Τρίτη 7 Μαρτίου 2023

Οι φράσεις «θα σε χορέψω στο ταψί», «το ξύλο της αρκούδας» και η προέλευσή τους


     Αν και με νόμο του 1969 απαγορεύτηκε η αιχμαλωσία, η κατοχή, η έκθεση σε δημόσια θέα και ο φόνος της καφέ αρκούδας στην Ελλάδα, αρκετές φορές έχουμε δει και μεταγενέστερα το δυστυχισμένο ζώο να βασανίζεται χάριν του «δημοσίου θεάματος», προς τέρψη και ψυχαγωγία του «φιλοθεάμονος κοινού» σε πανηγύρια ή δημόσιους χώρους με μεγάλης συγκεντρώσεις  και περαστικούς.
     Ο «αρκουδιάρης» ήταν συνήθως τσιγγάνος, όπως τον αναφέρει και το ομώνυμο τραγούδι, σε στίχους του Κώστα Βίρβου, μουσική του Γιάννη Μαρκόπουλου, σε πρώτη εκτέλεση με την Βίκυ Μοσχολιού, και η εικόνα του σχεδόν πάντα «στερεότυπη»: Καθόλου προσεγμένη ενδυμασία και μια παλιά τραγιάσκα στο κεφάλι, μ' ένα σχοινί δεμένο στη μέση του, η άλλη άκρη του οποίου συγκρατούσε της αρκούδα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα ρόπαλο, που αν το δύστυχο ζώο δεν υπάκουγε στις εντολές του, το ξυλοφόρτωνε βάναυσα. Στο άλλο χέρι κρατούσε, συνήθως, ένα ντέφι ή τουμπερλέκι, που, εκτός από τη μουσική που παρήγαγε με τις ανάλογες κινήσεις του χεριού του, το χρησιμοποιούσε και σαν «δίσκο», μέσα στον οποίο έριχναν οι θεατές τον οβολό τους για την αμοιβή του, μόλις τελείωνε το ολιγόλεπτο «νούμερό» του και μέχρι ν’ αρχίσει το επόμενο. Αρκετά συνηθισμένο ήταν κι ένα κασετόφωνο δίπλα, από το οποίο ακουγόταν μουσική, στους ρυθμούς της οποίας «λικνιζόταν» το ζώο, σίγουρα χωρίς τη θέλησή του, ενώ κάποιες φορές ακούγονταν τα ουρλιαχτά της, είτε ως διαμαρτυρία, είτε από τον πόνο του ξυλοδαρμού.  Η «αμοιβή» της, αν ο χορός της ικανοποιούσε το αφεντικό της ή το «φιλοθεάμον κοινό», μπορεί να ήταν κάποιο γλύκισμα, ένα κομμάτι κρέας ή κάποιο ψάρι που είχε μαζί του ο αρκουδιάρης, π.χ. παστή ρέγκα.
     Για να φτάσει σ’ αυτό το επίπεδο «προόδου» η αρκούδα, είχε προηγηθεί μακρόχρονη «εκπαίδευση», στην πραγματικότητα διαρκής βασανισμός. Είχε συλληφθεί/αιχμαλωτιστεί σε πολύ μικρή ηλικία από τον «αρκουδιάρη», ή μπορεί να υπήρχαν και «μονάδες» αναπαραγωγής του ζώου. Ένα ταψί πολύ μεγάλης διαμέτρου χρησίμευε ως «πίστα εκμάθησης χορού» της, το οποίο θερμαινόταν σταδιακά πάνω σ’ ένα λάκκο με φωτιά. Όσο αυξανόταν η θερμοκρασία, έπαιζε και πιο έντονα η μουσική. Το μικρής ηλικίας ακόμα ζώο προσπαθώντας να αποφύγει/απαλλαχθεί από το ταψί που έκαιγε, σήκωνε εναλλάξ τα πόδια της ή «χοροπήδαγε». Αυτή η κίνησή της που συνδυαζόταν με τη μουσική ήταν η «εκπαίδευσή» της, σε συνδυασμό με πολύ ξυλοδαρμό, για να ακούει στα παραγγέλματα. Το μόνο από το οποίο απαλλασσόταν μετά από αρκετό χρονικό διάστημα, και αφού είχε «μάθει» τα «βήματα» του χορού, ήταν το θερμαινόμενο ταψί, ενώ ο εξαναγκασμός στα χορευτικά «λικνίσματα» και ο ξυλοδαρμός συνεχίζονταν ισοβίως.
     Το μαρτύριο του βασανισμένου και σε άθλια βιολογική κατάσταση και εμφάνιση ζώου, «γέννησαν» τις φράσεις «θα σε χορέψω στο ταψί» και «το ξύλο της αρκούδας», που τις χρησιμοποιούμε ή περνάνε από τη σκέψη μας για άτομα τα οποία σκοπεύουμε/θέλουμε να υποβάλουμε σε κάποια όχι ευχάριστη δοκιμασία, να τους κάνουμε «καψόνια» κατά το κοινώς λεγόμενο, να τα τιμωρήσουμε ή να τα εκδικηθούμε.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 7.3.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου