Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

Παροιμιώδεις εκφράσεις από την εποχή της Επαναστάσεως του 1821 που λέγονται και σήμερα


Σύντομος πρόλογος-περιεχόμενα:
 
     Ίσως είναι μια καλή ευκαιρία ημέρες της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας ν’ αναφερθούμε σε εκφράσεις που έχουν τις ρίζες τους σ’ εκείνη την εποχή και που λέγονται πολύ συχνά και σήμερα, σημειώνοντας και λίγα λόγια για την ιστορία τους. Στην παρούσα πεντασέλιδη (Α4) εργασία θα δούμε:
«Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε»
«Αλά Μπουρνέζικα»
«Ανάθεμα την ευλογιά»
«Βρωμάει μπαρούτι»
«Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»
«Για το διάολο πεσκέσι»
«Δεν χαρίζει κάστανα»
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»
«Η νίλα του Μάμαλη»
«Καλαμαράς»
«Μας κάνει το Γκιουλέκα»                                                            
«Σε χλωρό κλαρί»
«Σήκωσε μπαϊράκι»
«Σπουδαία τα λάχανα»
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»
«Υπογράφω με τα δυο χέρια»
«Φάτε μάτια ψάρια»
«Χαιρέτα μου τον πλάτανο»
 
«Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε»: Λέγεται ότι ο στενός φίλος του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη Αγγελάκης Νικηταράς, τον ειδοποίησε να πάει να του βαφτίσει το παιδί που περίμενε να γεννηθεί. Του μήνυσε, μάλιστα, ότι πρώτη του σκέψη ήταν να δώσει το όνομα Γιάννης στο παιδί, αλλά θέλοντας να τιμήσει τον φίλο του, άλλαξε γνώμη και θα το ονόμαζε Θεόδωρο. Η παραγγελία, όμως, στάλθηκε πολύ νωρίς, πριν ακόμα η γυναίκα του γεννήσει, ξέροντας πως ο νουνός (Θ. Κολοκοτρώνης) θ’ αργούσε, λόγω των μαχών που μαίνονταν. Ο Κολοκοτρώνης πήγε για το μυστήριο πριν περάσει ένας μήνας από την ημέρα που έλαβε το μήνυμα. Μπαίνοντας στο σπίτι του φίλου του, δεν είδε κάποια προετοιμασία για το μυστήριο και εξέφρασε την απορία του. Τότε ο Αγγελάκης τον ενημέρωσε ότι το παιδί… δεν είχε ακόμα γεννηθεί! «Αχ, μωρέ, Αγγελάκη! Ακόμα δεν τον είδαμε, Γιάννη τον εβγάλαμε», ήταν το σχόλιο του Γέρου του Μοριά!

«Αλά Μπουρνέζικα»: Είναι λέξη που χρησιμοποιούμε να δείξουμε ότι είναι τελείως ακαταλαβίστικα τα λόγια κάποιου. Μαζί με το στρατό του Ιμπραήμ, ήρθαν να πολεμήσουν μαζί του τους Έλληνες και στρατιώτες από τη φυλή Μπουρνού του Σουδάν, των οποίων η γλώσσα ήταν τελείως άγνωστη στους Έλληνες και την ονόμασαν «Μπουρνέζικα».

«Ανάθεμα την ευλογιά»: Σύμφωνα με ιστορικέ πηγές, ο ήρωας των Αγράφων Κατσαντώνης είχε προσβληθεί από ευλογιά, η οποία του στερούσε τις δυνατότητες να πολεμήσει όπως εκείνος ήθελε. Τα λόγια προέρχονται από το δημοτικό τραγούδι, «Ανάθεμα την ευλογιά που μ’ έκαμε κουφάρι / και σούλεγα παληότουρκε, ποιος είν’ ο Κατσαντώνης». Σήμερα επαναλαμβάνονται σε περιπτώσεις που κάποιο ανυπέρβλητο εμπόδιο μας στερεί δυνατότητες δραστηριοτήτων, όπως τις είχαμε φανταστεί και προγραμματίσει. Να σημειωθεί εδώ, ότι το όνομα Κατσαντώνης, εφάμιλλο του Κολοκοτρώνη στον ηρωισμό, δεν είναι το πραγματικό του. Το πραγματικό του ήταν Αντώνης Μακρυγιάννης, αλλά επειδή όταν άρχισε να ενηλικιώνεται και δεν μπορούσε ν’ αντέξει τη σκλαβιά, αποφάσισε να βγει στα βουνά αρματολός. Λόγω, όμως, της νεαρής ακόμα ηλικίας του, προσπαθούσαν οι δικοί του να τον εμποδίσουν, λέγοντάς του «κάτσε Αντώνη», του οποίους ποτέ δεν άκουσε, και έμεινε με αυτό το όνομα στην ιστορία. Το όνομά του έχει δοθεί σε χωριά, σε τοπωνύμια και σε γεφύρια (π.χ. γεφύρι του Κατσαντώνη).
«Βρωμάει μπαρούτι»: Μεγάλη ήταν η παραγωγή πυρίτιδας (μπαρουτιού) για τον αγώνα στους μπαρουτόμυλους τη Δημητσάνας. Κάποτε αναγκάστηκαν να παραδώσουν μεγάλες ποσότητες, γιατί στη συγκεκριμένη στιγμή δεν είχαν άλλη επιλογή, αν και ήξεραν ότι με το μπαρούτι αυτό θα σκοτώνονταν Έλληνες. Όταν όμως το χρησιμοποίησαν οι τούρκοι, γρήγορα κατάλαβαν ότι ήταν κακής ποιότητος και δύσοσμο (βρωμούσε) και γι’ αυτό έλεγαν «βρωμάει το Δημητσανίτικο μπαρούτι». Σήμερα λέγεται όταν κάποιος κίνδυνος απειλεί.
«Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει»: Ο γενναίος πολεμιστής του Κολοκοτρώνη Γιάννης Θυμιούλας ήταν πανύψηλος και ανίκητος. Μπορούσε, λέει, να φάει στην καθισιά του ένα ολόκληρο αρνί και πάλι πεινασμένος σηκωνόταν. Μετά από κάθε νικηφόρα μάχη το γιόρταζε δεόντως και έπινε πολύ. Μια φορά πολιορκήθηκε με τους συντρόφους του στη σπηλιά ενός βουνού, αλλά με ηρωικές και κατάλληλες κινήσεις και χειρισμούς, κατόρθωσε να ξεφύγει από τους πολιορκητές του μαζί με τα παλληκάρια του. Στο πρώτο χωριό που έφτασαν, έσφαξε τρία αρνιά, τα σούβλισε, παρήγγειλε κι ένα βαρέλι κρασί κάπου είκοσι οκάδες και το έριξαν στο γλέντι, κερνώντας κάθε περαστικό. Ο Κολοκοτρώνης που περνούσε κι αυτός από κοντά, ρώτησε να μάθει τί συνέβη κι έστησαν έχουν γλέντι. «Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει, στρατηγέ μου», του απάντησε ένας χωρικός!
«Για το διάολο πεσκέσι»: Ο Ναύαρχος και ήρωας της Επανάστασης Ανδρέας Μιαούλης σε νεαρή ηλικία ήταν μέθυσος, γυναικάς και καβγατζής, δηλαδή, «για το διάολο πεσκέσι», όπως λέγεται ότι έλεγε γι’ αυτόν ο πατέρας του. Αργότερα, στους αγώνες για την Ελευθερία της Πατρίδος, αποδείχθηκε έκτακτος πολεμιστής και αγωνιστής. Πέταξε στη θάλασσα τις πίπες του, έκοψε το κρασί, δεν τον ενδιέφεραν ούτε το κάπνισμα ούτε οι γυναίκες, παρά μόνο η Ελευθερία της Ελλάδος. Σημειώνεται ότι το πραγματικό του όνομα ήταν Ανδρέας Βώκος και το προσωνύμιο του «Μιαούλης» αποκτήθηκε όταν φώναζε/διέταζε τους πολεμιστές στη μάχη «με μία ούλοι» (με μία έφοδο όλοι μαζί να νικήσουμε). 
«Δεν χαρίζει κάστανα»: Οι Μανιάτες ήταν γενναίοι πολεμιστές και η Μάνη δεν τουρκοπατήθηκε. Για τα χωριά τους δεν έλεγαν πόσους κατοίκους έχουν, αλλά «πόσα ντουφέκια». Φτάνοντας εκεί ο Ιμπραήμ, γρήγορα κατάλαβε ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος να τους κατακτήσει, παρά μόνο με μπαμπεσιά. Έτσι, επιστράτευσε κατασκόπους μεταμορφωμένους σε καστανάδες και τους έστειλε στα χωριά, τάχα να προσφέρουν δωρεάν κάστανα στους κατοίκους, κάτι που του έβαλε σε υποψία. Ειδοποίησαν τότε οι χωριανοί τους αρματολούς και κατέβηκαν από τα βουνά οπλισμένοι, αναγκάζοντας τους κατασκόπους να ομολογήσουν τρομοκρατημένοι ποιος ήταν ο σκοπός τους. Τότε οι Μανιάτες τους απάντησαν ότι «εμείς δεν χαρίζουμε κάστανα», δηλαδή η τιμωρία σας θα είναι αυτή που σας αξίζει.
«Δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»: Λέγεται ότι όταν ο Κολοκοτρώνης άκουσε πως ο Ναπολέων Βοναπάρτης έριζε με τον Τσάρο της Ρωσίας για το ποιος από τους δύο θα έπαιρνε την Πολωνία, σχολίασε: «Δηλαδή, δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένον αχυρώνα»!
«Η νίλα του Μάμαλη» ή «θα γίνει του Μάμαλη» ή «έγινε του Μάμαλη»: Τον καιρό της Επανάστασης, στη Ναύπακτο κυβερνούσε ένας σκληρός αγάς, ο Ιμάμ Αλής, που δεν άφηνε τους Έλληνες να «σταθούν σε χλωρό κλαρί». Κάποια στιγμή, οι καπεταναίοι της Ναυπάκτου επαναστάτησαν κι εκείνος «βλέποντας τα σκούρα» κλείστηκε στο κάστρο της πόλης με το ασκέρι του. Οι Έλληνες κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα τείχη και μπαίνοντας μέσα στο κάστρο ακολούθησε ναι φονική μάχη. Πάνω στο μακελειό ο Ιμάμ Αλής προσπάθησε να δραπετεύσει. Τότε μια σφαίρα από την πλευρά των επαναστατημένων Ελλήνων τον βρήκε στο στήθος και τον άφησε στον τόπο. Μη μπορώντας ν’ αντισταθούν άλλο οι τούρκοι, παραδόθηκαν άνευ όρων. Η «νίλα» του Ιμάμ Αλή, έγινε τότε «νίλα του Μάμαλη».
«Καλαμαράς»: Η λέξη με την οποία αποκαλούμε ειρωνικά κάποιες φορές τους υπαλλήλους γραφείων ή κάποιων διοικητικών θέσεων, είχε τη σημασία τούρκου αξιωματούχου. «Καλέμ» = κονδυλοφόρος και οι άνθρωποι που τους χρησιμοποιούσαν εθεωρούντο μορφωμένοι.
«Μας κάνει το Γκιουλέκα»: Η φράση αυτή που δανειζόμαστε για να πούμε, μάλλον ειρωνικά, ότι κάποιος μας κάνει τον «καμπόσο», έχει την εξής ιστορία: Ο τομέας εξουσίας του πολύ αυταρχικού Γκιώνη Λέκα Ζεϊνέλμπεη ήταν στην Νότιο Αλβανία.Από εκεί εξεστρέτευσε νότια, να κατακτήσει τα Γιάννενα, όπου τον αντιμετώπισε στράτευμα του Σουλτάνου και τον κατατρόπωσε. Μέχρι να φτάσει στα Γιάννενα με το στρατό του, όμως, δεν άφησε πέτρα πάνω στην πέτρα, λεηλατώντας και αφανίζοντας τα πάντα, μέχρι και το αρχοντικό του Μάρκου Μπότσαρη στον Κακόλακκο. Στα Γιάννενα που «τα βρήκε σκούρα, έμεινε ειρωνικά και τ’ όνομά του (Γκιώνης Λέκας = Γκιολέκας = Γκιουλέκας).
«Σε χλωρό κλαρί»: Στον φλογερό λόγο του ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, στην ορκωμοσία των αγωνιστών στην Αγία Λαύρα, είπε μεταξύ άλλων: «[…]Παιδιά μου, ήρθε η άνοιξη. Οι κάμποι και τα δέντρα λουλουδίζουν απ’ άκρη σ’ άκρη και η Ελλάδα μας είναι ακόμη σκλαβωμένη. Όλα αυτά που βλέπετε γύρω σας είναι δικά μας, γι’ αυτό δεν θ’ αφήσουμε τους ξένους να τα καταπατούν. Και το τελευταίο χλωρό κλαρί μας ανήκει[…].
«Σήκωσε μπαϊράκι»: Δεν ήταν λίγες οι διαφωνίες και τα επεισόδια των αρματολών του 1821 για το ποιος θα έχει το «καπετανιλίκι» σε μια ομάδα. Οι μεγαλύτεροι και παλαιότεροι είχαν και την γνώση και την εμπειρία του πολέμου, αλλά κάποιες φορές οι νεότεροι θέλοντας να δείξουν τις ικανότητές τους και να πάρουν αυτοί το μπαϊράκι (τη σημαία της ομάδας), έπειθαν και κάποιους άλλους κι έτσι αποχωρίζονταν από την μεγαλύτερη ομάδα με δική τους σημαία. Σήκωναν, δηλαδή, δικό τους μπαϊράκι.
«Σπουδαία τα λάχανα»: Γνωστή η δυσβάστακτη φορολογία τη δεκάτης επί τουρκοκρατίας. Όταν οι δύο ή τρεις φοροεισπράκτορες, πήγαν να εισπράξουν τους φόρους σε κάποιο χωριό, οι χωριανοί απάντησαν ότι λάχανα ήταν η παραγωγή τους, τα οποία ήταν αδύνατον να τα φορτώσουν στα ζώα τους οι χαρατσήδες. Τότε ένας εκ των φοροεισπρακτόρων είπε ότι θα έστελναν περισσότερα ζώα σε λίγες μέρες για να φορτώσουν αυτά. «Σπουδαία τα λάχανά μας», είπαν οι χωριανοί, που εν τω μεταξύ είχαν χρόνο να μαζέψουν λάχανα για να πληρώσουν του φόρους του και να γλιτώσουν τ’ άλλα εισοδήματά τους.
«Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά»: Στις μάχες της Πελοποννήσου ο Κολοκοτρώνης είχε έναν πολύ έξυπνο και γενναίο πολεμιστή, καλόγερο από το Άγιο Όρος, το Μιχάλη Φούντα. Όπου μάχη, μπροστά ο καλόγερος και με πολλές επιτυχίες. Μια φορά, όμως, περικυκλώθηκε και πιάστηκε αιχμάλωτος. Μόλις το έμαθε ο Γέρος του Μοριά, κατέστρωσε ένα σχέδιο: Πρόσταξε κάποιους από τους πολεμιστές του να πιάσουν αιχμάλωτο έναν τούρκο αξιωματούχο, για να τον ανταλλάξει με τον Μιχάλη Φούντα! Έτσι κι έγινε και ο Κολοκοτρώνης ζήτησε την ανταλλαγή του. Ο τούρκος αγάς που κρατούσε τον καλόγερο αιχμάλωτο αιφνιδιάστηκε, γιατί δεν είχε φανταστεί πως θα του ζητηθεί κάτι τέτοιο για ένα ιερωμένο. «Τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, αγά μου, κι εγώ δεν αλλάζω το Μιχάλη Φούντα με χίλιους σαν εσένα», ήταν η απάντηση του Κολοκοτρώνη!
«Υπογράφω με τα δυο χέρια»: Έτσι λέμε όταν συμφωνούμε απόλυτα με κάποιον, όπως είπε και ο Κολοκοτρώνης όταν του ζητήθηκε η γνώμη για τον διορισμό του Γεώργιου Καραϊσκάκη αντιστράτηγου της Ρούμελης.
«Φάτε μάτια ψάρια»: Ένα μεγάλο μέρος από τα ψάρια που έπιαναν οι Γιαννιώτες στη λίμνη της πόλης τους, στην Παμβώτιδα, άλλοτε και όλη την ψαριά τους, τους την έπαιρναν οι τούρκοι. Βλέποντας κάποτε ένας ψαράς να χάνει από τους ανθρώπους του Αλή Πασά όλη την ψαριά της νύχτας, κούνησε απελπισμένα το κεφάλι του και είπε: «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» («έφαγε» ψάρια μόνο με τα μάτια του και ειρωνικά γέμισε η κοιλιά του. Περίδρομος: Μία από της ερμηνείες της λέξης είναι και η υπερβολική ποσότητα φαγητού).   
«Χαιρέτα μου τον πλάτανο»: Συχνά επαναλαμβάνουμε τη φράση αυτή, όταν θέλουμε να ειρωνευτούμε τις πράξεις, τα λόγια ή τη συμπεριφορά κάποιου. Άλλοτε πάλι με τα λόγια αυτά στέλνουν χαιρετίσματα στο χωριό τους οι ξενιτεμένο, και συγκεκριμένα στο γερο-πλάτανο της πλατείας, που έχουν πολλές αναμνήσεις. Για την προέλευση της έκφρασης έχουν καταγραφεί δύο εκδοχές. Εκδοχή πρώτη: Πιθανότατα δανεισμένη από το δημοτικό τραγούδι: «Σαν πας πουλί μου στο Μοριά, σαν πας στην Άγια Λαύρα, / χαιρέτα μου τον πλάτανο[…]. Προφανώς οι ήρωες που κοινώνησαν των Αχράντων Μυστηρίων και ορκίστηκαν στην Ελευθερία κάτω από τον ιστορικό πλάτανο, είχαν τις δικές τους αναμνήσεις. Άλλη μία σκέψη είναι ότι «πλάτανο» αποκαλούσαν τον Παλαιών Πατρών Γερμανό. Εκδοχή δεύτερη: Πιστευόταν ότι στις ρίζες ή πλησίον κάποιου πλατάνου είχε κρύψει ο Αλή Πασάς το θησαυρό του και το μυστικό αυτό ίσως το γνώριζε μόνο ο Κατσαντώνης, μπορεί και κάποιοι-λίγοι έμπιστοί του. Όταν ο ήρωας ένοιωθε ότι το τέλος του πλησίαζε, έστειλε «χαιρετίσματα» με κάποιον πολύ έμπιστό του στον πλάτανο αυτό.
 ---------------------------------
Πηγές: «Παροιμιώδεις εκφράσεις» του Τάκη Νατσούλη
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 20.3.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου