Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2019

Ιστορίες της ζωής: Σ’ ευχαριστώ, κυρά-Μαρία!




     Η μικρή ιστορία που ακολουθεί σε μορφή διηγήματος, είναι πέρα για πέρα αληθινή, χωρίς κάποια αλλοίωση ή υπερβολή. Διαφοροποιημένο το όνομα της ηρωίδας μόνο, για τη διαφύλαξη του ιατρικού απορρήτου. To παράδειγμά της έρχεται να μας διδάξει ότι οι ανήμποροι και οι απόμαχοι της ζωής, αφανείς και ασήμαντοι ίσως για πολλούς, έχουν καταθέσει αθόρυβα τη δική τους προσφορά και έχουν αφήσει τη δική τους παρακαταθήκη.

***

    Έτριξαν και πάλι εκνευριστικά εκείνο το απόγευμα οι μεντεσέδες της τζαμένιας πόρτας της παθολογικής κλινικής του νοσοκομείου. Οι τεχνικοί που ειδοποιήθηκαν από το πρωί να τους «λαδώσουν», δεν είχαν ακόμη εμφανιστεί. Μια κυρία, κάπου πενήντα χρονών, με μαύρα, αλλά προσεγμένη στο ντύσιμό της, μπήκε κοιτάζοντας ερευνητικά γύρω της. Το βλέμμα της έδειχνε ν’ αναζητεί κάποιον υπεύθυνο. Προχώρησε αργά λίγα βήματα στο διάδρομο κι εκείνη στιγμή βγήκε από το γραφείο ο εφημερεύων γιατρός, κρατώντας στο ένα χέρι κάτι χαρτιά και στο άλλο το στηθοσκόπιο (τα ακουστικά). Η ερώτηση της επισκέπτριας τον έκανε να σταματήσει και να γυρίσει προς το μέρος της:
- Γιατρέ, συγνώμη…
- Παρακαλώ…
- Μήπως νοσηλεύεται εδώ μια κυρία με το όνομα Κωστάκη, ή Κωνσταντίνου, ή Κωνσταντινάκη Μαρία; Κάπως έτσι είναι το όνομά της… Δεν το ξέρω ακριβώς και μου είπαν ότι ίσως είναι στην κλινική σας…
     Ο γιατρός κατέβασε το βλέμμα προς το δάπεδο, σκεπτόμενος. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα σήκωσε τα μάτια του προς την επισκέπτρια και απάντησε:
- …Έχουμε μια ασθενή με παρόμοιο όνομα, αλλά εσείς τί τής είστε; Φαντάζομαι, όχι κοντινή συγγενής, αφού δεν ξέρετε καλά το όνομά της.
- Γιατρέ μου, σας παρακαλώ! Σας παρακαλώ πολύ! Μια γυναίκα με αυτό το όνομα με έχει ευεργετήσει και ψάχνω πολύ καιρό να τη βρω. Μπορώ να τη δω λίγο; Ίσως να είναι αυτή…
- Περιμένετε, είπε ο γιατρός και μπήκε στον απέναντι θάλαμο των ασθενών. Η κυρία με τα μαύρα τον περίμενε απέξω. Σε λίγο που βγήκε, την ξαναρώτησε:
- Δηλαδή, εσείς τώρα ζητάτε μια ασθενή, που στην πραγματικότητα δεν γνωρίζετε καν τ’ όνομά της. Ξέρετε, κυρία μου, αυτά τα πράγματα δεν είναι εύκολα. Δεν μπορεί ο καθένας να μπαίνει σ’ ένα νοσοκομείο και να ζητάει να ενημερωθεί για έναν άγνωστο…
- Γιατρέ μου, σας παρακαλώ πολύ! Σας εκλιπαρώ! Μόνο να τη δω θέλω, είπε η επισκέπτρια, διακόπτοντας το γιατρό. Το αυστηρό και μάλλον βλοσυρό βλέμμα του, που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδειχνε ότι δεν είναι πρόθυμος να συνηγορήσει στο αίτημά της, έκαμψαν τα χέρια της που τα σταύρωσε στο ύψος του στήθους της και το σώμα της όλο που είχε πάρει στάση προσευχής.
- Ελάτε μαζί μου, της είπε και την οδήγησε στον προτελευταίο θάλαμο. Η γιαγιά στο δεύτερο κρεβάτι είναι η κυρία Κωστάκη. Δείτε αν ζητάτε αυτή, της είπε και ο ίδιος έμεινε στην πόρτα, παρακολουθώντας την, γιατί παρά την όποια ειλικρίνεια έδειχνε η γλώσσα του σώματος, δεν έπαψε να την θεωρεί ύποπτη ή περίεργη.
    Με το που η επισκέπτρια είδε το πρόσωπο της κυρά-Μαρίας, «χύθηκε» πραγματικά επάνω της και την αγκάλιασε σφιχτά, κλαίγοντας με λυγμούς και  μη μπορώντας να ακουστούν καθαρά τα όσα της έλεγε από τα κλάματα. Μία συνοδός που ήταν εκείνη την στιγμή δίπλα στο προσκεφάλι της, έμεινε εμβρόντητη.
- Κυρά Μαρία μου, σ’ ευχαριστώ! Σ’ ευχαριστώ, κυρά Μαρία μου με όλη τη δύναμη της ψυχής μου!... Να ήξερες πόσο παιδεύτηκα να σε βρω να σ’ ευχαριστήσω… Να σου φιλήσω τα άγιά σου χέρια!... Να σου φιλήσω και τα πόδια, πού ατέλειωτα χιλιόμετρα έχουν κάνει για μένα! Ο Στέλιος μου, κυρά Μαρία, που τον χόρευες στα γόνατά σου, τελείωσε το πανεπιστήμιο και ορκίστηκε ! Έγινε γιατρός!
     Η κυρά-Μαρία τίποτα δεν κατάλαβε από όλα αυτά. Όσην ώρα της μιλούσε η επισκέπτρια, κοίταζε με απλανές βλέμμα το ταβάνι και χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση. Μόνο ύστερα από αρκετή ώρα κίνησε το δεξί της χέρι, σαν να ήθελε να κάνει το σταυρό της και είπε με πολύ αδύναμη φωνή:
- Δόξα Σοι ο Θεός!
     Πιο έντονα τα δάκρυα της επισκέπτριας τώρα, μετά το «δόξα Σοι ο Θεός», που δεν σταμάτησε ούτε στιγμή να της φιλάει τα χέρια, λούζοντάς τα με τα δάκρυά της.
- Δεν περίμενα να σε βρω έτσι, κυρά, Μαρία μου! Όχι!... Όχι!... Δεν το περίμενα, της είπε, μόλις συνειδητοποίησε την πολύ σοβαρή κατάστασή της. Ύστερα γύρισε προς το μέρος του γιατρού, που ήταν ακόμα στην πόρτα στην πόρτα και του είπε:
- Συγνώμη, γιατρέ μου! Θα σας εξηγήσω. Έχετε δίκιο να απορείτε. Συγνώμη και σ’ εσάς, είπε στη συνοδό.
     Λίγη ώρα αργότερα η επισκέπτρια στο διάδρομο, εξηγούσε χαμηλόφωνα στο γιατρό, σκουπίζοντας συνέχεια τα δάκρυά της με το μαντήλι της. Εκείνος την άκουγε με ενδιαφέρον:
- Γιατρέ μου, συγνώμη… Ίσως ήμουν λίγο υπερβολική… Χρωστάω πολλά στην κυρά Μαρία. Έχασα νέο τον άντρα μου κι έμεινα με τρία μικρά παιδιά, το τρίτο στην κούνια. Η κυρά Μαρία με βοήθησε και τα μεγάλωσα. Ήταν επίτροπος στην εκκλησία της ενορίας μας και πότε μου έφερνε ρούχα, πότε πρόσφορα, πότε χρήματα. Άσε από τρόφιμα. Κονσέρβες, ζυμαρικά, γάλα, όσπρια… Πάντα βράδυ ερχόταν και μου τα έφερνε, παρακαλώντας να μην πω σε κανέναν τίποτα. Δεν ήθελε να μαθαίνει ο κόσμος τί έκανε. Έτσι ήταν αθόρυβη σε όλη της τη ζωή. Πολύ αργότερα έμαθα ότι και σε άλλα σπίτια που πήγαινε, που είχαν κι αυτά ανάγκη, κι εκεί παρακαλούσε να μην μαθευτεί.  Όλο τον κόσμο βοηθούσε. Μέχρι και τα παιδιά μου φρόντιζε και μπορούσα εγώ να πάω να δουλέψω. Αγία γυναίκα, γιατρέ μου. Θα βγάλει μύρο το χώμα της!... Θα μπορούσα να κάνω κάτι γι’ αυτήν;
- Δεν έχει οικογενειακό περιβάλλον… Κάποιοι μακρινοί συγγενείς ελάχιστα την επισκέπτονται. Μιλήστε με την προϊσταμένη κι εκείνη θα σας πει αν χρειάζεται να βοηθήσετε και πώς. Επειδή όμως δεν είστε συγγενείς, πρέπει οπωσδήποτε να μας αφήσετε τα στοιχεία σας.
     Η επισκέπτρια ευχαρίστησε και πάλι με υπόκλιση το γιατρό κι εκείνος, αφού της χαμογέλασε, κατευθύνθηκε στο γραφείο του και η ίδια στο γραφείο τη προϊσταμένης.

     Σαν επίλογο αυτής της αληθινής ιστορίας παραθέτω μια παράγραφο από τα «προλεγόμενα» στο βιβλίο μου «αθόρυβοι εργάτες»:
     «Οι Αρχές και οι Αξίες που υπηρετούν απλοϊκοί, συνήθως, άνθρωποι, που χωρίς να το επιδιώκουν και να το γνωρίζουν γίνονται πρότυπα, προκαλεί πάντα το θαυμασμό. Οι ελάχιστες ή και ανύπαρκτες γραμματικές τους γνώσεις δεν τους εμποδίζουν να έχουν αποκτήσει σοφία και καλή παιδεία. Είναι σχεδόν πάντα αγωνιστές του καθημερινού μόχθου, πιστοί στο δύσκολο και ανηφορικό δρόμο της αρετής, που προτίμησαν να παραμείνουν στην αφάνεια σε όλη τους τη ζωή και γίνονται περισσότερο γνωστοί όταν πεθαίνουν. Στην ερώτηση «ποιος ήταν αυτός;», έρχεται η απάντηση που κάνει πολλούς να θαυμάζουν: ήταν ο πατέρας του επιστήμονα ή η μάνα του βιομήχανου, του επιχειρηματία, του κάθε έντιμου μεροκαματιάρη…».

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.01.201

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου