πατέρα έπιαναν κουβέντα για τα πρόβατα και τις άλλες δουλειές. Όλοι ρωτούσαν για το «πώς πάει ο γέρος», εννοώντας τον παππού. Εµένα µε ρωτούσαν «πώς πήγε το σχολείο» και µετά δυο – τρεις ερωτήσεις, ακολουθούσε το «µπράβο» τους µε πολλά θαυµαστικά. Κι ο πατέρας, φυσικά καµάρωνε.
     Φτάσαµε ύστερα από τρεισήµισι ώρες στον προορισµό µας: ήταν ένα µικρό ξέφωτο οροπέδιο λίγων στρεµµάτων και η νύχτα ήθελε καμιά ώρα ακόµα να πέσει. Πιο πέρα, που άρχιζε το βουνό πάλι ν’ «αναβαίνει», µια πηγή µε άφθονο γάργαρο νερό, πού κύλαγε λίγα µέτρα και µετά γκρεµιζόταν στο βράχο, έκανε έναν µικρό καταρράκτη, που έσπαζε µονότονα την ησυχία του βουνού. Γύρω οι πλαγιές γεµάτες κοπάδια και οι πιο κοντινοί τσοπαναραίοι πείραζαν καλοπροαίρετα τον πατέρα:
       «Ρε, Χρήστο, έχεις και τσοπανάκο σήµερα;».
     Με ενοχλούσε αυτή τους η ερώτηση, ή άλλες παρόµοιες, νοµίζοντας ότι µε υποτιµούσαν και µέσα µου θύµωνα, χωρίς να το δείχνω. Έκανα πως χαµογελούσα, αλλά κρύα.
     Κρέµασε ο πατέρας το ταγάρι σ’ ένα κλαρί, προφυλάσσοντας έτσι το δείπνο μας από έντομα κι ερπετά. Το ηλιοβασίλεµα αργούσε κάνα µισάωρο ακόµα και µπορούσα ακούραστα κι αχόρταγα ν’ αγναντέψω γύρω, παρά τη σωµατική κούραση, από το ανέβασµα και µε τον ήλιο κατακούτελα. Μακριά στο βάθος φαίνονταν τρία χωριουδάκια, φωλιασµένα το καθένα στο απάγκιο του βουνού του. Το δικό µας χωριό δε φαινότανε από εκεί, όσο κι αν προσπαθούσα να το δω.
     Η στιγμή που έδυε ο ήλιος, ήταν πολύ ξεχωριστή! Μαγική! Τα λιγοστά µικρά σύννεφα χρύσιζαν περισσότερο από πριν, συµπληρώνοντας τον καµβά του ουρανού που απλωνόταν ως τη γη! Κοίταζα προς κάθε σηµείο του ορίζοντα, νοιώθοντας πως είχα τον έλεγχο και την εξουσία του τοπίου!
     Πιο σκοτεινή η ανατολή, παραχωρούσε τώρα το µεγαλείο της στη δύση! Τα αγριοπούλια είχαν κιόλας πάει να κουρνιάσουν, δίνοντας σιγά – σιγά τη θέση τους στις νυχτερίδες, που είχαν αρχίσει το τρελό πέταγµά τους από δω κι από κει. Η γαλήνη µε όλο της το µυστήριο, που μ’ έκανε να ζω µια έκσταση!
     Τα κουδούνια των κοπαδιών, που είχαν γεµίσει τις πλαγιές, ακούγονταν πιο καθαρά τώρα. Φάνταζαν σαν γλυκές µελωδίες, σαν κατανυκτική «ευχαριστήριος δέησις» προς τον Ύψιστο, από τον ίδιο το «λαό» και το «βασιλιά» του, για τα αγαθά που χαρίζει απλόχερα στη φύση! Μια πραγµατική µυσταγωγία, ένας υπαίθριος εσπερινός, χωρίς παπά και ψάλτες, µακριά από τον κόσµο και κοντινότερα στον ίδιο το ∆ηµιουργό, έκανε την καρδιά να πληµµυρίζει µ’ ένα αλλιώτικο, ένα πρωτόγνωρο δοξαστικό και παρακλητικό µαζί «κατευθυνθήτω η προσευχή µου ως θυµίαµα ενώπιόν Σου»! Το απαλό χαϊδευτικό αεράκι συμπλήρωνε την κατάνυξη, φέρνοντας σαν από θυµίαµα κι αυτό εναλλασσόµενες µεθυστικές µοσχοβολιές από το κάθε τι: έλατο, τσάι, ρίγανη, θυµάρι, χαµοµήλι...
     Εκείνη την ώρα του «εσπερινού» είδα ένα µεσόκοπο «βασιλιά», το συγχωριανό µας µπάρµπα-Βασίλη, να ξεκόβει ολότελα ξένοιαστος από τα ζωντανά του, πού έτσι κι αλλιώς έβοσκαν ανέµελα, χωρίς να έχουν ανάγκη την παρουσία του και την επίβλεψή του. Ακουµπώντας µε τη γκλίτσα του έφτασε µε αργά βήµατα στην πηγή, κατέβασε το ταγάρι του από τον ώµο και το απίθωσε λίγο πιο κει. Ύστερα έβγαλε και το καπέλο του και γονάτισε να πιεί, ακουµπώντας και τα χέρια του σε δυο µικρές πέτρες κι έσκυψε µέχρι που έφρασε το στόµα του στο νερό. Από τη θέση εκείνη έπινε αργά και απολαυστικά, µέχρι να ξεδιψάσει. Μετά σηκώθηκε και, χορτασµένος κι ευχαριστηµένος μαζί, σκουπίστηκε µε το µέσα µέρος της δεξιάς του παλάµης, για να στρώσει και το µεγάλο γκρίζο µουστάκι, µια από δω και µια από κει. Ήταν µια εικόνα, που σαν την έβλεπες, σε µάγευε! Πόσες φορές δεν είχα σκύψει κι εγώ µε τον ίδιο τρόπο σε πηγές να ξεδιψάσω, ποτέ όµως δεν είχα νοιώσει την ικανοποίηση του µπάρµπα-Βασίλη, που τον είδα και χόρταινε νεράκι! Ένοιωσα τότε πως αυτή η γονυκλισία  ήταν στο ∆ηµιουργό, αλλά και στη χάρη και µεγαλείο της φύσης από το «βασιλιά» του «λαού», όπως αποκαλεί  ο Παύλος Νιρβάνας τον τσοπάνη και το κοπάδι, σε ένα από τα χρονογραφήµατά του.
     Εκείνο το βράδυ δεν είχε φεγγάρι κι έχανες από τα µάτια σου ακόµα και...τη µύτη σου, όταν σιγά - σιγά έπηζε το σκοτάδι! Τα πιο λαµπερά αστέρια δήλωναν εντονότερα την παρουσία τους, σαν να ήθελαν να το αναπληρώσουν. Κάνα οχτάρι τσοπάνηδες που ήταν απλωµένοι στην ίδια περιοχή, άλλος µε φακό, άλλος «ψάχνοντας», άλλος µε αναπτήρα, µαζεύτηκαν στον ίδιο χώρο που ήµαστε κι εµείς. Τι αστεία, τι πειράγµατα, τι γέλια φωναχτά! Άλλο να σου τα λένε κι άλλο να τα ακούς! Ύστερα από αρκετό κουβεντολόι, κάτσανε κυκλικά και βγάλανε ό,τι τους είχε κάνει κουµάντο η νοικοκυρά τους από το σπίτι. Στρώσανε κατάχαµα για µεσάλι την πετσέτα που είχαν διπλωµένο το «δείπνο» κι ύστερα κάνοντας έναν γρήγορο σταυρό, αρχίσανε να τρώνε! Ο πατέρας ετοίµασε και το δικό µας φαΐ, αφού στήριξε σε τρεις µικρές πέτρες µια πασχαλινή λαµπάδα που είχε πάρει µαζί του. Η απόλυτη άπνοια την άφηνε να απλώνει όλο της το φέγγος στο «τραπέζι» µας.
     «Μπα, Χρήστο, έχεις και φωτερό απόψε;», ρώτησε ο µπάρµπα-∆ήµος, χαριτολογώντας.
     «Την πήρα για το παιδί, που δεν είναι µαθηµένο...».
     «Πάρτε µεζέ, ρε! Έσφαξε κόκορα σήµερα η κυρά και µου έβαλε ένα µπούτι µαζί», είπε ο µπάρµπα-Πάνος, µε το που έστρωσε κι αυτός το «τραπέζι» του κι άρχισε να τρώει.
     «Τι να φάµε εµείς από το µπούτι του κόκορα, τι να µείνει και για σένα!», είπε σαν σχόλιο και απάντηση µαζί ο πατέρας.
     «∆ώσε λίγο στο παιδί, τουλάχιστον...», εννοώντας εµένα, συµπλήρωσε ο µπάρµπα-Πάνος.
     «Κι εγώ, έχω µισό ρέγκο... Όποιος θέλει ας πάρει», είπε ο µπάρµπα-Θανάσης.
     ∆αγκώθηκα στο άκουσµα του ρέγκου, που τον είχα µόνιµη λαχτάρα, αλλά ντροπαλός καθώς ήµουν πάντα, προσποιήθηκα ότι δε θέλω, κι έτσι, ούτε µεζέ, ούτε ρέγκο πήρα, κι ας µου τρέχανε τα σάλια! «Αρκέστηκα» στα συνηθισµένα: βρεγµένο ψωµί – για να «µαλακώσει» – τυρί, αυγό και ντοµάτα, που είχαµε πάρει από τον πλανόδιο µανάβη, γιατί οι δικές µας δεν είχαν ωριμάσει ακόµα. Τελειώνοντας το δείπνο, έστρωσε ο καθένας το... κρεβάτι του, γυρίσανε προς την ανατολή, κάνανε το σταυρό τους, και µετά την «καληνύχτα» πέσανε να κοιµηθούνε. Ο πατέρας έκανε και για µένα κουµάντο, να κοιµηθούµε µαζί. Συνεσταλµένος από την παρουσία τόσων γύρω µου, έκανα µια σύντοµη προσευχή κι έπεσα. Σκληρό ήτανε το «κρεβάτι», σκληρό και το «στρώµα», αλλά βολεύτηκα σχετικά εύκολα. Με τόσους παρέα, που ήξεραν κι από βουνό κι από αφέγγαρη νύχτα, ένοιωθα σιγουριά και κάθε φόβος µου είχε αποµακρυνθεί. Έµεινα ανάσκελα και µε τα µάτια ορθάνοιχτα, κοιτάζοντας τον ουρανό.
     Τι ήταν αυτή η αστροφεγγιά! ∆εν υπήρχε το παραµικρό σύννεφο, αλλά ούτε φως γύρω κι από την πεντακάθαρη ατµόσφαιρα µπορούσα να διακρίνω κάποια πολύ µικρά αστέρια που τρεµόσβηναν. Το µεγάλο «ποτάµι» (ο γαλαξίας) σε όλο του το µεγαλείο, χώριζε στη µέση τον ουρανό, µε µια φωτεινότητα ξεχωριστή, πολύ πιο ξεχωριστή απ’ ότι την έβλεπα από την αυλή του σπιτιού µας. Η γη αχνοφωτιζόταν και µε λίγη καλή προσπάθεια µπορούσες να περπατήσεις, ακόµα και στα µικρότερα µονοπάτια! Τρεµόσβηναν όµως και τα «επίγεια» φωτάκια, µακριά στα χωριά, που µόλις λίγο καιρό πριν το ηλεκτρικό τους είχε φέρει τον πολιτισµό. Παράλληλα µε τα µεγαλόπρεπα και µυστηριακά θεάµατα, έρχονταν να προστεθούν και τα διάφορα ακροάµατα, που καθένα µε τη δική του µουσική και το δικό του µυστήριο µου άγγιζε το νου και την καρδιά. Χαιρόµουν ολόψυχα, σαν ένοιωθα να απλώνεται γύρω µια µακρόσυρτη και κατανυκτική «συµφωνία» µε αµέτρητες µελωδίες. Καθεµιά είχε µε το δικό της ήχο και τον ξεχωριστό της ρυθµό, που οφειλόταν στα διαφορετικά κουδούνια, καθώς τα ζωντανά νυχτοβοσκούσαν. Μαζί τους ανακατεύονταν και οι κραξιές από νυχτοπούλια και αγριοζούλαπα, οι ρυθµικές τρίλιες των τριζονιών, τα κελαηδήµατα των αηδονιών. Τα γουργουρίσµατα και τα σιγανά αλυχτίσµατα των τσοπανόσκυλων, βεβαίωναν πως οι φρουροί είναι ακοίµητοι στη σκοπιά τους!
     Ένοιωθα να βρίσκοµαι σε µια «κατανυκτική αγρυπνία», την πρώτη της ζωής µου, µετέωρος µεταξύ ουρανού και γης. Μόνο κάποιο αεροπλάνο περνούσε που και που να µου διακόψει την ονειροπόληση, «χαιρετώντας» µε τα κόκκινα φωτάκια του που αναβόσβηναν. Κι αφού κόντευε να χαθεί στον ορίζοντα, µόλις που ακουγόταν και η βουή του!
     Όσο και να ήθελα και να προσπαθούσα να µη χάσω την έκσταση και να κρατάω τα µάτια µου ανοιχτά εκείνη την αλλιώτικη νύχτα, ο Μορφέας είχε ήδη έλθει και είχε αρχίσει µε κερδίσει. Όµως, εκείνη τη στιγµή έγινε κάτι που συµπλήρωσε τη µαγική βραδιά: Μια πολύ έντονη και ξαφνική λάµψη χύθηκε από ένα αστέρι που «έπεφτε» και φώτισε γύρο τα βουνά, σαν µια δυνατή και παρατεινόµενη αστραπή που σπάθισε τον ουρανό! Που να ήξερα τότε, ότι αν έκανα µια ευχή, θα «έπιανε»! Έτσι κι αλλιώς όµως, όλα έγιναν τόσο γρήγορα, που δεν είχα καν χρόνο να σκεφτώ τι να ευχηθώ! Οι περισσότεροι γύρω ροχάλιζαν ήδη και κανένας δεν πήρε χαµπάρι. Όχι µόνο µε ξαγρύπνησε το φαντασµαγορικό αυτό φαινόµενο, αλλά και οι απορίες άρχισαν να µου έρχονται η µία µετά την άλλη: Πώς ετούτο, πώς εκείνο, πώς το άλλο; Τα όσα είχα µάθει µέχρι τότε στο σχολείο για τα ουράνια σώµατα και το σύµπαν, δεν ήσαν αρκετά να τις λύσουν. Είδε κι ο πατέρας το αστέρι που έπεφτε, που ούτε αυτός είχε κοιµηθεί ακόµα.
     «Κοιµάσαι;», µε ρώτησε ψιθυριστά και µε επιφύλαξη, να µην ξυπνήσει τους άλλους, πιθανολογώντας ότι κι εµένα µε είχε πάρει ο ύπνος.
     «Όχι!», απάντησα.
     «Το είδες αυτό;».
     «Ναι! Τι ήτανε;».
     Τότε άρχισε να µου λέει τα όσα έµαθε κάποτε από ένα βιβλίο για το σύµπαν, την παγκόσµια έλξη, την ταχύτητα που έχει το φως και πολλά άλλα. Είχανε περάσει χρόνια από τότε που τα διάβασε, αλλά του φανήκανε τόσο σπουδαία και τόσο παράξενα, που τα θυµότανε σαν να τα είχε διαβάσει λίγη ώρα πριν! ...Και είχε πάει µόνο «µιάµιση» τάξη στο δηµοτικό!
     Κάποια από αυτά τα ήξερα κι εγώ από το σχολείο, αλλά τα έλεγε τόσο όµορφα και τόσο γλαφυρά, που µε τίποτα δεν ήθελα να τον διακόψω.
     «...∆εν τα µάθατε αυτά στο σχολείο;», µε ρώτησε, αφού µου είχε πει πάρα πολλά.
     «...Μερικά τα µάθαµε...», του απάντησα...
     «Όσο µαθαίνεις γράµµατα, θα µάθεις πολλά περισσότερα από µένα», µου συµπλήρωσε και συνέχισε: «Έτσι τα έχει φτιάξει ο Θεός, όταν δηµιούργησε τον κόσµο. Οι πλανήτες δε χτυπάνε ο ένας τον άλλον και το κάθε τι είναι φτιαγµένο να δουλεύει τέλεια. Κι αν έχεις ακούσει στην εκκλησία που λέει ο παπάς: "Ως εµεγαλύνθη τα έργα Σου, Κύριε, πάντα εν σοφία εποίησας", αυτό θέλει να πει».
     «Το έχω ακούσει», απάντησα και µου ήλθαν στο µυαλό τα «γράµµατα» στον Αγιασµό των Θεοφανείων: «Μέγας εί, Κύριε, και θαυµαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύµνον των θαυµασίων Σου».   Θυµήθηκα µαζί και το θεολόγο µας στο γυµνάσιο, που πολλές φορές επανέλαβε τον ψαλµό «και γαρ εστερέωσε την οικουµένην, ήτις ου σαλευθήσεται», όταν µας µίλαγε για την τελειότητα της ∆ηµιουργίας, στο µάθηµα των θρησκευτικών.
     Πρέπει να κόντευε να ξηµερώσει που µε πήρε ο ύπνος. Κάποια στιγµή, όταν έφτασαν στο πρόσωπό µου οι πρώτες ακτίνες του ήλιου, ξύπνησα. Πολλά έντοµα πέταγαν τότε ενοχλητικά από δω κι από κει, περνώντας και χτυπώντας µε τα φτερά τους τον αέρα γύρο από τα αυτιά µου και πολλά ζουζούνια περπατούσαν γύρω µας. Το µεροκάµατο είχε αρχίσει για όλα!
     Ο πατέρας είχε σηκωθεί νωρίτερα και είχε πάει να µαζέψει τα πρόβατα και τις γίδες, που ήταν όλα ένα κοπάδι, να φύγουµε πριν αρχίσει ο ήλιος να καίει. ∆εν ήταν τόσο αυτό η αιτία της βιαστικής αναχώρησής µας, αλλά το ότι αν δεν γύριζαν τα ζωντανά σπίτι και να γίνει στην ώρα του το άρµεγµα, θα τα «ζεµάτιζε» το γάλα.
     Σιγά-σιγά λοιπόν «συµµαζευτήκαµε», όπως κι οι άλλοι τσοπάνηδες γύρω, και ξεκινήσαµε, άλλος για τα «γρέκι» κι άλλος για το σπίτι του.
     Πολύ πριν το µεσηµέρι είχαµε γυρίσει στο χωριό. Ούτε ξεκούραστος ήµουν, ούτε αναπαυτικά είχα κοιµηθεί το βράδυ και µετά το µεσηµεριανό φαγητό έπιασα αµέσως το κρεβάτι. Την αξία αυτής της πρωτόγνωρης τότε εµπειρίας, άρχισα να την καταλαβαίνω χρόνια αργότερα, όταν είχα φύγει πλέον από το χωριό και µου έλειπε η φύση. Κι από τότε, ανεξίτηλα συναισθήµατα, ολοζώντανες εικόνες και µεγάλη νοσταλγία µε ακολουθούσαν και θα µε ακολουθούν για πάντα. Είναι σίγουρα ότι έχουν παίξει σηµαντικό ρόλο και στην αγάπη µου για τη βουνίσια ζωή.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος,29.3.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου