Το «νοστιμότερο» ψάρι
(Διήγημα)
Έμπαινε το καλοκαίρι του 1970. Ο Θανάσης
πήρε στα χέρια του το απολυτήριο του δημοτικού, έτοιμος να πετάξει στη ζωή.
Πολύ καλός ο βαθμός του, άριστα, μα οι φόβοι για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο
γυμνάσιο τον κράταγαν κάπως μουδιασμένο. Παρά τη βεβαιότητα του δασκάλου του, τα
καλά λόγια και τα θάρρος που έδινε ο ίδιος και σ’ αυτόν και στους γονείς του,
τού ήταν αδύνατο να χαλαρώσει.
Το χωριό του Θανάση ήταν ορεινό και σε
μεγάλο υψόμετρο, μακριά από τον πολιτισμό της μεγαλούπολης, ή έστω κάποιας
μικρής πόλης. Δεν είχε φύγει ποτέ από εκεί και το πρώτο του ταξίδι με το λεωφορείο θα ήταν για το γυμνάσιο, κάνα
δυο ώρες μακριά! Μα πέρα από το μούδιασμα των εξετάσεων στο γυμνάσιο που τον
κράταγε συνεσταλμένο, ονειρευόταν πολλά άλλα θετικά που θα πρωτοαντίκρυζαν για
πρώτη φορά τα μάτια του. Τα φανταζόταν στο μυαλό του, έτσι όπως του τα
περιέγραφαν οι γονείς του, ή όπως τα είχε διαβάσει σε βιβλία, ή όπως τα άκουγε
από άλλους. Κι ένα από εκείνα που στριφογύριζαν περισσότερο και ολοένα στο
μυαλό του, ήταν τα ψάρια που θα έβλεπε μέσα σε τελάρα στο ψαράδικο!
Τα ψάρια του άρεσαν πάρα πολύ του Θανάση,
αλλά μόνο λίγες φορές είχε φάει μέχρι την ηλικία αυτή! Δύσκολα ερχόταν ο ψαράς
με το μικρό μπλε φορτηγάκι από την πόλη και ακόμα πιο δύσκολα η οικονομική
κατάσταση της οικογένειάς του επέτρεπε να αγοράσουν, έστω και λίγα! Η γιαγιά
και η μητέρα του έκαναν καλό κουμάντο κάτι φορές και φύλαγαν τα αυγά από τις
κότες. Ξέροντας και οι δυο τη λαχτάρα του Θανάση, πήγαιναν στον ψαρά όταν
ερχόταν και τα λίγα αυγά τα αντάλλασσαν με ψάρια!
Η μέρα των εισαγωγικών εξετάσεων στο
γυμνάσιο ήρθε. Μαζί με τη μητέρα του και άλλους συμμαθητές και συμμαθήτριες του
χωριού του, που τους συνόδευαν κι αυτούς οι γονείς τους, κατηφόρισαν πολύ πριν
ξημερώσει στη δημοσιά, για να πάρουν το λεωφορείο που θα πέρναγε λίγο μετά την
ανατολή του ηλίου για το κεφαλοχώρι που ήταν το γυμνάσιο. Το καρδιοχτύπι του το
ίδιο με τα άλλα παιδιά, που όλα σχεδόν φουσκώνανε και ξεφουσκώνανε από την αγωνία
τους. Μπαίνοντας στο λεωφορείο σχεδόν ξεχάστηκαν και όλα κοίταζαν γύρω τους: τα
καθίσματα, τον κόσμο που ήταν γεμάτο, τον εισπράκτορα που με δυσκολία πέρναγε
από το διάδρομο ανάμεσα από τους στριμωγμένους όρθιους επιβάτες για να κόψει
εισιτήρια, τα διάφορα στολίδια στα μπροστινά τζάμια, το μικρό εικονοστάσι με το
φωτάκι-καντηλάκι που έκαιγε πάνω από το κεφάλι του οδηγού… Κοίταζαν ακόμα και
θαύμαζαν τον ίδιο τον οδηγό, τον «αφέντη» του αυτοκινήτου, πόσο αφοσιωμένος
ήταν στη δουλειά του και πώς τόσο εύκολα κουμαντάριζε ένα ολόκληρο «θηρίο». Το
ίδιο μαγεύτηκαν με τα σπίτια, τα δέντρα κι όλα τα άλλα αντικείμενα που
«έφευγαν» πίσω τους, καθώς το λεωφορείο έτρεχε!
Το κουδούνι χτύπησε στο γυμνάσιο και η
αγωνία του Θανάση και όλων των άλλων υποψηφίων μαθητών γυμνασίου, έφτασε στο
αποκορύφωμά της. Βλοσυρό το βλέμμα των καθηγητών, δεν άφηνε πολλά περιθώρια
επιείκειας για κάποιο μικρό ή μεγαλύτερο
λάθος στο γραπτό του.
Όταν τελείωσε και παρέδωσε την κόλα του,
ένοιωθε χαλαρωμένος, αφού πίστευε πως έγραψε αρκετά καλά στο πρώτο μάθημα κι
αυτό τον όπλιζε με θάρρος για τη συνέχεια. Μαζί με τη μητέρα του και άλλους δύο
ακόμα συμμαθητές και τους γονείς τους ανηφόρισαν για το κέντρο του μεγάλου
χωριού. Με τα πρώτα βήματά τους στην αγορά, κοίταζε γύρω του ο Θανάσης να μην
χάσει από το βλέμμα του το ψαράδικο!
Καθώς βάδιζαν, η μητέρα του χαιρέτισε με
μια εγκάρδια καλημέρα έναν κύριο, που ήταν ακουμπισμένος στο κάσωμα της
ανοιχτής πόρτας του εστιατορίου του. Με την ίδια εγκαρδιότητα ανταπέδωσε κι
εκείνος το χαιρετισμό και τους κάλεσε να περάσουν μέσα στο μαγαζί να τους
κεράσει. Ανταποκρίθηκε πρόθυμα η ίδια, πιάνοντας από το χέρι το γιο της και
μπήκαν μαζί στο εστιατόρια, αφήνοντας την υπόλοιπη παρέα να προχωρήσει και θα
συναντιόντουσαν αργότερα, αφού τους ζήτησαν συγνώμη. Τι πολλές και ανακατωμένες
μυρωδιές από φαγητά έφταναν στη μύτη του, μα απ’ όλες υπερίσχυε το τηγανητό
ψάρι!
Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι που του είπε ο
εστιάτορας, ο κυρ-Γιάννης, και μετά τις πρώτες κουβέντες τους έφερε τις
πορτοκαλάδες, όπως του παρήγγειλαν.
«Ήρθατε για το γυμνάσιο; Δίνει το παιδί;»,
ρώτησε ο κυρ-Γιάννης.
«Ναι, ήρθε κι εμάς ο καιρός μας», απάντησε
η μητέρα του.
«Βρε, πώς περνάν τα χρόνια! Σαν χτες μου
φαίνεται πως ήταν που έμαθα ότι γέννησες!... Καλή επιτυχία», ευχήθηκε ο
κυρ-Γιάννης, γυρνώντας προς το παιδί και χαμογελώντας του. Από την κουβέντα με
τη μητέρα του ο Θανάσης κατάλαβε πως τους συνέδεε κάποια συγγένεια, όχι και
τόσο κοντινή.
Όλη την ώρα που έμειναν εκεί και
κουβέντιαζαν η μητέρα του με τον κυρ-Γιάννη, το βλέμμα του Θανάση είχε καρφωθεί
στο βάθος του εστιατορίου που ήταν η κουζίνα. Εκεί μια γυναίκα κάπως
προχωρημένης ηλικίας με μεγάλη ποδιά και άσπρο σκούφο στο κεφάλι τηγάνιζε ψάρια,
ενώ ταυτόχρονα άνοιγε κάμποσες κατσαρόλες και ανακάτευε τα φαγητά! Του Θανάση
του έτρεχαν τα σάλια και από την εικόνα και από τη μοσχοβολιά τους! Πίστευε πως
το κέρασμα της πορτοκαλάδας θα συμπλήρωνε ένα ψάρι, που τόσο λαχταρούσε! Με τη
φαντασία του «έφτιαχνε» τη στιγμή εκείνη που ο κυρ-Γιάννης θα σηκωνόταν από την
καρέκλα του, θα πήγαινε στην κουζίνα και θα γύριζε κρατώντας ένα ψαράκι αχνιστό
και ξεροτηγανισμένο για να του το προσφέρει!
Η ώρα όπως πέρναγε, χωρίς η επιθυμία του να
πραγματοποιείται. Σε λίγο σηκώθηκε πρώτη η μητέρα του, χαιρετήθηκαν με τον
κυρ-Γιάννη κι έφυγαν. Για τη λαχτάρα του για ένα μικρό ψαράκι, ούτε σκέψη, ούτε
λόγος από τον εστιάτορα! Το μυαλό του τότε γύρισε έξι χρόνια πίσω, στο πρώτο
του σχολικό βιβλίο, το αλφαβητάριο της πρώτης δημοτικού, που κι εκεί έβλεπε
αχόρταγα την «κυρία Φανή» με τρία ψάρια στο πιάτο, έτοιμα για το τηγάνι! Ούτε κι απ’ αυτά μπορούσε να φάει!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.01.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου