Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2020

«Αλλοτινές μου εποχές» (διήγημα)


     Παρασκευή απόγευμα και οι ανοιξιάτικες μέρες είναι καλύτερη η μία από την άλλη. Το κρύο του χειμώνα ανήκει στο παρελθόν και οι πασχαλιάτικοι στολισμοί στα καταστήματα της μεγαλούπολης έχουν την τιμητική τους, αφού η Μεγάλη Βδομάδα απέχει μια ανάσα. Ακόμα και σε μικρομάγαζα μπορεί να δει το μάτι σου από πολύχρωμες λαμπάδες και φαναράκια για το Άγιο Φως, μέχρι και κάθε λογής λαμπριάτικα στολίδια. Τα πεζοδρόμια έχουν γεμίσει από πλανόδιους μικροπωλητές, κάποιοι εκ των οποίων επιδίδονται στο εμπόριο μικρών κλωσόπουλων, έναντι ευτελούς αξίας το καθένα. Κι αυτά, με το απεγνωσμένο και μονότονο «τσι-τσι-τσι» τους, προσκαλούν και τα ίδια τους φιλέσπλαχνους αγοραστές. Ίσως έτσι γλιτώσουν από το μεγάλο συνωστισμό που τους παρέχει η «φιλοξενία» του διακινητή-εμπόρου και πολύ συχνά ο συνωστισμός αυτός είναι και αιτία θανάτου.
     Ο παππούς ο Τάκης έχει πάρει από το χέρι τον εγγονό του, που έχει και τ’ όνομά του, και έχουν βγει μαζί σε κεντρικό δρόμο της πόλης. Το συνήθιζαν κάθε Παρασκευή, αφού μετά τα πρωινά μαθήματα στην δευτέρα δημοτικού, η επόμενη μέρα ήταν χαλαρή για το παιδί. Το μάτι του παππού φαίνεται αχόρταγο, αν και έχει δει και ξαναδεί πολλές φορές Πασχαλινό διάκοσμο, τόσα χρόνια στη ζωή του. Το μικρό Τάκη δεν φαινόταν να του έκανε κάτι ιδιαίτερο εντύπωση. Ήθελε να πάνε γρήγορα στο κατάστημα κινητής τηλεφωνίας, για να δει στη βιτρίνα το τάμπλετ που ήταν συνέχεια ανοιχτό και έδειχνε διάφορες εικόνες, ιδίως κινουμένων σχεδίων. Κάθε φορά που πέρναγαν από εκεί, με τον παππού ή με τους γονείς του, τους κράταγε από το χέρι να μην φύγουν και να μείνει όσο περισσότερο μπορούσε να το απολαύσει.
     Η «μεγάλη στιγμή» για το μικρό Τάκη δεν άργησε να ’ρθει, αφού ο παππούς ήξερε την αδυναμία του και δεν ήθελε να του χαλάει χατίρι. Κι ο λόγος γι’ αυτή τη συνεχή υποχώρηση στον εγγονό του δεν ήταν άλλος, αφού και ο ίδιος και οι γονείς του παιδιού δεν συνηγορούσαν να του πάρουν το «παιχνίδι» εκείνο από αυτή της ηλικία. Ένοιωθαν τη λαχτάρα του και πόσο άβολα και μειονεκτικά ένοιωθε κι εκείνο έναντι των συνομηλίκων του, που  σχεδόν όλοι το κράταγαν στα χέρια τους, αλλά δεν είχαν σκοπό ακόμα να ενδώσουν.
     Κολλημένος στη βιτρίνα του καταστήματος, παρακολουθούσε από την άκρη του πεζοδρομίου τις χωρίς ήχο εναλλασσόμενες εικόνες στο τάμπλετ, έχοντας κολλημένο το βλέμμα του εκεί. Τι κι αν πέρασαν δύο φίλοι του με τους γονείς τους και του μίλησαν, ο ένας μάλιστα τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη, δεν τους πολυέδωσε σημασία. Σήκωσε μόνο το δεξί του χέρι, κι αυτό μηχανικά, ανταποδίδοντάς τους έτσι το χαιρετισμό, αλλά δεν γύρισε το βλέμμα του καθόλου προς το μέρος τους.      
     Ο παππούς ο Τάκης έκανε δυο-τρία βήματα πίσω και κάθισε στο παγκάκι, αφήνοντας τον εγγονό του να χορτάσουν τα ματάκια του. Εξεπλάγη σε λίγα λεπτά, όταν είδε δίπλα από το κατάστημα κινητής τηλεφωνίας ένα άλλο με βιβλία και παιδικά παιχνίδια, που πριν ήταν ξενοίκιαστο. Άφησε το παγκάκι και πήγε να το «εξερευνήσει», παρακολουθώντας παράλληλα και ανελλιπώς και το μικρό Τάκη. Είδε κούκλες, κουκλάκια, υφασμάτινα και πλαστικά, μα εκεί που σταμάτησε το βλέμμα του ήταν τα αυτοκινητάκια. Αν δεν σκεφτόταν ότι θα γίνει περίγελως του καταστήματος και των περαστικών, πολύ θα ήθελε να πάρει ένα από αυτά και να παίξει στις πλάκες του πεζοδρομίου! Τα αυτοκινητάκια ήταν τα παιχνίδια που δεν χόρτασε στα παιδικά του χρόνια ο παππούς ο Τάκης. Η οικονομική δυσχέρεια των γονιών του στο χωριό, τα πρώτα χρόνια μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή, δεν επέτρεπαν τέτοια ανοίγματα, ούτε στη σκέψη. Τέσσερα-πέντε αυτοκινητάκια όλα κι όλα στην παιδική του ηλικία που έφτασαν στα χέρια του, ήταν από την αγαπημένη του θεία.
     Πώς θα μπορούσε, όμως, να ξεχάσει κι εκείνο το «κουρσάκι του περιπτερά»! Σ’ ένα από τα λίγα ταξίδια που έκανε με τη μητέρα του στην πόλη, συνάντησαν έξω από ένα περίπτερο έναν συγχωριανό τους και πιάσανε την κουβέντα. Ο μικρός τότε Τάκης βρήκε την ευκαιρία και πήγε στο πίσω μέρος του περιπτέρου που ήταν κάτι παιχνίδια. Προσπαθούσε να τα χορτάσει με τα μάτια τη λίγη ώρα που είχε στη διάθεσή του. Μάλλον ο περιπτεράς είδε τη λαχτάρα του, βγήκε από το περίπτερο, πήρε ένα μικρό μπλε κουρσάκι και του το χάρισε! Ξεχνιέται ποτέ αυτή η ευλογημένη στιγμή;
     Έτρεξε γρήγορα στη μητέρα του και της το είπε, δείχνοντάς της το κατενθουσιασμένος! Περήφανη κι αυτή καθώς ήταν, ήθελε να το επιστρέψει στον περιπτερά. Έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια του ο γιος της, μήπως και αλλάξει γνώμη εκείνος, αλλά της είπε ότι το «χαρίζει με την καρδιά του στο παιδί».
     Το έπαιζε αχόρταγα, κοιμόταν με αυτό κάτω από το μαξιλάρι του, μα κι όταν δεν έπαιζε, το είχε συνέχεια στην τσέπη του. Φανταζόταν ότι κάπως σαν αυτό θα ήταν το αληθινό αυτοκίνητο που θα έπαιρνε όταν μεγαλώσει, να κάνει πολλούς να ζηλέψουν, να ταξιδέψει και να γνωρίσει πολύ κόσμο και να δει πώς ζουν οι άνθρωποι σε άλλους τόπους. Και στο χωριό που γύρισε, δεν ήταν μικρότερη η χαρά του, όταν έπαιζε μ’ αυτό με τους φίλους του, φτιάχνοντας «δρόμους» στις αυλές τους, να περνάει το κουρσάκι του. Χώρια που πάντα είχε τον πρώτο λόγο στις ζωγραφιές του.
     Γύριζε συνέχεια το κεφάλι του ο παππούς ο Τάκης και παρακολουθούσε τον εγγονό του, που απομονωμένος και με αφοσίωση έβλεπε το παιχνίδι της δικής του αρεσκείας. «Βρε, πώς αλλάζουν οι καιροί», ψέλλισε. Από ένα αυτοκίνητο που περνούσε εκείνη τη στιγμή με ανοιχτά παράθυρα, ακουγόταν ένα τραγούδι ίδιο με τις σκέψεις του, αλλά με δισφορετικά λόγια: «Αλλοτινές μου εποχές, αλλοτινοί μου χρόνοι», με το Στέλιο Καζαντζίδη!
     Κοίτα σύμπτωση, αναλογίστηκε ο παππούς ο Τάκης και κούνησε με σκεπτικισμό το κεφάλι του!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.11.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ  )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου