Τετάρτη 29 Μαΐου 2019


Η συνδιάλεξη
Διήγημα


Σύντομος πρόλογος

     Η τεχνολογία της τηλεπικοινωνίας σήμερα, όπως και όλες οι άλλες, έχει εκτοξευθεί σε δυσθεώρητα ύψη. Τόσο πολύ, πού ούτε σενάριο επιστημονικής φαντασίας σε θα μπορούσε να συλλάβει πριν λίγες δεκαετίες την τωρινή εξέλιξη. 
     Το συνηθισμένο και τις περισσότερες φορές μοναδικό μέσο επικοινωνίας με τους ξενιτεμένους ήταν το παραδοσιακό γράμμα, που έφτανε στα χέρια τους ύστερα από καμιά δεκαριά μέρες και άλλες τόσες να έλθει η απάντηση. Στο σύντομο διήγημα που ακολουθεί, ας θυμηθούμε τις δυσκολίες του μαραθώνιου αγώνα που χρειαζόταν για μια τηλεφωνική επικοινωνία, με την τεχνολογία της εποχής εκείνης, φυσικά. Είναι κι ένας έμμεσος τρόπος να μαθαίνουν και οι νεότεροι, που από την πρώτη μέρα της ζωής τους έχουν στη διάθεσή τους τον πανεύκολο τρόπο συνομιλίας και ζωντανής προβολής εικόνας, οποιαδήποτε στιγμή του εικοσιτετραώρου και με οποιοδήποτε σημείο του κόσμου.
     Αν και το διήγημα έχει στοιχεία και της φαντασίας και τα ονόματα είναι κι αυτά φανταστικά, εν τούτοις η επικοινωνία των ορεινών περιοχών, τόσο μεταξύ τους, όσο και με μικρά και μεγάλα αστικά κέντρα, ήταν μέχρι πριν λίγες δεκαετίες (λιγότερες από πέντε!) όπως περιγράφεται στις παραγράφους του. Ίσως και πολύ δυσκολότερη.
-------------
    Ντριν… ντριν…. ντριν, χτύπησε κάμποσες φορές το τηλέφωνο του κυρ-Αντρέα, του προέδρου του χωριού, εκείνο το χειμωνιάτικο μεσημέρι. Μόλις είχανε φάει με τη γυναίκα του και μετά το τσιγάρο θα ξάπλωνε λιγουλάκι, όπως το συνήθιζε όταν είχε την ευκαιρία. Ο μικρότερος γιος τους, ο Βασίλης, που είχε μείνει στο χωριό, ήταν στα  χωράφια και θα γύριζε στο νύχτωμα.
    «Λυσάξανε σήμερα! Μας έχουνε πάρει τρεις φορές από το πρωί!», είπε η γυναίκα του, η Γιωργία, που μάζευε τα πιάτα μετά το φαΐ. Τα άφησε όπως-όπως πάνω στο νεροχύτη κάνοντας θόρυβο, σκούπισε τα χέρια της στην ποδιά της και με βαριεστημένα βήματα κατευθύνθηκε στο χολάκι του σπιτιού τους που είχαν το πολύτιμο και μοναδικό στο χωριό μαύρο κουτί με το ακουστικό. Ήξερε ότι η φωνή ήταν του Θανάση, του τηλεγραφητή από το κεφαλοχώρι. Μόνο εκείνο το τηλέφωνο μπορούσε να τους καλέσει και το ίδιο πάλι χτύπαγε με το γύρισμα της μανιβέλας, για να τους έφερνε σε επαφή με τον «έξω» κόσμο.
     «Εμπρός!... Εμπρός!... Ναι!... Ναι!... Εμπρός!... Θανάση, μ’ ακούς; Τι θες;».
     Καμία απάντηση!
     Συνέχισε να κρατάει με το αριστερό χέρι το ακουστικό, το κατέβασε από το αυτί της και πίεσε τη μαύρη συσκευή πάνω στο τραπεζάκι να τη σταθεροποιήσει. Με το δεξί της γύρισε τρεις στροφές τη μανιβέλα, που είχε σφίξει κι έκανε ένα σφύριγμα, από τη χρήση τόσων χρόνων που το είχαν.
     «Έλα!», ακούστηκε στην άλλη άκρη της γραμμής η διαπεραστική αντρική φωνή του τηλεγραφητή.
     «Τι είναι, βρε Θανάση;»
     «Γιωργία, πού είν’ ο πρόεδρος;»
     «Τί τον θέλεις;».
     «Έχετε Ελένη Παπά στο χωριό;».
     «Ναι, έχουμε. Γειτόνισσά μας είναι».
     «Να την ειδοποιήσετε για αύριο το πρωί στις έντεκα. Θα έχει συνδιάλεξη από την κόρη της τη Γιώτα, από την Αθήνα».
     Άκουσε τις απαντήσεις της γυναίκας του στον τηλεγραφητή ο μπάρμπ’-Αντρέας και κατάλαβε. Τη ρώτησε μόνο:
     «Για ποιόν είναι η συνδιάλεξη;»
     «Για την Ελένη, του Τάκη του Παπά, αύριο στις έντεκα» και συνέχισε μονολογώντας και σκεπτική: «Να ιδούμε πώς πάει κι εκείνο το παιδάκι… Δεν μου αρέσανε καθόλου όπως μου τα έλεγε προχτές η Ελένη…»
     «Από τότε που φορτώθηκα το προεδριλίκι, φορτώθηκα και το τηλέφωνο και έχουμε γίνει τηλεφωνείο», είπε ο Αντρέας και συνέχισε: «Ότι κι αν συμβεί, ό,τι ώρα κι αν είναι, μέρα και νύχτα, καλοκαίρι και χειμώνα, εμάς θα ενοχλήσουνε πρώτα. Άσε που πρέπει να είμαστε κάποιος εδώ να το φυλάμε μη χτυπήσει. Χώρια τα λεφτά που πληρώνουμε... Θα το καταργήσω», είπε κάπως αγανακτισμένος.
     Η γυναίκα του κούνησε το κεφάλι της, συμφωνώντας με τα όσα έλεγε ο άντρας της, αλλά όχι με την κατάργηση του τηλεφώνου. Ύστερα από λίγη σκέψη του απάντησε:
     «Το τηλέφωνο είναι χρήσιμο κι αφού το έχουμε, καλό είναι να το κρατήσουμε. Εξυπηρετεί εμάς πρώτα. Τα παιδιά μας λείπουνε μακριά, Σηκώνουμε το ακουστικό και μαθαίνουμε τί κάνουνε την ίδια στιγμή. Άντε να στέλνεις γράμμα και να καρτερείς να ’ρθει η απάντηση ύστερα από δεκαπέντε ημέρες. Θυμάσαι τότε που ήτανε είκοσι μέρες χαλασμένο; Πέθανε ο μπάρμπ’-Αναστάσης και τρέχανε μ’ ένα γόνα* χιόνι στο άλλο χωριό να ειδοποιήσουνε τα παιδιά του οι άνθρωποι…».
     Ο μπάρμπ’ Αντρέας έδειχνε να προβληματίζεται κι έσφιξε τα χείλη του. Η γυναίκα του συνέχισε:
     «Άσε που το τηλέφωνο σού χρειάζεται και για την κοινότητα. Πώς θα πάρεις ειδοποίηση από το νομάρχη και πόσες φορές θέλεις εσύ να μιλήσεις μαζί του; Και τόσα και τόσα άλλα… Τα ξεχνάς; Αλλά κι όλος κόσμος που εξυπηρετείται, τη μάνα μας και τον πατέρα μας σ’χωράνε… Ναι, δεν λέω, πληρώνουμε κάμποσα λεφτά, αλλά δεν είμαστε απ' αυτό φτωχοί.».
     «Καλά, μια κουβέντα είπα...», της απάντησε εκείνος μετανοιωμένος για την απερισκεψία του.  
     Την άλλη μέρα το πρωί, η «Ελένη του Παπά» είχε πάει και μια ώρα νωρίτερα στο σπίτι του προέδρου να περιμένει τη συνδιάλεξη. Το ρολόι του σπιτιού άχρηστο τής ήτανε, γιατί δεν ήξερε την ώρα. Αν δεν ήταν άλλος εκεί, την υπολόγιζε με τον ήλιο, όταν είχε ξαστεριά, ή αλλιώς ρώταγε κάνα περαστικό!
     Από την ώρα που πάτησε στο κατώφλι του σπιτιού του προέδρου, αν και προσπαθούσε να φαίνεται ήρεμη, δεν το κατάφερνε.  Καθότανε στα καρφιά! Μέρα-νύχτα την περίμενε αυτή τη συνδιάλεξη από τότε που αρρώστησε το παιδί και δεν την κόλλαγε ύπνος. Τόσον καιρό το εγγονάκι της στο νοσοκομείο και τα πράγματα δεν πηγαίνανε καθόλου καλά.
     Η νοικοκυρά της έφτιαξε καφέ, της έβγαλε και δυο κουλουράκια και πιάσανε την κουβέντα μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Ο Αντρέας έλειπε από το σπίτι και μπορούσανε να μιλήσουνε πολύ πιο άνετα οι δυο γυναίκες. Έλεγε τον πόνο της εκείνη και κάθε τόσο φούσκωνε και ξεφούσκωνε από την αγωνία της, μέχρι να χτυπήσει το τηλέφωνο. Η Γιωργία προσπαθούσε να της αλλάξει κουβέντα να σκορπίσει λίγο το μυαλό της, κι άλλοτε να βρει λόγια που θα της έδιναν λίγη ελπίδα κι αισιοδοξία.
     Τινάχτηκε σαν ελατήριο με το πρώτο «ντριν» και τα κάμποσα μέτρα που τη χώριζαν από το «μαγικό» μαύρο κουτί που θα της έφερνε τα νέα, τα έκανε μ’ ένα σάλτο. Η καρδιά της χτύπαγε πολύ γρήγορα και κόντευε να σπάσει. Άρπαξε το ακουστικό και το έβαλε στο αυτί της.
     «Εμπρός!… Εμπρός!...».
     Η Γιωργία την ακολούθησε, με αγωνία κι αυτή για την υγεία του παιδιού. Μια πόρτα τις χώριζε τόσα χρόνια και ο πόνος της μιας ήταν πόνος και της άλλης, όπως και οι χαρές.
     «Δεν ακούγεται κανείς», γύρισε και της είπε η Ελένη, με απορία και αγωνία μαζί, ζωγραφισμένες στο πρόσωπο.
     Η Γιωργία είδε τότε που κράταγε λάθος το ακουστικό:
     «Αλλιώς βάλτο! Όχι την άκρη με το καλώδιο στο αυτί! Στο στόμα πάει η άκρη με το καλώδιο» και τη βοήθησε να το γυρίσει στη σωστή θέση.
     Με τις πρώτες λέξεις που άκουσε η Ελένη από την άλλη άκρη του σύρματος, έλαμψε το πρόσωπό της! Κατάλαβε και η Γιωργία ότι τα νέα ήταν ευχάριστα και απομακρύνθηκε διακριτικά. Μόλις τελείωσε η συνδιάλεξη, άφησε το ακουστικό στη θέση του και γύρισε στη γειτόνισσά της και πολλά χρόνια καλή της φιλενάδα:
     «Ευχαριστώ πολύ, Γιωργία μου!», είπε με ευγνωμοσύνη και σκουπίζοντας τα δάκρυα χαράς από τα μάτια της. Αμέσως συνέχισε: «Να είσαι καλά κι εσύ κι ο άντρας σου και τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας! Πάει καλύτερα το παιδί και μάλλον μεθαύριο θα βγει από το νοσοκομείο, μου είπε η Γιώτα. Αν δεν είχατε τούτο το ευλογημένο τηλέφωνο, θα μουρλαινόμουνα μέχρι να ’ρθει το γράμμα. Αλλά και τα γράμματα στον Αντρέα τα φέρνω και μού τα διαβάζει κι αυτός μού γράφει στα παιδιά μου… Δεν έμαθα γράμματα η κακομοίρα…
---------------------------

* Γόνα: «Μονάδα μέτρησης» του ύψους του χιονιού. Διαβάστε εδώ:

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.5.2019
(Σύντομο βιογραφικό: εδώ )

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου