Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2020

Η τιμωρία του Μίδα

     Για την αδιαφιλονίκητη παιδαγωγική αξία των παλιότερων σχολικών εγχειριδίων, και ιδιαίτερα των αναγνωστικών του δημοτικού, έχουν γραφεί και ειπωθεί πάρα πολλά και σημαντικά. Ξεφυλλίζοντας πρόσφατα το αναγνωστικό της Δ΄ τάξης, που διδάχθηκε από το 1955 ως το 1973, διάβασα ένα από τότε αγαπημένο και πολύ διδακτικό παραμύθι: Την "τιμωρία του Μίδα". Παραθέτω αυτούσιο το κείμενο (λείπει μόνο το πολυτονικό σύστημα), όχι απαραίτητα προς νοσταλγία των μεγαλύτερων, αλλά προς διδασκαλία των νεότερων:    
 
     Τον παλαιόν καιρόν ήτο κάποιος βασιλεύς, ο οποίος ελέγετο Μίδας. Ήτο ο πλουσιότερος βασιλεύς του κόσμου. Δεν ήτο όμως ευχαριστημένος από τα πλούτη του και ήθελε ν’ αποκτήσει και άλλα.
     Όταν εβασίλευε ο ήλιος και έβλεπε τα χρυσά τα σύννεφα εις τον ουρανόν, έλεγεν:
      –  Αχ και να  ήσαν όλα εκείνα τα σύννεφα χρυσάφι και το χρυσάφι να ήταν όλον ιδικόν μου!
     Είχε και μίαν θυγατέραν, την οποίαν ηγάπα όσο και τον χρυσόν. Εκείνη όμως ηγάπα πολύ τα λουλούδια. Κάθε τόσον έκαμνεν ωραίας ανθοδέσμας και τα προσέφερεν εις τον πατέρα της. Αλλά εκείνος αναστέναζεν βαθέως και της έλεγεν:
      – Αν ήσαν χρυσά τα λουλούδια σου, πόσον περισσότερον θα ήξιζαν!
 
     Μίαν ημέραν εκάθητο ο Μίδας εις την αίθουσαν του παλατίου του και εσυλλογίζετο πώς θα πληθύνει τους θησαυρούς του. Έξαφνα, βλέπει εις το κατώφλιον ένα ξένον, ο οποίος εκοίταζε με θαυμασμόν. Τότε ήκουσε να του λέγη:
     –  Τί πλουσία και χρυσοστόλιστος αίθουσα; Εδώ μέσα και αυτός ο Ζευς θα εκάθητο με ευχαρίστησιν! Ευτυχισμένε βασιλεύ, που τίποτα δεν σου λείπει...
     –   Έχεις λάθος! Είπεν με στεναγμόν ο Μίδας. Εκείνο το οποίον επιθυμεί η καρδία μου, δεν το έχω.
      –  Και ποίον είναι εκείνον το οποίο επιθυμεί η καρδία σου; ερωτά ο ξένος.
      –  Θέλω ό,τι αγίζω να γίνεται χρυσάφι! αποκρίνεται ο βασιλεύς.
      –  Δεν πιστεύω να το λέγης σοβαρά; είπεν ο ξένος. Εγώ είμαι από τους θεούς, τον οποίον έχεις πολύ ευχαριστήσει. Ειπέ μου, τί θέλεις από εμέ;
      –  Θέλω ό,τι αγγίζω να γίνεται χρυσάφι, είπεν πάλι ο Μίδας.
      –  Ας γίνει το θέλημά σου. Από αύριον το πρωί ό,τι εγγίζης θα γίνεται χρυσός.
 
     Όλην τη νύχτα ο φιλάργυρος βασιλεύς δεν εκοιμήθη. Δεν έβλεπεν την ώραν να εξημερώση, δια ν’ αρχίση το θαύμα.
     Και μόλις είδεν από το παράθυρόν του να ροδίζη η ανατολή, εσηκώθη βιαστικά από την κλίνη του.
     Και αληθινά, το θαύμα ήρχισεν αμέσως. Ότι ήγγιζεν με τα ς χείρας του εγίνετο χρυσός.
     Τρελλός από την χαράν του, κατέβη εις τον κήπον. Λουλούδια, λαχανικά, κλαδιά, καρποί, όσα και αν ήγγιζεν, ευθύς εγίνοντο ολόχρυσα.
     Από τον κήπον ο βασιλεύς ανέβη εις την τραπεζαρίαν. Ύστερα από λίγην ώραν ήλθε και η κόρη του εις την τραπεζαρίαν. Και καθώς είδεν τα λουλούδια χρυσωμένα είπεν:
      –  Ω! τί άσχημα λουλούδια! Καμίαν γλυκείαν ευωδίαν δεν έχουν!
      –  Δεν ηξεύρεις τί λέγεις. Κάθισε τώρα να φάγωμεν! της λέγει ο πατήρ της.
     Αλλά πώς ήτο δυνατό να φάγη, αφού ό,τι ήγγιζεν εγίνετο χρυσός;
     Τότε ενόησε το κακόν που έπαθε και ήρχισε να φωνάζει:
      –  Δυστυχία μου! Πώς θα ζήσω τώρα;
     Τί έχεις πατέρα μου; του λέγει τρομαγμένη η κόρη του και τρέχει να τον αγκλιάση.
     Ήνοιξε κι εκείνος την αγκάλην του, αλλά μόλις την ήγγισεν, έγινε η κόρη του ολόχρυσον άγαλμα.
     Ο Μίδας, καθώς είδεν την κόρην του, ήρχισε να κλαίη και να φωνάζη:
     –   Ακριβή μου κόρη, εγώ με την απληστία μου σε εσκότωσα! Ας ήτο δυνατό να σε ίδω πάλιν ζωντανήν, ν’ ακούσω την φωνήν σου, και ας γίνω ο πλέον πτωχός άνθρωπος του κόσμου.
     Τότε παρουσιάσθη πάλιν ο ξένος και του λέγει:
      –  Βλέπω πως η καρδία σου δεν έχει παραδοθεί ολόκληρος εις τον χρυσόν, αφού τόσον αγαπάς την κόρην σου. Ελπίζω να έμαθες τώρα, ότι τα πλούτη δεν είναι η μεγαλυτέρα ευτυχία εις τον άνθρωπον. Πήγαινε εις τον ποταμόν να φέρης νερόν και να ραντίσεις όσα πράγματα θέλεις να γίνουν πάλιν όπως ήσαν πρότερον.
     Έτρεξε αμέσως ο Μίδας και έφερε νερόν. Και πρώτον ερράντισε την κόρην του. Αμέσως έλαβε ζωή εκείνη. Κατέβη τότε μαζί της εις τον κήπον και ερράντισαν τα άνθη, τα δέντρα, τους καρπούς και κάθε τι, το οποίον είχε εγγίσει με τας χείρας του ο φιλάργυρος βασιλεύς. Όλα έγιναν όπως ήσαν και πριν.
 
     Επέρασαν πολλά έτη και ο Μίδας διηγείτο το πάθημά του εις τους μικρούς εγγόνους του και έλεγεν εις αυτούς:
     –   Τα ξανθά σας μαλλιά, παιδάκια μου, αξίζουν περισσότερον και από το λαμπρότερον χρυσάφι.
 
Μυθολογικά στοιχεία:
 
     Στην ελληνική μυθολογία ο Μίδας ήταν βασιλιάς της Φρυγίας, γιος ενός φτωχού αγρότη, του Γόρδιου, απόγονος του Μακεδονικού γένους των Βριγών. Έφτασε στη Φρυγία, επιβαίνοντας σ’ ένα κάρο κι επειδή επαληθεύθηκε έτσι ένας παλαιότερος χρησμός, που έλεγε ότι ο μελλοντικός βασιλιάς θα έρθει με κάρο, ανέβηκε στο θρόνο και απέκτησε αμύθητα πλούτη. Όταν οι Κιμμέριοι εισέβαλαν στη Φρυγία, κατέλυσαν το βασίλειό κι εκείνος από τη λύπη του αυτοκτόνησε.
 
               Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 30.11.2020

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου