«Όνομα και πράμα», όπως λέει η παροιμία ήταν
η Βασίλω. Δεν άφηνε γιορτή, δεν άφηνε βάφτιση, δεν άφηνε γάμο… «Όταν τη
χάσουμε, ξέρουμε που θα τη βρούμε: όπου έχει γάμους και χαρές», έλεγαν
χαριτολογώντας, αλλά και με κάποια συναισθήματα εμπαιγμού οι δικοί της, όταν
δεν μπορούσανε να τη «μαζέψουνε» από το αγαπημένο της «πάθος». Πρώτη πήγαινε,
τελευταία έφευγε και πάντα είχε μαζέψει αρκετό «υλικό» για τις καλοπροαίρετες
αφηγήσεις της των επόμενων ημερών.
Αυτή η τακτική της ξεπέρναγε κατά πολύ τα
όρια του χωριού της. Σε χαρές σε γύρω χωριά, οι δύο και τρεις ώρες ποδαρόδρομος
δεν την πτοούσαν. Κι εκεί πάντα φρόντιζε έγκαιρα και για κατάλυμα, αφού τη
νύχτα φοβόταν να βγει και από την πόρτα του σπιτιού της. Μα ούτε και σε
δυσάρεστα γεγονότα δήλωνε ποτέ απούσα και πάντα συμπαραστεκόταν σε όσους
έχαναν δικό τους άνθρωπο. Άλλοι την έβλεπαν με συμπάθεια, άλλοι με οίκτο κι άλλοι δεν έχαναν την ευκαιρία
να την ειρωνευτούν για «αλαφρόμυαλη», θέλοντας να δείξουν ότι «να, εμείς δεν είμαστε σαν κι εσένα»!
Μα δεν ήταν μόνο αυτή η Βασίλω. Πάντα
έτρεχε πρώτη, πρόθυμα και ανυστερόβουλα στις ανάγκες των συγχωριανών της. Να
βοηθήσει τους κάπως ανήμπορους στις διάφορες μικροδουλειές, να τους κρατήσει λίγο
συντροφιά, να του πει δυο λόγια παρηγοριάς. Να πάρει τα παιδιά των γειτόνων της από το σχολείο, όταν εκείνοι ήταν στις δουλειές τους κι ας μην είχε εκείνη δικά της. Κι αυτό γινόταν όχι μόνο στη γειτονιά της και στο μαχαλά της, αλλά
και στους άλλους δύο μαχαλάδες, που δεν ήταν και κοντά. Γι’ αυτό και τα
περισσότερα σπίτια του χωριού ήταν «δικά» της. Έμπαινε κι έβγαινε χωρίς
δισταγμούς, μα και οι νοικοκυραίοι πάντα φιλικοί μαζί της, μοιραζόντουσαν πρόθυμα μαζί της κι αυτοί ό,τι είχαν στη φτώχεια τους.
Της άρεσαν και δεχόταν τα καλοπροαίρετα
πειράγματα, ήταν όμως λίγο απρόβλεπτη: ένα αστείο που σήμερα μπορεί να την
έκανε να το αποδεχτεί και να γελάσει, αύριο με το ίδιο αστείο μπορούσε να
αντιδράσει τελείως διαφορετικά.
Όσο κι αν είχε την ικανότητα της
αφήγησης στα όσα έβλεπε, στα όσα άκουσε και στα όσα την ενθουσίασαν σε κάθε «εορταστική» έξοδό της, μια φορά πραγματικά είχε καταπιεί τη γλώσσα της. Κοιτάχτηκαν όλες οι άλλες με απορία, την οποία τους
έλυσε σχεδόν αμέσως η ίδια: Ήταν κάπως ενοχλημένη, γιατί ως απρόσκλητη στο γάμο που
είχε πάει, είχε νοιώσει άβολα!
Δεν έχασαν καιρό και «πήρανε στο ψιλό» οι
συγχωριανές της κι άρχισαν το τραγούδι, άλλη πλέκοντας κι άλλη γνέθοντας στην αυλή που είχαν μαζευτεί:
Όπου γάμος
και χαρά
η Βασίλω
πρώτη,
περιδρόμιαζε
γερά
κι έφτιαχνε
συκώτι.
Μα τους έδινε
κι ευχές
συμπεθέροι,
γεια σας,
κι όσες
λεύτερες μαθές,
άει και στα
δικά σας.
Όπου γάμος
και χαρά
πρώτη η
Βασίλω,
έφαγ’ όμως
μια φορά
η ρημάδα ξύλο.
Στην κηδεία
μια φορά
της
κυρα-Θανάσας
η Βασίλω είχε
πει
άει και στα
δικά σας.
Το περισσότερο αστείο εδώ ήταν που και και η ίδια η Βασίλω
τραγουδούσε και γελούσε μαζί τους και χτύπαγε παλαμάκια!
«Γι’ αυτό σε χαιρόμαστε, μωρ’ Βασίλω,
γιατί είσαι πάντα όξω καρδιά» της είπε η Γιωργίτσα, η κοντινότερη γειτόνισσά
της και συγγενής, που πραγματικά έτσι το ένοιωθε.
«...Και
σε κάθε σπίτι που έχει ανάγκη, πρώτη τρέχει η Βασίλω κι ας την κοροϊδεύουμε
καμπόσοι… Και σ’ εκείνους που την κοροϊδεύουνε, πρώτη τρέχει»,
συμπλήρωσε με έμφαση η πρωτοξαδέρφη της η Καλλιόπη.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 16.3.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου