Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2019

Για μια σοκολάτα! (Διήγημα)



     Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ξημέρωσε Σάββατο και χαράς ευαγγέλια για τα παιδιά του γυμνασίου του Σοποτού: Θα πήγαιναν στα χωριά τους, στους δικούς τους, όπως κάθε Σάββατο, αφού όλη τη βδομάδα έμεναν εκεί για το σχολείο τους!  
     Με άλλη, πολύ διαφορετική και χαρούμενη διάθεση σηκώθηκε πρωί-πρωί και ο Θοδωρής και ετοίμασε βιαστικά τα βιβλία στην τσάντα του. Έφαγε δυο μπουκιές ψωμί για «πρωινό», που κι αυτό είχε ξεραθεί έξι μέρες τώρα κι έφυγε για το σχολείο. Μαζί του πήρε και μια άλλη, φθαρμένη νάιλον τσάντα, με τα λίγα άπλυτα ρούχα του μέσα, για να μην είναι αναγκασμένος να γυρίσει σπίτι μετά το μάθημα, με κίνδυνο να χάσει το λεωφορείο. Αυτή την τσάντα την είχε ετοιμάσει από το βράδυ, την είχε δέσει καλά, έτσι που να μην φαίνεται το περιεχόμενό της και τον κορόιδευαν τ' άλλα παιδιά! Τελευταία κίνηση πριν κλείσει την πόρτα πίσω του, ήταν να βεβαιωθεί ότι είχε στην τσέπη του τις τελευταίες του δραχμές, ίσα-ίσα που έφταναν για το μαθητικό εισιτήριο.
     Στους συμμαθητές του που συνάντησε στο δρόμο, απάντησε ότι μέσα στη δεμένη τσάντα είχε μια παραγγελία του πατέρα από την αγορά, όταν η περιέργειά τους και η «ετοιμότητα» για πειράγματα τα έκαναν να τον ρωτήσουν τί περιείχε. Πείστηκαν εκείνα κι άρχισαν άλλες κουβέντες, που περιστρέφονταν, πού αλλού, στα χωριά τους που θα πήγαιναν το μεσημέρι και μια βδομάδα τώρα είχαν νοσταλγήσει τους δικούς τους και τα σπίτια τους.
     Κάθε μάθημα που τελείωνε, κάθε διάλειμμα που ερχόταν, κάθε λεπτό  που πέρναγε, έφερνε πιο κοντά το πάντα πολυπόθητο ταξίδι της επιστροφής! Στο τρίτο διάλειμμα ο Θοδωρής είδε μια συμμαθήτριά του να τρώει σοκολάτα. Τί ήταν να τη δει! Του τρέξανε τα σάλια και του φάνηκε ότι θα λιποθυμήσει από τη λιγούρα, μα προσπάθησε να το ξεπεράσει. Αδύνατο όμως, αφού δεν έφευγε με τίποτα από το μυαλό του η εικόνα και προπάντων η λαχτάρα. Όσο κι αν μέτραγε και ξαναμέτραγε τις λίγες δραχμούλες που είχε στην τσέπη, αυτές έφταναν μόνο για το εισιτήριο. Τότε άρχισαν οι σκέψεις και τα ερωτηματικά να έρχονται βασανιστικά το ένα μετά το άλλο:
     «Θα πάρω μια σοκολάτα και θα πάω με τα πόδια στο χωριό!...». «Μα είναι είκοσι έξι χιλιόμετρα δρόμος!... Θα φτάσω αργά…». «Ε, και; Τί έγινε! Σάμπως θα είναι η πρώτη φορά ή η τελευταία;». Αυτά στριφογύρισαν ελάχιστα λεπτά στο μυαλό του και χωρίς άλλη αναβολή κατευθύνθηκε με γρήγορα βήματα στο μικρό κυλικείο της κυρά-Χαρίκλειας, που ήταν και επιστάτρια και καθαρίστρια και πάντα έδειχνε την αγάπη της στα παιδιά.
     Τί το ήθελε κι αυτή η χριστιανή, να του δώσει από τη συσκευασία που εκείνη τη στιγμή άνοιξε και περιείχε είκοσι ολάκερες σοκολάτες μέσα! «Να τις είχα όλες αυτές!», σκέφθηκε ο Θοδωρής, μα αρκέστηκε στη μία, που την απόλαυσε με όλες του τις αισθήσεις! Η λιχουδιά έλιωνε στο στόμα του κι αν μπορούσε θα έκλεινε τα μάτια του για μεγαλύτερη απόλαυση!    
     Με την τελευταία μπουκιά χτύπησε και το κουδούνι, εκείνος όμως ένοιωθε ότι είχε στυλωθεί στα πόδια του!
     Τη Δευτέρα το πρωί, που συνάντησε τους συμμαθητές του στο λεωφορείο για το σχολείο, εφοδιασμένοι οι περισσότεροι με το ψωμί, το τυρί και στην καλύτερη περίπτωση κάνα δυο κομμάτια λαχανόπιτα, για να περάσουν τη βδομάδα, απάντησε στις ερωτήσεις τους, με τί πήγε στο χωριό το Σάββατο:
-  Με τα πόδια…
-  Γιατί;    
-  Για το χατίρι μιας σοκολάτας!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.9.2019
( Σύντομο βιογραφικό  εδώ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου