Τετάρτη 18 Μαρτίου 2020

Η τελευταία μέρα στο "Γυμνάσιον Α' Κύκλου Αροανίας"


Η τελευταία μέρα στο «Γυμνάσιον Α΄ Κύκλου Αροανίας»
(Το 17ο αφήγημα από τη συλλογή «Η Φωτογραφία»,
εκδόσεις ΑΠEΙΡΟΣ ΧΩΡΑ, πρώτη έκδοση 2012, δεύτερη 2019)


Το οπισθόφυλλο του βιβλίου μου «Η Φωτογραφία» - συλλογή αφηγημάτων

     Είχανε περάσει τρία χρόνια στο γυμνάσιο του Σοποτού, από την ημέρα που πρωτοπατήσαμε εκεί. Τρία χρόνια με τις ανεμελιές, αλλά και το άγχος και τα καρδιοχτύπια των θρανίων (όχι τα ερωτικά, βέβαια), τις ταλαιπωρίες του πήγαιν’ – έλα, τις συγκινήσεις, τις αισιοδοξίες και τις απογοητεύσεις, αλλά και κάποιες μοναδικές ευχάριστες ή δυσάρεστες σχολικές εμπειρίες.
     Κάθε χρόνο ένοιωθα και πιο ολοκληρωμένος, όπως όλοι, άλλωστε, που περνάμε αυτό το στάδιο, είτε τότε, είτε σήμερα. Ένοιωθα να έχω και περισσότερο «αέρα», κάτι σαν τη λέξη που πρώτη φορά άκουσα στο στρατό: ότι είχα «ξεψαρώσει»!
     Έβλεπα, και βλέπαμε όλοι, του μαθητές της πρώτης τάξης «αφ’ υψηλού» και, φυσικά, ένοιωθα και από τη δευτέρα κατά πολλά σκαλοπάτια ψηλότερα. Μπροστά στους καθηγητές όχι τόσο «ψαρωμένος», αλλά ο σεβασμός και  πολλές φορές ο φόβος, ήταν όπως και την πρώτη μέρα.       
     Προσπαθούσα να δω, να φανταστώ μάλλον, όσα θα εύρισκα μπροστά μου. Περισσότερη βαρύτητα, όμως, έδινα σε όσα άφηνα πίσω μου, γιατί δεν ήθελα να βγει από μέσα μου η καταξίωση που ένοιωθα παίρνοντας στα χέρια μου το απολυτήριο του γυμνασίου «Α΄ Κύκλου». 
     Θυμάμαι ήταν Σάββατο προς το τέλος του Ιούνη του 1973, όταν γράφαμε εξετάσεις στο τελευταίο μάθημα, στα θρησκευτικά. Επιτηρητής μας ο ίδιος ο καθηγητής του μαθήματος – και διευθυντής του γυμνασίου –, ο θεολόγος Γεώργιος Πανουτσόπουλος, από το γειτονικό Πεύκο (Τσαρούχλι). Νοιώθαμε πολύ χαλαροί, γιατί και το μάθημα ήταν πανεύκολο και ο καθηγητής μας «πολύ καλός», όπως το ίδιο καλός ήταν στα θέματα που έβαζε στις εξετάσεις. Φυσικά, ούτε και το άγχος μην «κοπούμε» στο μάθημα αυτό υπήρχε, αφού όλων μας η βαθμολογία ήταν πολύ καλή από το πρώτο κιόλας εξάμηνο.
     Τελειώνοντας ένας – ένας, περιμέναμε απελευθερωμένοι και ξένοιαστοι στο προαύλιο και τους υπόλοιπους φίλους και συμμαθητές, να αποχαιρετιστούμε. Ήταν ακόμα νωρίς και το λεωφορείο ήθελε περισσότερο από δυο ώρες να περάσει. Περιμένοντας, λοιπόν, βγήκε από το γραφείο ο Πανουτσόπουλος και φώναξε δυνατά ν’ ακούσουν και όσοι ήσαν μακριά:
     «Από τους μαθητάς της τρίτης να μη φύγει κανείς! Όταν τελειώσουν όλοι, σας θέλω… Οι μαθήτριες μπορούν να φύγουν…».
     «Θα χάσουμε το «λεφορείο», κύριε καθηγητά!», φώναξε κάποιος.
     «Μην ανησυχείτε… Θα το προλάβετε! Μόνο για λίγο σας θέλω… Θα είστε ελεύθεροι πολύ πριν έλθει το λεωφορείο», απάντησε ν’ ακούσουν και όσοι άλλοι είχαν κάποια αντίρρηση.  
     Άρχισαν τα «τι θέλει πάλι αυτός», αφού μας είχε συνηθίσει σε αγγαρείες! Πιθανολογούσαμε ότι θέλει να μεταφέρουμε θρανία, να είναι έτοιμα για τις εισαγωγικές των μαθητών του δημοτικού, που θα γίνονταν σε λίγες μέρες. Η μεταφορά θρανίων, άλλως τε, ήταν η πιο συχνή και συνηθισμένη δουλειά που μας έβαζε να κάνουμε.
     Σε λίγη ώρα βγήκε και πάλι ο Πανουτσόπουλος από το γραφείο και μας κάλεσε να μαζευτούμε κοντά του. Στην προσπάθειά μας να κάνουμε «γραμμές», μας είπε:
     «Όχι, παιδιά μου! Δεν χρειάζεται να κάνετε γραμμές! Δυο λόγια θέλω να σας πω μόνο».  Πολυσυνηθισμένη, ζεστή και πολυεπαναλαμβανόμενη η προσφώνηση «παιδιά μου!»,  που πάντα τον κοροϊδεύαμε για αυτό, χωρίς, φυσικά, να το ξέρει… Κάτι σαν το «σήμα κατατεθέν» του!
     Αμέσως μετά την πρώτη του κουβέντα, να μην κάνουμε «γραμμές», συνέχισε:
     «Παιδιά μου, σήμερα είναι η τελευταία μέρα στο σχολειό σας αυτό, που για τρία χρόνια σας φιλοξένησε και σας έδωσε φτερά και εφόδια για τη ζωή. Αν και παύετε από αυτή τη στιγμή να είστε στη δική μας δικαιοδοσία, θέλω, παιδιά μου να σας παρακαλέσω να κάνετε μια καλή πράξη σήμερα! Θεωρείστε το ότι είναι μια αποχαιρετιστήρια πράξη, μια πράξη σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης στο σχολείο σας και σε όσα σας έμαθαν εδώ οι καθηγηταί σας. Αυτό που θα κάνετε σήμερα, θα φέρνει νοσταλγίες και μνήμες, πρώτα απ’ όλα και σε σας του ίδιους, αύριο μεγαλώσετε. Θα σας θυμίζει περισσότερο έντονα τα γυμνασιακά σας χρόνια, τις εμπειρίες σας και κάποιες περισσότερο ή λιγότερο ευχάριστες στιγμές σας εδώ. Μα θα είναι όμως και μια πράξη για το περιβάλλον, που τόσο πολύ ο άνθρωπος το μαστιγώνει.
     »Από τη δεντροφύτευση που κάναμε στις αρχές της άνοιξης, παιδιά μου, μας έμειναν ορισμένες ακακίες, που τις διατηρήσαμε στο νερό να μην ξεραθούν. Σκέφτηκα, λοιπόν, αυτές τις λίγες ακακίες – δεν πρέπει να είναι παραπάνω από πενήντα –, να τις φυτέψετε σήμερα στο πίσω μέρος του σχολείου μας. Μας δάνεισε η Κοινότητα πέντε τσάπες γι’ αυτή τη δουλειά. Δεν είναι, βέβαια, εποχή δεντροφύτευσης, αλλά μας υποσχέθηκε ο κύριος πρόεδρος της Κοινότητος ότι θα φροντίσει ο ίδιος να ποτίζονται τακτικά το καλοκαίρι για να μην ξεραθούν. Σε μισή ώρα, τρία τέταρτα το πολύ, πιστεύω να τελειώσετε και θα είσθε ελεύθεροι.
    »Καλό καλοκαίρι, παιδιά μου, και καλή πρόοδο, όσοι συνεχίσετε το σχολείο, και καλό είναι να το συνεχίσετε όλοι. Σε όλους σας, βεβαίως, εύχομαι κι εγώ και οι άλλοι δύο συνάδελφοι καλή πρόοδο και στη ζωή και να μην ξεχνάτε ποτέ ότι με έργα αρετής ανεβαίνει ψηλά ο άνθρωπος και ξεχωρίζει. Έργα που γίνονται για το θεαθήναι, ή με ιδιοτέλεια, είναι εφήμερα και γρήγορα ξεχνιούνται…».
     Τα λόγια του μας συγκίνησαν, αλλά μας «έριξε» και στο φιλότιμο. Δυο – τρεις είπαν αργότερα ότι αυτό επεδίωκε και μας καλόπιανε. Όμως δεν ήταν έτσι. Συγκινημένος φαινόταν και ίδιος και αυτά που μας έλεγε έδειχνε να βγαίνουν από την ψυχή του. Σε δυο – τρία σημεία μάλιστα, νοιώσαμε τη φωνή του να «πάλλεται». Ήξερε κι αυτός ότι από την επόμενη σχολική χρονιά θα έπαιρνε μετάθεση για την Πάτρα κι αυτό τον φόρτιζε. Είχε υπηρετήσει κάπου μια δεκαετία στο Σοποτό, μπορεί και εκεί να πρωτοδιορίστηκε και, οπωσδήποτε, είχε δεθεί με τον κόσμο και τον τόπο.
     Κανένας μας δεν του έφερε αντίρρηση. Αλλά και τι αντίρρηση θα μπορούσαμε να φέρουμε, αφού τέτοια περιθώρια δεν μας έπαιρνε να έχουμε, είτε από σεβασμό, είτε και από φόβο. Το μόνο που επιδιώκαμε πάντα σε παρόμοιες περιπτώσεις, ήταν να βρούμε έναν τρόπο να τελειώνουμε γρήγορα τη δουλειά για να μας μείνει καιρός να «λουφάρουμε».  
     Σηκώσαμε το μεγάλο βαθύ καζάνι που είχε τις ακακίες σε νερό, πιάνοντάς το από χερούλια, και όχι με ιδιαίτερη διάθεση αρχίσαμε τη «δεντροφύτεση», πίσω από το γυμνάσιο και κάτω από τον καυτό ήλιο. Μία φυτεύαμε, τρεις πετάγαμε στο ρέμα, έξω από το συρματόπλεγμα! Επειδή η πρώτη από τις ακακίες που φύτεψα εγώ ήταν ακριβώς στη νοτιοανατολική γωνία, είχα στο μυαλό μου πάντα ποια είναι και ήξερα πως αν πήγαινα, θα τη «γνώριζα» αμέσως! Ποτέ όμως από την ημέρα που πήρα το απολυτήριο δεν ξαναπέρασα την αυλόπορτα του γυμνασίου.
     Αφού τέλειωσε η «δενδροφύτευση» και παραδώσαμε το καζάνι στο γυμνασιάρχη, με κάλεσε ιδιαιτέρως στο γραφείο, για να μου ανακοινώσει διακριτικά πως μόλις τον ενημέρωσε ο πατέρας με το τηλέφωνο ότι πέθανε ο παππούς μου. Μου κόπηκαν τα πόδια. Όλη η διάθεση που είχα για τις διακοπές και το καλοκαίρι που ανοιγόταν μπροστά μου, χάθηκε μονομιάς και τη θέση της πήραν τα κλάματα και ο πόνος, αν και λίγο – πολύ είχα αρχίσει να προετοιμάζομαι από το προηγούμενο βράδυ για κάτι τέτοιο.  
      Τα χρόνια περνούσαν. Κάποιες φορές κατεβαίνοντας με το λεωφορείο από την Αθήνα για το χωριό μου, έβλεπα τις ακακίες να έχουν πιάσει, να μεγαλώνουν και να θεριεύουν και το μυαλό μου γύρναγε στα θρανία και στην εποχή που τις φυτέψαμε. Την άνοιξη και το καλοκαίρι που η φυλλωσιά τους έδινε περισσότερο όγκο και χάρη, μου θύμιζαν πιο έντονα την τελευταία μέρα στο γυμνάσιο του Σοποτού, που ήταν και η μέρα που πέθανε ο παππούς μου.
     Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα από τότε, που η μεγάλη μου κόρη είχε τε-λειώσει το δημοτικό, την πήρα και πήγαμε στο Σοποτό να της δείξω το σχολείο μου. Κατηφορίσαμε την οδό «Γυμνασίου» και μια βουβαμάρα κυριαρχούσε παντού. Κλειστά τα περισσότερα σπίτια, χωρίς να βλέπεις ρούχα απλωμένα στα σύρματα, ούτε και τις αυλές φροντισμένες, ούτε κάτι άλλο που να δείχνει ότι οι καιροί δεν έχουν αλλάξει. Οι πινακίδες με την ονομασία του δρόμου είχαν σκουριάσει από τα χρόνια και τα γράμματα είχαν μισοσβηστεί. Κρατώντας το παιδί από το χέρι, συντροφιά μας έκαναν τα πουλιά με τα τζιτζίκια και καμιά σαύρα που έτρεχε να κρυφτεί, ενοχλημένη από το πέρασμά μας. Το δρομάκι μέχρι το γυμνάσιο, αν και κάπως συντηρημένο, είχε πνιγεί από τα ξεροχόρταρα και τους θάμνους που ήθελαν με κάθε τρόπο να το καταργήσουν. Κι όλα αυτά, μόνο μέσα σε λίγα χρόνια!
     Μπαίνοντας στη μεγάλη σιδερένια μισογκρεμισμένη αυλόπορτα, βλέπαμε ότι ήμαστε πιο κοντοί από τα χορτάρια, αν και λίγο καιρό πριν το τεράστιο προαύλιο του γυμνασίου και το γήπεδο κολλητά σ’ αυτό, χρησιμοποιούνταν για βοσκότοπος!
     «Γνώρισα» αμέσως την πρώτη ακακία που φύτεψα, μόλις φτάσαμε εκεί και την έδειξα στην κόρη μου! Την κοίταζε από πάνω μέχρι κάτω, ψιθυρίζοντας: «Πολύ συγκινητικό!». Την καμάρωνα κι εγώ, βλέποντας ότι έχει θεριέψει, όπως και όλες οι άλλες, και έχουν γίνει δύο και τρεις φορές ψηλότερες από το κτίριο του γυμνασίου! Μια βεργούλα ήταν τότε η καθεμιά τους και όλες μαζί έκαναν – δεν έκαναν ένα δεμάτι πού χώραγε στη μια μασχάλη!
     Περπατήσαμε γύρω – γύρω στο γυμνάσιο και τα περισσότερα τζάμια του ήταν σπασμένα, είτε από όπλα κυνηγών, είτε από των παιδιών τον πετροπόλεμο, είτε από τον αέρα, που τα ανοιγόκλεινε κάθε φορά που φύσαγε. Πολλά από τα θρανία του έλλειπαν από τη θέση τους, ενώ κάποια άλλα ήταν σπασμένα ή αναποδογυρισμένα. Κάποια γράμματα, κάποιες λέξεις – μερικές ανορθόγραφες – και κάποιες ζωγραφιές υπήρχαν ακόμα στους πίνακες και των τριών τάξεων, ποιος ξέρει από πότε και από ποιους επίδοξους «μαθητές» ή «καλλιτέχνες». Πολλή μούχλα απλωμένη από την υγρασία στους τοίχους και τα ταβάνια, ενώ τα σπασμένα κεραμίδια φαίνονταν από πολύ μακριά, από το δρόμο!
    Λίγες μέρες πριν να είναι έτοιμο αυτό το βιβλίο για το τυπογραφείο, κατέβηκα στο γυμνάσιο να το φωτογραφίσω, για το πίσω εξώφυλλο. Μια ιδιαίτερα ευχάριστη έκπληξη με περίμενε, όταν είδα να έχουν αλλαχθεί όλες οι πόρτες και τα παράθυρα, με καινούργια αλουμινένια και να έχουν τοποθετηθεί σώματα καλοριφέρ. Οι τοίχοι και τα ταβάνια δεν είχαν μούχλα, αλλά και οι πίνακες ήσαν καθαροί στη θέση τους!  Ο δρόμος από τον Άγιο Γεώργιο μέχρι τη σιδερένια αυλόπορτα έχει στρωθεί με τσιμέντο και η εύκολη πρόσβαση με αυτοκίνητο είναι πλέον γεγονός!
     Κατάλαβα ότι για «κάτι καλό» ετοιμάζεται! 

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.3.2020
(Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ)

2 σχόλια:

  1. ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΟ ΝΙΚΟ ΜΠΡΑΒΟ ΣΟΥ !!! ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΠΕΚΙΟΣ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα, Θανάση μου! Το ευχαριστώ της καρδιάς μου!!! Εύχομαι υγεία και δύναμη σε όλους σας-σε όλους μας να βγάλουμε την ανηφόρα!

      Διαγραφή