Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2019

Το τζάκι του χωριού: Εργαστήρι γνώσης και σοφίας, περιβόλι πνευματικής ευωδίας.


(Ομιλία μου στην παρουσίαση του βιβλίου:
«Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι», Δεκέμβ. 2016)

                                                                                              
     Τζάκι: Είναι πάντα συνυφασμένο με την αριστοκρατική καταγωγή και την αρχοντιά. Γνωστή η φράση: «κρατάει από τζάκι». Είναι όμως συνυφασμένο και με τη φτώχεια, γιατί όσοι δεν έχουμε το προνόμιο του πλούτου, ο νους μας πάει περισσότερο στη φωτιά που καίει και μας ζεσταίνει εκεί.
     Σίγουρα η πιο αγαπημένη και πολυσύχναστη γωνιά του σπιτιού το χειμώνα. Οπωσδήποτε αναπόσπαστα συνδεδεμένο και με το πατρικό μας σπίτι, ειδικά όσων προερχόμαστε από ορεινές και αγροτικές περιοχές. Συχνά και δωμάτιο ύπνου. Τόπος ανταλλαγής σκέψεων και λήψης οικογενειακών αποφάσεων. Εκεί μάθαινε και νέα της γειτονιάς και του χωριού η οικογένεια. Κι αν έπεφτε καμιά εφημερίδα στα χέρια κανενός, τότε είχαμε και νέα από τον έξω κόσμο. Ας ήταν και παλιά, ενός και δύο μηνών! Και σίγουρα χώρος εργασίας, επικοινωνίας, διδασκαλίας, μαγειρικής, ζαχαροπλαστικής, ψυχαγωγίας, θαλπωρής και χαλάρωσης. Η αφετηρία και ο τερματικός σταθμός των περισσοτέρων μας.  
     Σαν πέφτει το βράδυ και μαζεύονται οι δουλειές, μας καλεί κοντά του. Από εκεί και το πρωινό μας ξεκίνημα. Αδιαπραγμάτευτη η παρουσία όλων των μελών της διευρυμένης οικογένειας με τον παππού και τη γιαγιά. Σε πολλές περιπτώσεις, όχι μόνο μία, αλλά δύο ή και τρεις πολυμελείς οικογένειες στο ίδιο σπίτι των λίγων τετραγωνικών τα προηγούμενα χρόνια, που όμως ζούσαν αρμονικά. Μαζί με όλους αυτούς και κάποιοι επισκέπτες τα βράδια, γιατί «χίλιοι καλοί χωράνε»!
        Έχει πάντα την τιμητική του το χειμώνα και δίνει την απόλαυση των κόπων του καλοκαιριού. Η φωτιά είναι και συντροφιά. Η θέα της δεν ζεσταίνει μόνο, αλλά είναι και ποιητική! Το σκάσιμο των ξύλων που καίγονται, οι πύρινες γλώσσες με τον απαλό θόρυβο της φλόγας και η απολαυστική ζέστη, κάνουν το τζάκι να μιλάει, να απαγγέλλει και να τραγουδάει! Και μ’ ένα καρφί στο τοίχο το λυχνάρι, ή η λάμπα πετρελαίου, που σκορπούσαν περήφανα το φως τους. Μα όταν τα χωριά μας ηλεκτροδοτήθηκαν, αποχώρησαν ταπεινωμένα για το χρονοντούλαπο!
     Και σαν άνοιγε η μάνα ή η γιαγιά τη γάστρα, ένα σύννεφο ατμού ανείπωτης μοσχοβολιάς απλωνόταν από το ταψί, όχι μόνο σ’ όλο το σπίτι, μα κι έξω απ’ αυτό!
     Το σερβίρισμα του φαγητού γινόταν πάντα με αυστηρή τήρηση της ιεραρχίας. Το πρώτο πιάτο στον παππού, το δεύτερο στη γιαγιά, ο πατέρας, τα παιδιά κατά σειρά ηλικίας και τελευταία η νοικοκυρά μάνα! Ούτε μπορούσε να μιλάει ο καθένας όποτε ήθελε ή όλοι μαζί. Πρώτα οι μεγάλοι. Και οι πολύ σοβαρές και βαρύνουσας σημασίας κουβέντες γίνονταν αργά, όταν τα παιδιά πήγαιναν για ύπνο.
     Με πραγματική κατάνυξη η προσευχή πριν πιάσουμε το κουτάλι να φάμε. Αληθινή μυσταγωγία και το θυμίαμα με αυτοσχέδιες προσευχές τα Σαββατόβραδα! Σαν εσπερινός και προετοιμασία για τον εκκλησιασμό της Κυριακής!
     Και μετά το βραδινό φαγητό, η χαλάρωση και η θαλπωρή! Και μαζί μ’ αυτά η κουβέντα, η άμεση και δια ζώσης επικοινωνία της οικογένειας, χωρίς μηνύματα στα κινητά, χωρίς facebook και twitter, χωρίς ανταλλαγή e-mail με greeklish, μέχρι ο Μορφέας να βαρύνει τα βλέφαρα! Κι όταν ερχόταν γράμμα από τον ξενιτεμένο, μεγάλη στιγμή για την οικογένεια! Το διάβαζε δυνατά ο αρχηγός, για να το ακούσουν όλοι. Τα συναισθήματα αναπόφευκτα.
     Και τι ακόμα δεν μαθαίναμε από τους μεγαλύτερους μπροστά στο τζάκι! Ιστορία, λαογραφία, γεωγραφία, πατριδογνωσία, αριθμητική, φυσική, θρησκευτικά. Ακόμα και αστρονομία και ιατρική. Την ώρα τους είχαν και τα αστεία, τα πειράγματα, οι γρίφοι, τα ανέκδοτα και οι σπαζοκεφαλιές για το ακόνισμα του μυαλού.
     Ποτέ και η μάνα δεν έχανε την ευκαιρία να παραδίδει μαθήματα οικοκυρικής, μαγειρικής, γνεσίματος, πλεξίματος και κεντήματος στα κορίτσια. Ένα μεγάλο μέρος της προίκας τους μπροστά στο τζάκι ετοιμαζόταν! Εκεί έφτιαχναν και τα περισσότερα βότανα και τα διάφορα πρακτικά γιατρικά εκείνοι που ήξεραν, για να ανακουφιστεί ο άρρωστος.
     Στις ιστορίες με θρύλους, φαντάσματα, δράκους, ξωτικά και νεράιδες κυριαρχούσε το δέος! Και μετά που πηγαίναμε για ύπνο, δεν αφήναμε ούτε τρίχα από τα μαλλιά μας έξω από τα σκεπάσματα από το φόβο μας!
     Μήπως δεν ήταν διδασκαλία και τα παραμύθια της γιαγιάς, που είχαν μια αλλιώτικη χάρη στη θαλπωρή του τζακιού; Κάλπαζαν τη φαντασία μας και πάντα ταυτιζόμαστε με τον «καλό» και τον «δυνατό» του παραμυθιού! Πάντα θα θέλαμε να είμαστε στη θέση του! Κι όταν η γιαγιά έφτανε στο «κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα», το μυαλό μας συνέχιζε να μένει για ώρες και για ημέρες στο παραμύθι και τα μηνύματα πέρναγαν και τα διδάγματα έμεναν!
     Διδασκαλία ήταν και οι εμπειρίες ζωής, τα παθήματα, οι περιπετειώδεις αλλά και οι εύθυμες ιστορίες της καθημερινότητας από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές τους, όταν τις διηγούνταν ο ένας στον άλλον. «Άκουγε γέρου συμβουλή και παιδεμένου γνώμη», λέμε στον τόπο μου.
     Μήπως και το ίδιο το τζάκι δεν ήταν αντικείμενο διδασκαλίας στα σχολεία, τότε που τα βιβλία ήταν ανθρωποκεντρικά και Αξιοκεντρικά; Πώς μπορούν να ξεχαστούν και οι σοφές συμβουλές των μεγαλύτερων, που πολλές φορές  μάς έρχονται στο νου, ακριβώς τη στιγμή που τις έχουμε ανάγκη!
     Ήταν και τόπος μελέτης αυτή η αγαπημένη γωνιά του σπιτιού. Τα παιδιά εκεί διαβάζαμε κάθε απόγευμα κι εκεί ετοιμάζαμε τα μαθήματά μας για την επόμενη ημέρα στο σχολείο. Στη θαλπωρή του διάβαζαν και οι μεγάλοι κάποιο βιβλίο, αν για οποιοδήποτε λόγο έμεναν σπίτι.
     Είναι ακόμα το τζάκι και χώρος τήρησης πολλών εθίμων, όπως το γνωστό «πάντρεμα της φωτιάς» στην Ήπειρο και το Πελοποννησιακό έθιμο, με το ψήσιμο των αυγών στη χόβολη, το βράδυ της αποκριάς.
     Σαν και πόσους ανθρώπους του πνεύματος δεν ενέπνευσε το τζάκι! Και θα συνεχίσει να εμπνέει, κι ας μη βιώνουμε τόσο συχνά το ρομαντισμό του! Μήπως λίγες φορές έχει εκφραστεί και η λαϊκή σοφία γι’ αυτό;
     Κάποτε, όμως, στη ζωή μας κυριαρχούν τα οξύμωρα σχήματα. Έτσι κι εδώ. Τότε που τα χωριά μας είχαν κόσμο, τα σπίτια ήταν φτωχικά. Σήμερα βλέπεις τα σπίτια ανακαινισμένα και σύγχρονα, με αρχοντικά τζάκια, που όμως είναι κλειστά. Μας περιμένουν μόνο για λίγες μέρες το καλοκαίρι και για λιγότερες το χειμώνα. Κι αν τα τζάκια των πατρικών μας σπιτιών δεν μας ζεσταίνουν σωματικά, μας ζεσταίνουν συναισθηματικά, με τη νοσταλγία και τις πάντα ζωντανές αναμνήσεις που είμαστε φορτωμένοι. Εκεί είναι το καλύτερο από κάθε άλλο απάγκιο. Εκεί νοιώθουμε περισσότερο προστατευμένοι από το κρύο και τους ανέμους.
    Μ’ αυτή τη ζεστασιά, λοιπόν, που δίνει το τζάκι όχι μόνο στο σώμα μας, αλλά και στις καρδιές μας, κυρίως στις καρδιές μας,  μπορούμε να μεταλαμπαδεύουμε και στους επερχόμενους τις Αξίες που κράτησαν ψηλά οι πρόγονοί μας, σε ιδιαίτερα χαλεπούς καιρούς, και μας τις παρέδωσαν ακέραιες. Οι μπόρες, οι θύελλες και οι σεισμοί είναι στο διάβα της ζωής. Όταν όμως το οικοδόμημα έχει γερά θεμέλια, δεν κινδυνεύει. Ή, τουλάχιστον, κινδυνεύει λιγότερο.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.1.2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου