Σάββατο 8 Ιουλίου 2023

Το δώρο του Μουρλοθόδωρου (διήγημα)


     Το είχε από γεννησιμιού του το πρόβλημα ο Θοδωρής, αλλά όσο μεγάλωνε και μέχρι να καβαλήσει τα είκοσι-εικοσιδυό, φαινόταν όλο και περισσότερο. Το συμπαθητικό του ψεύδισμα και η έλλειψη από το λόγο του άρθρων και μορίων, όπως «έρθει Κώστας» (θα έρθει ο Κώστας) ή «δώκεις τούτο Θανάση» (να το δώσεις τούτο στο Θανάση), ήταν γνωστά σε μικρούς και μεγάλους στο χωριό του. Κάποιοι τον μιμούνταν στην ομιλία, είτε για αστείο, είτε για εμπαιγμό, αλλά και κάποιες φορές για συμπάθεια. Κάμποσα παιδιά μιμούνταν πολλές φορές και το βάδισμά του όταν τον έβλεπαν, που είχε και σ’ αυτό μια δυσκολία. Αυτοί ήταν οι λόγοι που δεν πήγε και σχολείο. Τις πρώτες μέρες στην πρώτη τάξη τον πήγαινε η μάνα του και μετά συνέχισε μόνος του, αλλά σχεδόν κάθε μέρα γύριζε κλαίγοντας, αφού πολλά από τα άλλα παιδιά τον κορόιδευαν. Έτσι, οι γονείς του αποφάσισαν να τον σταματήσουν, παρά το θάρρος με το οποίο προσπαθούσε να τους ενισχύσει ο δάσκαλος.
     Μεγάλωσε ο Θοδωρής με το προσωνύμιο «το χαζό». Στη στρατιωτική επιτροπή που τον συνόδευσε ο πατέρας του να περάσει περιοδεύων, απορρίφθηκε ως Ι5 (γιώτα πέντε) και σαν τα χρόνια περνούσαν άλλαξε και το προσωνύμιό του: Από «το χαζό», έγινε «Μουρλοθόδωρος». Κάπου εκεί στα εικοσιπέντε, επιδεινώθηκε και το βάδισμά του και κούτσαινε περισσότερο. Από εκείνη τη νεαρή ηλικία, το ξεκίνημα τη ζωής για όλους, ο Θοδωρής τις περισσότερες φορές κράταγε μαγκούρα να στηρίζεται καλύτερα.  
     «Κάθε χωριό θέλει να έχει τον τρελό του, για να τον δείχνουν όλοι και να λένε: Να, εμείς δεν είμαστε σαν αυτόν», είχε πει μια φορά ένας γυρολόγος, που πέρναγε σε όλα τα χωριά με την πραμάτεια του φορτωμένη στο γάιδαρό του, από βελόνες και κουβαρίστρες, μέχρι και «είδη προικός» για τις ελεύθερες κοπέλες.
     Από την εκκλησία δεν έλειπε καμία Κυριακή και καμία γιορτή. Σχεδόν πάντα ντυνόταν παπαδάκι και βοηθούσε τον παπά είτε μέσα στο ιερό, είτε στη Μικρή και τη Μεγάλη Είσοδο, είτε να κρατήσει τη λαμπάδα αναμμένη μπροστά στο λειτουργό την ώρα της ανάγνωσης του Ευαγγελίου, ακόμα και σε μεγάλη ηλικία.
     Δεν ήταν λίγες οι φορές που ξάφνιαζε τους συγχωριανούς του με την εξυπνάδα του, εκεί που δεν το περίμεναν κι αυτό έκανε κάποιους να τον συμπαθούν. Για τους περισσότερους, όμως, ήταν «τυχαίο» ή 
«κάπου αλλού το άκουσε». «Φορτωνόταν» πολύ συχνά αστοχίες συγχωριανών του. Στην ερώτηση «ποιος το έκανε αυτό;», η απάντηση ήταν γνωστή: «Ο Μουρλοθόδωρος»! Όπως κάποτε, που πήγε ο γείτονάς του, ο Γρηγόρης, στο περιβόλι του να δει την πορεία του ποτίσματος και το νερό είχε εκτραπεί κι έτρεχε στο δρόμο. Βέβαιος ότι τη ζαβολιά την έκανε ο «Μουρλοθόδωρος», με το που τον είδε στην αυλή του σπιτιού του τού άστραψε ένα ξεγυρισμένο σκαμπίλι και σαν «συμπλήρωμα» μια καλή κλωτσιά με πολλές βρισιές. Όσο κι αν διαμαρτυρήθηκε ο καημένος, όσο κι αν προσπάθησε με κλάματα να του πει ότι δεν είχε δίκιο, ήταν πλέον αργά: Τις είχε φάει ξεγυρισμένες. Αυτή η άδικη χειροδικία του Γρηγόρη, ήταν η αιτία που οι δυο οικογένειες δεν ξαναμίλησαν κι ας ήταν μια πόρτα. Αυτό κράτησε πολύ καιρό, μέχρι που ο Μουρλοθόδωρος έπεσε από μια κορομηλιά που είχε ανέβει να φτάσει κορόμηλα κι έμεινε στη γης ακίνητος, φωνάζοντας δυνατά από τους πόνους. Τότε πρώτος ο Γρηγόρης έτρεξε κοντά του να τον βοηθήσει κι αμέσως μετά φώναξε τον μπάρμπα-Θύμιο, τον πρακτικό που έσαζε τα σπασίματα και τον γιάτρεψε. Ίσως ήταν και μια πράξη έμπρακτης μεταμέλειάς του κι ας ήρθε μετά από τόσον καιρό να ξαναμιλήσουν οι δυο οικογένειες.   

     Κοινό μυστικό που της Μάρως που έμενε στην άκρη του χωριού της «άρεσαν τα ξινά». Κάμποσοι άντρες όλο την γλυκοκοίταζαν, αφού την θεωρούσαν «εύκολη», ενώ όλες σχεδόν οι γυναίκες την «έθαβαν» όταν έπιαναν ψιλοκουβέντα. Μα κι όταν περνούσε από μπροστά τους, της γύριζαν περιφρονητικά την πλάτη, με μια ταυτόχρονη γκριμάτσα αποστροφής. Κάποια στιγμή, όμως, η κοιλιά της φούσκωνε κι αυτό άρχισε και φαινόταν. Την έκλεισαν μέσα ο πατέρας της και η μάνα της και τη σάπισαν στο ξύλο. Η μάνα της τη έχωνε μια πετσέτα στο στόμα να μην ακούγονται τα κλάματά της και οι φωνές της από τον πόνο του ξυλοδαρμού του πατέρα της, με τον πλάστη που άνοιγε φύλο!
     «Πες μου, μωρή, ποιος είναι, να πάω να τον πιάσω να τον μουνουχίσω στη μέση της πλατείας του χωριού», τη ρωτούσε επίμονα ο πατέρας της ο Αλέκος και ο πλάστης ανέβαινε και κατέβαινε ασταμάτητα στο κορμί της.
     «Ο Μουρλοθόδωρος είναι», είπε από τα πολλά η Μάρω!
     Σταμάτησε να τη δέρνει και μ’ ένα σάλτο βγήκε από το σπίτι.
     «Μα, με το Μουρλοθόδωρο, μωρή;», ήταν αυτό που δεν μπορούσε να χωνέψει η μάνα της και της έκανε την ίδια ερώτηση ξανά και ξανά. «Μα, με το Μουρλοθόδωρο, μωρή;», ενώ προσπαθούσε να της γλυκάνει τους πόνους από το ξύλο του πατέρα της στο κορμί της με μια βρεγμένη πετσέτα.
     Πέρασε σαν σίφουνας ο Αλέκος από την πλατεία και όλοι που ήταν εκεί κατάλαβαν ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Σε ελάχιστο χρόνο βρέθηκε απέξω από το σπίτι του Μουρλοθόδωρου και έβριζε και κατέβαζε καντήλια ασταμάτητα. Έγινε μεγάλη φασαρία.
     «Τι να του πεις, που είναι άντρας τριάντα χρονών;», αναρωτιόταν ο πατέρας του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
     Πολλοί χωριανοί, άλλοι από περιέργεια κι άλλοι να «σβήσουν τη φωτιά», είχαν μαζευτεί έξω από το σπίτι. Των περισσότερων οι σκέψεις και τα αναθεματίσματα πήγαιναν κατά τη Μάρω, που στην «ευκολία» της επάνω, έφτασε και μέχρι το Μουρλοθόδωρο.
     Ο καιρός περνούσε, η κοιλιά της όλο και φούσκωνε κι εκείνη περιφρονημένη και δακτυλοδεικτούμενη είχε κλειστεί στο σπίτι της. Ένα απόγευμα χτύπησε η πόρτα. Με το που άνοιξε η μάνα της, ήταν ο Μιχαλιός, ο γιος του μπακάλη.
     «Θέλω να δω τον άντρα σου, κυρ’-Αλέξαινα», της είπε εκείνος.
     Με το που άκουσε τη φωνή του η Μάρω μέσα από το δωμάτιο που ήταν κλεισμένη, μαρμάρωσε. Αν την έσφαζες, δεν θα έβγαζε ούτε μια σταγόνα αίμα.
     «Μέσα είναι… Πέρασε», του είπε εκείνη, με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της και στη στάση της, αφού δεν είχε περάσει ποτέ ούτε έξω από το σπίτι τους.
     «Δικό μου είναι το παιδί που έχει η Μάρω στην κοιλιά της και θέλω να την κάνω γυναίκα μου! Από σήμερα και πέρα θα σε λέω πατέρα! Μόλις σαραντίσει θα κάνουμε και το γάμο!», του είπε κι έσκυψε και του φίλησε το χέρι!
     Μαλάκωσε η καρδιά του Αλέξη, μαλάκωσε και τη Αλέξαινας και η Μάρω ένοιωσε τρισευτυχισμένη με την υπευθυνότητα του Μιχαλιού.
     Σαν γύριζε από την εκκλησία που είχε πάει να σαραντίσει με το παιδί στην αγκαλιά η Μάρω και οι ετοιμασίες του γάμου ήταν στο αποκορύφωμά τους, βγήκε στο δρόμο μπροστά της κουτσαίνοντας ο Μουρλοθόδωρος. Έβαλε το χέρι του στην τσέπη του, έβγαλε ένα δίδραχμο κι άπλωσε να της το δώσει:
     «Πάρεις σοκολάτα παιδιού!» (να πάρεις σοκολάτα του παιδιού!) της είπε με χαμόγελο και με βλέμμα κατεβασμένο από ντροπή!
     Η Μάρω χαμογέλασε αυθόρμητα, αλλά αμέσως έσκυψε στη γη, από πραγματική ντροπή εκείνη, αναλογιζόμενη σε τί περιπέτειες είχε βάλει το Θοδωρή, την οικογένειά του, την οικογένειά της και όλο το χωριό με το ψέμα της.
     Οι λίγοι που έμαθαν για τη χειρονομία ανθρωπιάς εκείνη του Θοδωρή, θαύμασαν κι ένοιωσαν ενοχές. Πόσο μακριά στέκονταν από την αγνή και άδολη ψυχή του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 8.7.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου