Δευτέρα 6 Μαρτίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Η νύφη ήταν γριά!


     Πάνε ίσα και με σαράντα χρόνια από τότε που η γιαγιά Κοντύλω έλεγε και ξανάλεγε την ιστορία της και γέλαγε και η ίδια, αν και σίγουρα δεν ήταν μόνο για γέλια. Αλλά κάποιες φορές, το γέλιο μπορεί να είναι μηχανισμός άμυνας για την αντιμετώπιση δύσκολων και πονεμένων καταστάσεων. Και είχε ένα «βαθύ», «χοντρό» γέλιο η συχωρεμένη, που ίσως γι’ αυτό την παρακινούσαν ορισμένοι να τους την διηγηθεί και να την ξαναδιηγηθεί, αφού εύρισκαν και το γέλιο της χαριτωμένο. Το ήξερε, βέβαια, και η ίδια αυτό, μα πάντα πρόθυμη δεν χάλαγε χατίρι. Αφού έπαιρνε μια βαθιά ανάσα, ανάσα αναστεναγμού περισσότερο, χωρίς ν' αφήνει το πλεκτό της ή τη ρόκα της και το γνέσιμο, ξεκίναγε με χαμόγελο και το βλέμμα χαμηλωμένο:
     «Εγώ ήμουνα μοναχοκόρη. Είχα εφτά αδέρφια και όλοι δουλεύανε να με προικίσουνε, γιατί η μάνα μας κι ο πατέρας μας ήτανε φτωχοί. Στην κατοχή δεν πεινάσαμε, γιατί δεκάξι χέρια κι άλλα τέσσερα των γονιών μας στην οικογένεια, δόξα των Θεώ, δεν στερηθήκαμε το ψωμάκι. Πεταχτούλα και ζωντανή πάντα ήμουνα, αλλά ούτε οι γονιοί μου ούτε τ’ αδέρφια μου θέλανε να με δώκουνε σ’ όποιον κι όποιον. Θέλανε να έχει τον τρόπο του, για να περάσω κι εγώ καλά στη ζωή μου και να μη στερηθώ, γιατί με είχανε καλομαθημένη. Εγώ όμως δεν χαμπάριαζα. Ένοιωθα και ήμουν αντρογυναίκα. Δούλευα σκληρά, όπως και τ' αδέρφια μου. Πηγαίνανε κι ερχότανε τα προξενιά, κι όλα τα διώχνανε, μέχρι να χτυπήσει την πόρτα ο κατάλληλος, αφού και οι περισσότεροι ήτανε ξεβράκωτοι (γέλια). Και τ’ αδέρφια μου και οι γονιοί μου λέγανε ότι όλους τους ενδιέφερε η προίκα μου, γιατί ξέρανε ότι έχω τον τρόπο μου.
     Είχα περάσει τα τριάντα και κάμποσοι λέγανε ότι θα έμενα γεροντοκόρη (γέλια). Στα τριάντα δυο μου ήρθε ένα προξενικό από το άλλο χωριό. Οι δικοί μου τους είδανε καλοντυμένους και τα ζωντανά τους καλοταϊσμένα. Τέσσεροι ήτανε και τους θυμάμαι σαν να τους βλέπω τώρα μπροστά μου. Οι δυο, μάλιστα, ήρθαν με άλογα κι άλλοι δυο με μουλάρια. Οι περισσότεροι από τους προηγούμενους ερχότανε με γαϊδούρια (γέλια).
     Οι δικοί μου δεν απαντήσανε, ούτε ναι, ούτε όχι. Ρωτήσανε, κι αφού μάθανε ότι ήτανε από καλοστεκούμενη οικογένεια ο γαμπρός, ειδοποιήσανε τον προξενητή να τους απαντήσει με «ναι», κάπως “μαζωμένοι”, όμως, γιατί εγώ ήμουν και δυο χρόνια μεγαλύτερη από το γαμπρό. Σε λίγες μέρες ξαναήρθανε για να κλείσουνε τη δουλειά. Εμένα κανείς δεν με ρώτησε, αλλά και αν με ρώταγε, έπρεπε να πω «ναι», αφού εκείνοι το είχαν αποφασίσει, γιατί αν έλεγα «όχι» θα είχαμε ιστορίες (γέλια).
     Έγινε ο γάμος, αλλά δεν είδανε οι δικοί μου πολλά πολλά από τους συμπεθέρους. Μάλλον φτωχικά πράγματα. Εκείνοι, παιδί μου, κάνανε τον καμπόσο, αλλά δεν ήτανε όπως φαινότανε. Έξι αδέρφια ήτανε, τέσσερα παιδιά και δυο κοπέλες. Μαζί με την προίκα που μου δώκανε οι δικοί μου, σκουτιά, κατσαρολικά χωράφια κι άλλα τέτοια, μου δώκανε και τρία κτήματα. Ένα μήνα μετά το δικό μας γάμο, παντρέψανε τη μεγάλη κοπέλα τους, που την είχανε έτοιμη και της δώσανε προίκα το ένα από τα τρία δικά μου χωράφια! Αμ εμένα, μου δώκανε και λίρες οι δικοί μου, κάμποσες λίρες! Εγώ έβαλα λίρες και φτιάξαμε το σπίτι, που το είχανε μισοτελειωμένο. “Καλή η νύφη”, “καλή η νύφη”, λέγανε και ξαναλέγανε όλοι τους. Όλο με παίνιες (παινέματα) και με γλυκόλογα μου μιλάγανε και με πολλές παίνιες και με γλυκόλογα μιλάγανε και στον κόσμο για μένα. Μέσα κι εγώ σε όλες τις δουλειές και όλο το χωριό με καμάρωνε και με παίνευε. “Να γίνεις άξια σαν την Κοντύλω”, λέγανε οι μεγαλύτεροι στα κορίτσια τους κι εκείνο εμένα μου άρεσε. Όμως, κάτι όλο μ’ έτρωγε μέσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Όλο έβλεπα να κροφοκουβεντιάζουνε  μεταξύ τους τα κουνιάδια μου και με ζώναν τα φίδια. Αλλά τι να έκανα, που ήμουνα και γκαστρωμένη το πρώτο μου παιδί; Ένα βράδυ, τάχα έκανα πως δεν ήμουνα καλά από τη γκαστριά και είπα ότι θα πήγαινα να κοιμηθώ. Έλα μου, όμως, που έστησα αυτί και τους άκουσα να λένε ότι έπρεπε να κρατήσουνε μερικές λίρες, για να παντρέψουνε την άλλη κοπέλα, που ήτανε κι άσχημη! “Το προικιό παντρεύει το χτικιό”, είπα μέσα μου, που το έλεγε και η μανούλα μου κι έγινα τούρκος. Ούλη νύχτα δεν ησύχασα και δεν έκλεισα μάτι από τη στενοχώρια μου. Ο άντρας μου που ήρθε αργότερα στο κρεβάτι, ούλο με ρώταγε τί έχω. “Ανησυχία από τη γκαστριά” του έλεγα για να δικαιολογηθώ. Όμως, εκείνη η ανησυχία με βοήθησε να καταστρώσω το σχέδιό μου και να πάρω τις αποφάσεις μου. Σκέφθηκα ότι τους “είχα στο χέρι” με το παιδί στην κοιλιά.
     Το πρωί τους έφτιασα τραχανά να φάνε, για να φύγουνε για τις δουλειές τους. Μόλις μαζωχτήκανε ούλοι στο τραπέζι, άνοιξα το στόμα μου και τους μίλησα ορθά κοφτά:
     “...Χτες βράδυ που κουβεντιάζατε σιγά, άκουσα τι λέγατε.  Δεν φτάνει που σας έφτιασα το σπίτι και παντρέψατε τη μια κοπέλα σας με την προίκα μου, δεν φτάνει που είμαι δούλα σας, θέλετε να βάλτε χέρι και στις λίγες λίρες που μείνανε. Θα τις πάρω μαζί με το παιδί που έχω στην κοιλιά μου και θα γυρίσω στους δικούς μου. Άμα μάθουνε εκείνοι τα καμώματά σας, θα με μαζέψουνε…”.
     Λες και τους βάρεσε κεραυνός. Μείνανε ούλοι μαρμαρωμένοι.
     “Ώστε κρυφακούς;, μου είπε αγριεμένος ο μικρότερος κουνιάδος μου, ο Θοδωρής.
     Ο μεγάλος τους αδερφός, ο Παναγής  που τον λογαριάζανε και για δεύτερο πατέρα ούλοι τους, του έκοψε την κουβέντα και τον μάλωσε. Εκείνος έσκυψε το κεφάλι του ντροπιασμένος. Πέρασε λίγη ώρα και κανείς δεν έβαλε μπουκιά στο στόμα του, ούτε είπανε κουβέντα. Μόνο αλλάζανε βλέμματα μεταξύ τους. Τότε μίλησε ο Παναγής και για τους άλλους τέσσαρους:
     “Άκου να σου ειπώ, νύφη. Στο σπίτι που ήρθες, έχεις και κάποιες υποχρεώσεις…. Εγώ δεν έχασα χρόνο και του έκοψα την κουβέντα:
     Αν λέτε ότι δεν είμαι εντάξει στις υποχρεώσεις μου, ένας λόγος παραπάνω να φύγω. Σας είπα ότι οι δικοί μου θα με μαζέψουνε και θα με βοηθήσουνε να μεγαλώσω και το παιδί που θα γεννήσω. Και δεν θα πιστέψουνε εσάς. Εμένα θα πιστέψουνε.
     Ξανακοιταχτήκανε ανήσυχοι, αλλά ποτέ δεν μου ξαναείπανε κουβέντα. Σε λίγες μέρες ο Παναγής με κοίταξε στα μάτια και μου είπε:
     “Νύφη, κάμε μόνη σου κουμάντο τις λίρες της προίκας σου, με ό,τι καταλαβαίνεις πως έχει ανάγκη το σπίτι...”.
     Μέχρι να ’ρθει η μέρα να γεννήσω, είχαμε τελειώσει και το σπίτι και τελειώσανε και οι λίρες. Μόλις τελειώσανε οι λίρες, κοπήκανε οι παίνιες, κοπήκανε και τα γλυκόλογα! “Γριά η νύφη, γριά η νύφη, λέγανε τότε!  “Γριά η νύφη”, λέγανε και μετά τη γέννα μου. “Δεν ξέρουμε αν θα πιάσει άλλο παιδί” (πολλά και δυνατά γέλια). Μα ο Θεός μ’ αξίωσε κι έκαμα τέσσαρους λεβέντες που ούλοι τούς καμαρώνουνε και μια κοπέλα, που χαμογελάει και βγαίν' ο ήλιος», τέλειωνε την κουβέντα της με υπερηφάνεια.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπολος, 6.3.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου