Συνηθισμένες φράσεις για το μποναμά (ή
μπουλαμά), που χρησιμοποιούμε σήμερα με σαρκαστική διάθεση κάποιες φορές, π.χ. «μου ήρθε
μποναμάς από την εφορία», «έχω έναν μποναμά από την τροχαία» κλπ, βρίσκονται
στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση από την πραγματική έννοια του πραγματικού όρου μποναμάς. Στην
πραγματικότητα, ο μποναμάς είναι μια πρωτοχρονιάτικη όμορφη συνήθεια, που
τηρείται από πολλούς και σήμερα, χωρίς όμως να δίνεται και ιδιαίτερη σημασία σ’
αυτό. Ίσως κάποιοι να την έχουν αντικαταστήσει με το σε είδος
πρωτοχρονιάτικο δώρο ή και το «δώρο του αϊ-Βασίλη».
Ανήμερα την πρωτοχρονιά και κατά προτίμηση
μετά την εκκλησία, οι παππούδες έκαναν δώρο στα παιδιά τους, τα εγγόνια τους
και τ’ ανίψια τους ένα μεταλλικό νόμισμα, που ίσως η αξία του ήταν ευτελής. Το
χαρτονόμισμα ήταν εξαιρετικά σπάνιο. Αξίζει, να υπογραμμιστεί πάντως, ότι ένα
δίδραχμο ήταν πολύ καλός μποναμάς κι ένα πεντάδραχμο (τάλιρο) μεγάλος και
«πλούσιος»! Το ίδιο έκαναν και γονείς στα παιδιά τους, τα ανίψια τους, αλλά και ο σύζυγος στη σύζυγο.
Ο συνηθέστερος τρόπος και η καταλληλότερη στιγμή
επίδοσης του καθιερωμένου αυτού πρωτοχρονιάτικου δώρου, ήταν τη στιγμή του
χαιρετισμού (χειραψίας) και της ανταλλαγής ευχών για τον καινούργιο χρόνο.
Τότε, π.χ. ο παππούς, έβαζε στο χέρι του παιδιού του ή του εγγονού του το
νόμισμα κι εκείνο τον ευχαριστούσε κι έσκυβε και του φιλούσε το χέρι. Να σημειωθεί ακόμα, ότι ο ασπασμός
της δεξιάς του μεγαλύτερου, ιδίως του παππού και της γιαγιάς, ήταν πάντα
άγραφος νόμος στη χειραψία των ευχών και της συνάντησης. Για τον ασπασμό της
δεξιάς διαβάστε περισσότερα εδώ: ΕΔΩ.
Η σε ορισμένες περιπτώσεις ευτελής αξία
του νομίσματος, μπορεί να έφτανε μόνο για την αγορά μια μικρής σοκολάτας,
για λίγες καραμέλες, ή και για ένα γλειφιτζούρι. Αρκετά ήταν τα παιδιά που
σκεπτόμενα έξυπνα, συγκέντρωναν τους μποναμάδες όλων των συγγενών τους κι
έπαιρναν κάτι πολύ πιο χρήσιμο από τις γνωστές λιχουδιές.
Εκτός από τα παιδιά και τα εγγόνια
οποιασδήποτε ηλικίας, ο μποναμάς δινόταν και σε ανίψια, νύφες, γαμπρούς, παιδιά
φιλικών οικογενειών, ακόμα και γειτονόπουλα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, τηρούνταν
απαρέγκλιτα ο ασπασμός του χεριού.
Ο μποναμάς μπορεί να «καθυστερούσε» λίγες
μέρες για συγγενείς, κυρίως παιδιά και εγγόνια, που δεν συγκατοικούσαν ή δεν
βρίσκονταν σε κάποια απόσταση από τους παππούδες. Όμως ήταν άγραφος
νόμος, που είχε την ισχύ γραπτού, ίσως και μεγαλύτερη.
Το έθιμο συνηθιζόταν, πιο χαλαρά και
την ημέρα των Θεοφανείων. Και σήμερα, όμως, αν και οι καιροί έχουν γίνει «αγνώριστοι» , κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το όμορφο αυτό έθιμο έχει εκλείψει, αλλά ούτε και μπορεί να ισχυριστεί ότι έχει τη μαγεία που είχε πριν λίγες δεκαετίες.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.1.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου