Το πιάτο του Κωστάκη (διήγημα)
Ο ενοχλητικός θόρυβος των σκουριασμένων
μεντεσέδων ακουγόταν συνέχεια και μονότονα στην πόρτα του τρίτου θαλάμου του
γηροκομείου. Το προσωπικό έμπαινε κι
έβγαινε συνέχεια, να τακτοποιήσει και τις τελευταίες λεπτομέρειες της μεταφοράς
των τροφίμων στη νέα μονάδα που εγκαινιάστηκε πρόσφατα, δωρεά μεγαλοβιομήχανου
της πόλης.
Ο περισσότερος εξοπλισμός είχε μεταφερθεί
κι έμενε ο απαραίτητος για τη διαβίωση των γερόντων, μαζί και τα προσωπικά τους
αντικείμενα στα κομοδίνα τους και στις ντουλάπες τους. Το προσωπικό του ιδρύματος
εκείνη την ημέρα πακετάριζε σε χαρτόκουτα και σακούλες τα αντικείμενά τους
αυτά. Δυο νοσοκόμες, η Γεωργία και η Μερόπη, έφτασαν και στο κομοδίνο της κυρά-Κατίνας,
που ήταν και το τελευταίο στη γωνία του θαλάμου, δίπλα στο κρεβάτι της.
Η κυρά-Κατίνα ήταν μια αυτοεξυπηρετούμενη
γιαγιά, γύρω στα ογδόντα πέντε. Ένα μυαλό ακονισμένο και μάτι αετίσιο, που δεν
της ξέφευγε τίποτα. Δίδασκε πάντα με τις συμβουλές της, συνομηλίκους και
νεότερούς της. Είχε πάντα τον τρόπο να κάνει το συνομιλητή της και τον ακροατή της
να κρέμονται από τα χείλη της. Το προσωπικό, και ιδίως οι νοσοκόμες, άκουγαν
πάντα με πολύ ενδιαφέρον και χαρά τις διάφορες ιστορίες που έλεγε, οι περισσότερες
από τη ζωή της, είτε ήταν ευχάριστες είτε όχι κι αυτό ήταν ο λόγος που είχε
κερδίσει την αγάπη, το σεβασμό και τη συμπάθεια όλων. «Κόρη μου» και «γιέ μου», ήταν η προσφώνησή
της σε όλους τους νεότερούς της, που πραγματικά αυτή την προσφώνηση την
ένοιωθε, αφού τη δική της κόρη την είχε χάσει.
Λίγες χαρτοπετσέτες, ένα παλιό μαχαίρι, το
κουτάλι της, το πιρούνι της, ένα παλιό μικρό ραδιόφωνο με μπαταρίες και μισό
πακέτο μπισκότα ήταν όλο το «βιός» της κυρά-Κατίνας στο συρτάρι του κομοδίνου
της. Ανοίγοντας οι κοπέλες αποκάτω, το ντουλάπι του, μαζί με τα λίγα ακόμα πράγματά
της, βρήκαν ένα καλά κλεισμένο χάρτινο κουτί από λουκούμια, με καμιά δεκαριά
φωτογραφίες κι άλλες ακόμα φωτογραφίες σε κορνίζα, προσεκτικά διπλωμένες με μια
νάιλον διάφανη σακούλα. Η μία, ολόσωμη, ενός άντρα αξιοπρόσεκτου με κουστούμι
και γραβάτα και η άλλη μιας πολύ όμορφης νεαρής κοπέλας. Πόσες και πόσες φορές
η κυρά-Κατίνα τις έβγαζε από το κουτί και το νάιλον, τις χάιδευε, τις φίλαγε
και κουβέντιαζε μαζί τους! Οι δυο νοσοκόμες κοιτάχτηκαν και τις έβαλαν
προσεκτικά μέσα στο κιβώτιο με τα άλλα προσωπικά της είδη. Κάτω από τις φωτογραφίες
ήταν κι ένα παλιό αλουμινένιο πιάτο. Και οι δυο τους απόρησαν, αφού το φαγητό
σερβιρόταν σε δίσκους. Χωρίς δεύτερη σκέψη, η Μερόπη που το κράταγε ήταν έτοιμη
να το βάλει στη μεγάλη μαύρη σακούλα με τα άχρηστα αντικείμενα για τα σκουπίδια.
Τότε η κυρά Κατίνα που παρακολουθούσε κάθε τους κίνηση, τινάχτηκε επάνω:
«Μη! Μη μου το κάνετε αυτό! Αυτό είναι το
πάτο του Κώστα μου! Εδώ έτρωγε! Δώστε το μου εδώ!» και με μια κίνηση σαν
ελατήριο και με κίνδυνο να πέσει από το κρεβάτι, το άρπαξε από τα χέρια της Μερόπης!
Οι δυο κοπέλες κοιτάχτηκαν με μεγάλη
απορία.
«Εδώ έτρωγε ο Κώστας μου!», τους είπε
αυστηρά. Νοιώθοντας να έχει στην «απόλυτη κατοχή» της τώρα το αλουμινένιο πιάτο,
χαλάρωσε η κυρά-Κατίνα. Παρά το φόρτο της δουλειάς που είχαν οι κοπέλες, δεν
μπόρεσαν να αντισταθούν στη γνωστή αφηγηματική δεινότητά της. Κάθισαν σε δυο
καρέκλες φορμάικας, δεξιά κι αριστερά του κρεβατιού, εκείνη πήρε μια ανάσα ανακούφισης
και τους διηγήθηκε μια ακόμα ιστορία της και την ιστορία του πιάτου:
«Με τον Κώστα μου πηγαίναμε μαζί στο σχολείο,
στο νησί. Στην απάνω γειτονιά του χωριού το σπίτι του ενός, στην κάτω του
άλλου, αλλά στο σχολείο σμίγαμε και είμαστε πάντα μαζί. Ήτανε λίγο
μικροκαμωμένος τότε και η δασκάλα τον έλεγε “Κωστάκη”. “Κωστάκη” τον έλεγα κι
εγώ κι αυτό το όνομα του ’μεινε. Έτσι τον ξέρανε και οι περισσότεροι και όταν
μεγάλωσε… Είχαμε υποσχεθεί ο ένας στον άλλον, πως άμα μεγαλώσουμε θα παντρευτούμε!
Παιδιάστικες κουβέντες, αλλά το πιστεύαμε… Και δεν ξέραμε να πονηρευτούμε για
έρωτες και τέτοια εμείς τότε…
»Όταν τελειώσαμε το σχολείο, βλεπόμαστε
πολύ σπάνια. Ούτε που θα μπορούσα να σκεφτώ να πω στους δικούς μου ότι θα πάω
στην απάνω γειτονιά, γιατί έπρεπε να δώσω λόγο τί θα έκανα εκεί. Μικρό
κοριτσάκι ήμουν ακόμα κι ας μου φαινόταν εμένα ότι μεγάλωσα που τέλειωσα το σχολείο. Λαχταρούσα πότε θα με στείλουν στην αγορά, που εκείνος
ήταν κάθε μέρα εκεί και θα βλεπόμαστε για λίγο...
»Από φτωχές οικογένειες ήμαστε και οι δυο
και η κατοχή μας είχε κάνει πολύ φτωχότερους. Μόλις φύγανε οι Γερμανοί, ο
Κωστάκης αναγκάστηκε να πάει στα καράβια. Είχε-δεν είχε κλείσει τα
δεκαπέντε. Ίδιας ηλικίας κι εγώ, τα “έβαψα
μαύρα”, αλλά σε ποιόν να έλεγα τον πόνο μου και ποιός να με καταλάβαινε;… Ένα
χρόνο μετά, μια θεία μου με προξένεψε μ’ ένα παιδί από το άλλο χωριό. Οι δικοί
μου το θεωρήσανε καλή ευκαιρία και με παντρέψανε. Δεν είχα κλείσει ακόμα τα
δεκάξι. Τον άντρα μου τον είδα για πρώτη φορά στην εκκλησία, που με περίμενε
για τα στέφανα! Στέφανο τον λέγανε, πολύ καλός άνθρωπος ήτανε, μα δεν μπόρεσα να
τον αγαπήσω. Ο νους μου ήταν ολοένα στον Κωστάκη! Στους έξι μήνες έμεινα έγκυος
και γέννησα την κόρη μου…
»Στα τρία χρόνια ο άντρας μου πέθανε και μ’
άφησε μ’ ένα μικρό κοριτσάκι στην αγκαλιά. Ευτυχώς που ήταν ακόμα οι γονιοί μου
νέοι και με βοηθήσανε να το αναθρέψω, γιατί τα πεθερικά μου και τα κουνιάδια
μου ποτέ δεν μου δώσανε σημασία, ούτε πριν το θάνατο του άντρα μου, ούτε και
μετά. Είχα μια κρυφή ελπίδα μέσα μου,
πως όταν ερχότανε ο Κωστάκης θα καταλάβαινε τον πόνο μου, αλλά μ’ ένα ξένο
παιδί στην αγκαλιά, ούτε που θα γύριζε να με κοιτάξει.
»Αρχές
του 1960, ένα νέο μας συντάραξε: Στο καράβι που ήταν ο Κωστάκης, ήτανε άλλοι
τρεις ακόμα από το νησί, το αιχμαλωτίσανε στον πόλεμο του Βιετνάμ. Κάθε βράδυ
όλοι οι άντρες μαζευότανε σ’ ένα από τα καφενεία που είχε ραδιόφωνο, μπας και
μάθουνε κάνα νέο. Όταν γυρίζανε σπίτι, περιμέναμε οι γυναίκες κι εμείς τα
παιδιά με κομμένη την ανάσα να μας πούνε κάτι. Άλλος τα έλεγε έτσι, άλλος τα
έλεγε αλλιώς, άκρη κανένας δεν μπορούσε να βγάλει. Σαν περάσανε δυο μήνες και
δεν είχαμε νέα τους, κάποιες γυναίκες στο νησί μαυροφορεθήκανε, όπως εμένα κάτι
μου έλεγε μέσα μου ότι ο Κωστάκης θα γυρίσει και θα είναι καλά.
»Ο καιρός όμως πέρναγε, τα χρόνια πέρναγαν
και ποτέ δεν ξανακούστηκε τίποτα γι’ αυτούς. Ήθελα-δεν ήθελα το πήρα κι εγώ απόφαση
να τον βγάλω από τις ελπίδες μου, όχι όμως από την καρδιά μου.
»Δεκαπέντε χρόνια μετά, ο Κωστάκης γύρισε
από την αιχμαλωσία. Μόνος του. Οι άλλοι τρεις είχανε πεθάνει από τις κακουχίες
και τις φυλακές. Σαν πάτησε το πόδι του στο νησί, ήρθε πρώτα στο δικό μου σπίτι
και μετά πήγε στο δικό του. Ήταν σκελετωμένος και πολύ αδυνατισμένος. Αγνώριστος. Ήταν ατέλειωτες οι περιπέτειές του στην αιχμαλωσία κι όταν μου έλεγε τις ιστορίες του, πάντα έκλαιγα. Το πώς κατάφερε και γύρισε ζωντανός, ούτε και ο ίδιος μπορούσε να το πιστέψει. Πάντα με έλεγε "ψιψίνα" χαϊδευτικά. "Η δικιά σου σκέψη και η αγάπη με κράτησαν ζωντανό, ψιψίνα μου", τελείωνε κάθε φορά τις φρικτές περιπέτειές του. Σιγά-σιγά συνήλθε και παντρευτήκαμε. Τί γάμο να ευχαριστιόμουνα, όμως, αφού δεν
είχε περάσει ένας χρόνος από το θάνατο της κόρης μου; Δυστυχώς, δεν μου έκανε τη χάρη ο Θεός να μου τον αφήσει. Οχτώ χρόνια μόνο ζήσαμε μαζί...
»Σε τούτο το αλουμινένιο πιάτο έτρωγε ο
Κώστας μου! Γι’ αυτό το κρατάω! Μου θυμίζει όμορφα χρόνια! Αυτό, η φωτογραφία
του και οι αναμνήσεις είναι τα μόνα που μου έχουν μείνει από κείνον!...
»Άντε, τώρα. Να μην σας κρατάω άλλο. Συνεχίστε
τη δουλειά σας», έκλεισε την κουβέντα της, συνεχίζοντας να κρατάει σφιχτά το
πιάτο στην αγκαλιά της και να το χαϊδεύει.
Η Μερόπη τη χάιδεψε στα μαλλιά κι έσκυψε και
τη φίλησε μητρικά στο δεξί μάγουλο. Ένα δάκρυ της, που δεν μπόρεσε να το κρατήσει,
κύλισε στα χιονισμένα μαλλιά της κυρά-Κατίνας.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου