Τετάρτη 8 Μαρτίου 2023

Καθημερινές φράσεις με ρίζες στην αρχαιότητα (ΜΕΡΟΣ Α΄)

"Της έδωσε τα παπούτσια στο χέρι"!

Σύντομο εισαγωγικό σημείωμα

     Δεν είναι λίγες οι φορές που στο λόγο μας δανειζόμαστε γνωστές παροιμιώδεις φράσεις, χωρίς να γνωρίζουμε πάντα την σημασία τους ή την προέλευσή τους, επειδή απλά «δένουν» με όσα λέμε και τα «σφραγίζουν». Ακολουθεί μια ενδεικτική αναφορά σε ορισμένες και στην ιστορική προέλευσή τους, με την υπόσχεση ότι η όμορφη αυτή εργασία θα συνεχιστεί και θα ακολουθήσει και Β΄ και Γ΄ ΜΕΡΟΣ.  

***

«Αλαλαγμός», «αλαλάζω»: «Αλαλά», φώναζαν οι νικητές στη μάχη, λέξη χωρίς κάποιο νόημα, αλλά φωνή ενθουσιασμού, πανηγυρισμού και εκτόνωσης. Σχετική και η αναφορά του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στο ποίημα του «Σαμουήλ», αφιερωμένο στον καλόγερο του ιστορικού Κουγκίου του Σουλίου: «[…]Φωνές ακούγονται, χτυπιές, αλαλαγμός κι αντάρα, / πλακώσανε οι άπιστοι. Καλόγερε τί κάνεις;[…]»
«Αναγκαίο κακό»: Τη φράση διαβάζουμε σε στίχους του Μενάνδρου, στην αναφορά του στο γάμο: «Εάν τις την αλήθειαν σκοπή, κακόν μεν εστίν, αλλ’ αναγκαίον κακόν» (εάν κάποιος θέλει να δει την πραγματικότητα,  ο γάμος είναι μεν ένα κακό, αλλά αναγκαίο κακό). Σε άλλο σημείο και αναφερόμενος στη γυναίκα, γράφει: «Αθάνατον εστί κακόν αναγκαίον γυνή» (η γυναίκα είναι το αιώνιο αναγκαίο κακό).
«Άρες, μάρες, κουκουνάρες» (Αρά=κατάρα, μάρα=θλίψη): Πρόκειται, μάλλον, περί «ασύντακτου λόγου», στον οποίο επιτυγχάνεται και η ομοιοκαταληξία. Η λέξη «κουκουνάρα» προστίθεται ως κάτι «κούφιο», όπως και η ίδια, θέλοντας να καταδείξουμε ότι τα λόγια ή οι πράξεις κάποιου είναι κι αυτά ασυναρτησίες (κούφια) και με τον τρόπο αυτό να εκφράσουμε την αδιαφορία μας. Γνωστοί και οι στίχοι από το σατιρικό ποίημα «ύλη» του Γ. Σουρή: «Άρες μάρες πια, μούσα μου μην ψάλλεις, / καιρός είναι τα μέτρα ν’  αφήσεις, / έλα γνώση ολίγη να βάλεις, / και με κόσμο και ύλη να ζήσεις».
«Για ψύλλου πήδημα»: Η χαριτωμένη, αλλά και τραγική ιστορία μας έρχεται από την αρχαία Ρώμη, όπου ένας τρόπος ξεματιάσματος ήταν με… ψύλλους! Οι «ξεματιάστρες» είχαν μαζεμένους ψύλλους, τους οποίους έβαζαν και πηδούσαν γύρω από ένα πιάτο με νερό. Αν έπεφταν μέσα και πνίγονταν, τότε αυτός που είχε ματιάσει τον επισκέπτη-πελάτη τους ήταν εχθρός του. Αν δεν πνίγονταν, το μάτιασμα προερχόταν από φίλο και θα περνούσε γρήγορα. Κάποτε μια ξεματιάστρα υπέδειξε στον πελάτη της τον εχθρό του που τον είχε ματιάσει κι εκείνος πήγε τον βρήκε και τον σκότωσε, επειδή τον… αποκάλυψε ο ψύλλος με το πήδημά του και τον πνιγμό του!
«Δεν ιδρώνει τ’ αυτί του»: Μιας νεαρή κοπέλα προσευχήθηκε κάποτε στο θεό της ιατρικής, τον Ασκληπιό, να κάνει τον νέο που αγαπούσε να την αγαπήσει κι εκείνος. Ο θεός της απάντησε να τον ακολουθεί κι όταν δει ότι ιδρώσει το αυτί του, τότε να καταλάβει ότι την έχει αγαπήσει, διαφορετικά να μην τρέφει ψεύτικες ελπίδες. Αλλά ούτε και σήμερα «ιδρώνουν» τα αυτιά των αναίσθητων και των αδιάφορων!
«Δίνω τόπο στην οργή» (υποχωρώ χάριν της ηρεμίας/της ειρήνης): Στην Αντιγόνη του Σοφοκλή διαβάζουμε «είκε θυμώ και μετάστασιν δίδου» (είκε-υποχώρησε). Παρόμοια φράση και της θεάς Αθηνάς στις Ευμενίδες του Αισχύλου, καθώς και σε επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Ρωμαίους.
«Ένας κούκος δεν φέρνει την άνοιξη»: Ένας μύθος του Αισώπου λέει ότι κάποτε ένας άσωτος νέος είχε σπαταλήσει όλη του την περιουσία και του είχε απομείνει μόνο ένας καινούργιος εξωτερικός μανδύας. Κάποια μέρα που είδε ένα μόνο χελιδόνι, τον πούλησε κι αυτόν, νομίζοντας ότι είχε έλθει η άνοιξη και δεν τον χρειαζόταν άλλο. Ο χειμώνας, όμως, ακόμα δεν είχε περάσει και σε λίγες μέρες το τσουχτερό κρύο επανήλθε. Με αφορμή αυτόν τον μύθο, οι αρχαίοι πρόγονοί μας έλεγαν την παροιμία «μία χελιδών, έαρ ου ποιεί», ακριβώς αντίστοιχη με τη σύγχρονη δική μας με τον κούκο.
«Καβάλησε το καλάμι»: Λέγεται ότι το έλεγαν οι Σπαρτιάτες, πειράζοντας έτσι τον βασιλιά της πόλης Αγησίλαο. Ένεκα της αγάπης του στα παιδιά ο Αγησίλαος, έπαιζε μαζί τους καβαλώντας ένα καλάμι, τάχα ότι ήταν άλογο. Κάποτε, όμως, τον είδε ένας φίλος του σ’ αυτή του τη δραστηριότητα και ο βασιλιάς τον παρακάλεσε να μην πει σε κανέναν τίποτα και γελοιοποιηθεί. Ο φίλος του, αν και του το υποσχέθηκε, δεν κράτησε το λόγο του και το θέμα έγινε γρήγορα γνωστό στην πόλη. Στη σημερινή επανάληψη έχει τη σημασία ότι κάποιου «πήραν τα μυαλά του αέρα».
«Κάλλιο αργά, παρά ποτέ»: Όταν ο Σωκράτης αποφάσισε να μάθει κιθάρα, βρισκόταν σε μεγάλη ηλικία. Κάποιοι φίλοι του που πέρασαν και τον είδαν, θέλησαν να τον πειράξουν και του είπαν: «Γέρων ών, κίθαριν μανθάνεις;». Εκείνος τότε απάντησε: «Κάλλιον οψιμαθής ή αμαθής παραμένειν» (ή=παρά).
«Κατά φωνή κι ο γάιδαρος»: Λέγεται ότι όταν ακουγόταν η φωνή ενός γαϊδάρου πριν μια μάχη στην αρχαιότητα, τότε οι θεοί προειδοποιούσαν για τη νίκη. Λέγεται, επίσης, πως όταν ο Φωκίωνας ετοιμαζόταν να επιτεθεί κατά του Φιλίππου της Μακεδονίας, καθυστερούσε την επίθεση, μέχρι να φτάσει η βοήθεια από τους Αθηναίους, σύμφωνα με υπόσχεσή τους. Και ενώ ξεκίνησε να δώσει το παράγγελμα για την υποχώρηση των στρατευμάτων του, ακούστηκε η φωνή ενός γαϊδάρου! «Κατά φωνή κι ο γάιδαρος», είπε τότε ενθουσιασμένος και ανακάλεσε αμέσως την εντολή υποχώρησης, με αποτέλεσμα να νικήσει, αφ’ ενός, η φράση να μείνει ακέραια, αφ’ εταίρου, και να την επαναλαμβάνουμε κι εμείς σήμερα, όταν βλέπουμε ξαφνικά κάποιον που δεν τον περιμένουμε.
«Κοράκιασα από τη δίψα» ή «κοράκιασα για νερό»: Προέρχεται, μάλλον, από αρχαιοελληνικό μύθο, για τον εξής λόγο: Σε κάποια πόλη της αρχαίας Ελλάδας, οι κάτοικοι ετοίμαζαν θυσία στο θεό Απόλλωνα. Το απαραίτητο νερό για τη θυσία ήταν ιερό και πήγαζε ανάμεσα σε δύσβατα φαράγγια, που κανένας δεν μπορούσε ν’ αναλάβει την αποστολή αυτή. Ξαφνικά, ακούστηκε η φωνή ενός κόρακα πάνω από ένα δέντρο, που προσφέρθηκε ν’ αναλάβει εκείνος το τολμηρό εγχείρημα. Παρά την έκπληξη όλων, αποφάσισαν, τελικά, να του αναθέσουν την ιερή αποστολή. Του έβαλαν στο ράμφος ένα σκεύος και το μαύρο πουλί πέταξε για το φαράγγι. Πριν φτάσει, όπως, είδε μια συκιά, γεμάτη σύκα, που ακόμα δεν είχαν ωριμάσει. Περιμένοντας εκεί, πεινασμένος και λιχούδης καθώς ήταν, μέχρι  να ωριμάσουν, ξεχάστηκε. Όταν, τέλος, ωρίμασαν, έφαγε και αφού χόρτασε, θυμήθηκε την αποστολή του του είχε ανατεθεί. Πέταξε προς την πηγή, γέμισε το δοχείο, αλλά έπρεπε να βρει και μια πιστευτή δικαιολογία για τον κόσμο που περίμενε το ιερό νερό. Τότε είδε ένα φίδι και το άρπαξε με τα νύχια του. Επιστρέφοντας στον τόπο της θυσίας, είπε ότι βρήκε το φίδι στην πηγή που έπινε συνέχεια όλο το νερό που έβγαινε, μη μπορώντας ο ίδιος να γεμίσει. Όταν κάποια στιγμή το φίδι κοιμήθηκε, τότε μπόρεσε και πήρε το νερό, πιάνοντας και το φίδι στα νύχια του, ως «αποδεικτικό στοιχείο». Οι άνθρωποι τον πίστεψαν και έγινε η θυσία, έστω με καθυστέρηση λίγων ημερών. Όμως, το φίδι ήταν του θεού Απόλλωνα, ο οποίος θύμωσε και τιμώρησε τον κόρακα για το ψέμα του: Κάθε φορά που πήγαινε να πιεί νερό σε κάποια πηγή, εκείνη στέρευε και το μαρτύριο του μαύρου πουλιού κράτησε πολύ. Τελικά, ο θεός το λυπήθηκε και τον έκανε αστερισμό στον ουρανό, τον οποίο παρατήρησε για πρώτη φορά ο Πτολεμαίος (αστερισμός Κόραξ στο νότιο ημισφαίριο της ουράνιας σφαίρας, λατινικά Corvus, συντομογραφία Crv).
«Κροκοδείλια δάκρυα»: Αν και ο κροκόδειλος φαίνεται να μην ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες και οι μακρινοί πρόγονοί μας να έμαθαν γι’ αυτόν από άλλους λαούς, π.χ. από του Φοίνικες, η ονομασία του είναι Ελληνική (κρόκη=βότσαλο + δρίλος=σκουλήκι), που μάλλον σήμαινε μεγάλη σαύρα με ουρά. Λέγεται ότι το τεράστιο αυτό ερπετό των ποταμών και των λιμνών υποκρίνεται ότι «κλαίει» με φωνή μικρού παιδιού, ώστε να νομίσουν οι άνθρωποι πως κάποιο μικρό παιδί θέλει βοήθεια, ώστε να τρέξουν γι’ αυτό και να τους κάνει θύματά του. Σε άλλη πηγή έχουμε διαβάσει ότι οι φωνές αυτές του κροκόδειλου δεν είναι υποκριτικό κλάμα, αλλά φωνές πόνου από την δυσπεψία που προκαλεί η μεγάλη ποσότητα φαγητού που έχει καταναλώσει. Φράση της αρχαιότητας και τα «κροκοδείλια δάκρυα», που λέγεται και σήμερα για την υποκριτική στάση κάποιου, να παραπλανήσει για να κερδίσει τη συμπάθεια και την εμπιστοσύνη ή για να αποδείξει έτσι την αθωότητά του. 
«Ο κλέψας του κλέψαντος»: Πιθανόν να προέρχεται από την αρχαία παροιμία «αλωπεκίζειν προς ετέρα αλώπεκα» (αλωπεκίζω = φέρομαι δόλια, όπως η αλεπού). Στην αρχαιοπρεπή σημασία της: «Κλέβω τον κλέφτη».
«Σε τρώει η μύτη σου; Θα φας ξύλο!»: Πολλοί προκλητικοί και στις μέρες μας «εξετάζουν» και λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν τους διάφορα σημάδια, τα οποία και θεωρούν «προμηνύματα» για κάτι καλό ή κακό. Λέγεται ότι στην αρχαία Ελλάδα πίστευαν ότι ο κνησμός (φαγούρα) ήταν προάγγελος κάποιων γεγονότων, ανάλογα το σημείο που την ένοιωθε ο άνθρωπος. Φαγούρα στις πατούσες των ποδιών, σήμαινε ότι «είχε δρόμο» (ταξίδι), φαγούρα στην αριστερή παλάμη ότι θα λάμβανε δώρα, ενώ στη δεξιά ότι θα έδινε. Αυτό ισχύει και σήμερα: Στη φαγούρα του αριστερού χεριού «λεφτά θα πάρεις», ενώ στη δεξιά «θα δώσεις»! Η φαγούρα στη μύτη από την αρχαιότητα προμήνυε… ξυλοδαρμό!
«Τα σπάσαμε» (π.χ. για το κέφι μας): Λέγεται ότι στην αρχαία Κρήτη, την παραμονή του γάμου τους οι μελλόνυμφοι συγκέντρωναν σ’ ένα μεγάλο χώρο ή δωμάτιο διάφορα πήλινα βάζα, τραγουδούσαν και χόρευαν, σπάζοντας ένα-ένα, εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη χαρά τους και το κέφι τους. Πιστεύεται, επίσης, ότι τα πιάτα που σπάνε οι γλεντζέδες στα διάφορα κέντρα διασκεδάσεως σε μεγάλα κέφια, είναι γιατί με τον τρόπο αυτό εκδικούνται την πείνα της κατοχής!-(ανάρτηση του δημοσιογράφου-ερευνητή-συγγραφέα-λογοτέχνη κ. Άγγελου Σακκέτου). Η φράση «τα σπάσαμε», όμως, λέγεται και σε όταν «τα χαλάμε» με κάποιους φίλους μας (τα σπάσαμε=διαλύσαμε τη σχέση μας) και πρέπει να είναι «μάγκικη» έκφραση. «Σπάσε» ή «στρίβε», άλλωστε, είναι λέξεις που χρησιμοποιούν οι μάγκες και σημαίνουν «φύγε».
«Του έδωσα τα παπούτσια στο χέρι»: Φράση που συνηθίζουμε να λέμε σε διάφορες περιπτώσεις που απομακρύνουμε κάποιον από κοντά μας για την άσχημη συμπεριφορά του ή για τις κακές πράξεις του. Λέγεται ότι ήταν μια συνήθεια των αρχαίων Βαβυλωνίων, που υιοθέτησαν αργότερα και οι Βυζαντινοί. Όταν οι βασιλείς της Βαβυλωνίας ήθελαν να αντικαταστήσουν κάποιον αυλικό του για την ανεπάρκειά του ή για τα σφάλματά του, του έστελναν ένα ζευγάρι παπούτσια με γραμμένο το όνομά του στη σόλα τους. Εκείνος γνώριζε τη σημασία της χειρονομία του βασιλιά του και απομακρυνόταν χωρίς άλλο. 
«Του πήρε τον αέρα»: Τα στρατεύματα που μπορούσαν να εκμεταλλευτούν καλύτερα τον αέρα στις ναυμαχίες της αρχαιότητος και να κινηθούν καλύτερα με τα πλοία τους, είχαν περισσότερες πιθανότητες και να νικήσουν ευκολότερα τον αντίπαλο, δηλαδή «έπαιρναν τον αέρα». «Αέρα» και η πολεμική ιαχή νίκης του 1940.
«Τρώει τα νύχια του για καβγά»: Από τα αγαπημένα θεάματα των αρχαίων Ρωμαίων η ελεύθερη πάλη, σ’ αυτή επιτρέπονταν τα πάντα, όπως κουτουλιές κλωτσιές, γροθιές κλπ, απαγορεύονταν όμως οι γρατζουνιές. Στο αγώνισμα αυτό έπαιρναν μέρος κυρίως σκλάβοι ή κατάδικοι κι αν νικούσαν κέρδιζαν την ελευθερία τους. Επειδή τα νύχια τους ήταν σκληρά από τις χειρωνακτικές εργασίες που έκαναν και μεγάλα επειδή δεν τα περιποιόντουσαν, φρόντιζαν πριν βγουν στην αρένα να τα κόψουν με τα δόντια τους, αφού δεν είχαν άλλο μέσο, για να μην γρατζουνίσουν τον αντίπαλό τους, που στην περίπτωση αυτή θα έχαναν. Έτσι, έμεινε από τότε και η φράση «τρώει τα νύχια του για καβγά».
Χτύπα ξύλο: Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν πως σε δέντρα κατοικούσαν οι θεότητες Νύμφες (Δρυάδες) και συχνά χτυπούσαν τους κορμούς τους, για να επικαλεστούν την προστασία τους. Αυτή η συνήθεια έχει και σήμερα εφαρμογή, προκειμένου να αποφύγουμε κάτι δυσάρεστο ή οδυνηρό που «έρχεται» στην κουβέντα μας ή στη σκέψη μας. Κατά έμμεσο τρόπο, δηλαδή, ζητάμε «βοήθεια» από ανώτερη δύναμη μέσω του ξύλου, όπως και μακρινού πρόγονοί μας.
Συνεχίζεται…
 
Πηγές: Τάκη Νατσούλη «Παροιμιώδεις Εκφράσεις»
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.3.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου