Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Το «δικό μας» ράλι «Ακρόπολις» (δεκαετία 1970)!


(Αναδημοσίευση από τη συλλoγή αφηγημάτων μου με τίτλο
«Η φωτογραφία», εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2012



    Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» στη δεκαετία του 1970 περνούσε από πολλά χωριά των Καλαβρύτων. Άθλιος ο δρόμος, αλλά και μοναδικής διαδρομής. Ας θυμηθούμε μέσα από ένα βιωματικό αφήγημα πώς το ζούσαμε εκείνη την εποχή, με την ευκαιρία της αναμ,ενόμενης σύγχρονης διοργάνωσης, 9-12 Σεπτεμβρίου 2021.  


Σύντομο ενημερωτικό σημείωμα*

     To Ράλι Ακρόπολις ήταν ένας από τους σημαντικότερους και παλαιότερους αγώνες αυτοκινήτου στην Ελλάδα, που πέρα από το αθλητικό και πολιτιστικό του ενδιαφέρον, ανεδείκνυε και τις περιοχές διέλευσής του. Η διοργάνωσή του ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από την ΕΛΠΑ και ένα από τα ιδρυτικά του μέλη ο Απόστολος Νικολαΐδης. Το 1960 ο αγώνας συμπεριλαμβάνεται στο Ευρωπαϊκό και από το 1973 και στο παγκόσμιο πρωτάθλημα οδηγών και κατασκευαστών αυτοκινήτων. Από το 2013 δεν προσμετράται στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα λόγω οικονομικών δυσχερειών, ενώ το τελευταίο χρονικό διάστημα αυτό επανεξετάζεται. Η εκκίνησή του δινόταν κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης και ο τερματισμός του γινόταν στο Ζάππειο.

* Πηγή: Βικιπαίδεια
-----------------------------

     Πέρα από το Πάσχα και τις πασχαλινές διακοπές, την αναγέννηση της φύσης, την αισιοδοξία και την ευχάριστη διάθεση της άνοιξης, είχαµε κι άλλον έναν λόγο στα πρώτα γυµνασιακά µας χρόνια να θέλουµε να έλθει αυτή η εποχή: Το ράλι «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»!
     Ένα κοµµάτι της διαδροµής ήταν και το πέρασµα από τα χωριά µας, στο δρόµο Κλειτορία – Σοποτό – Τριπόταµα. Μέσα, λοιπόν, στο ήρεµο και γαλήνιο περιβάλλον των τόπου µας, το θέαµα αυτό, που δεν ήταν απλό και συνηθισµένο, µπορούσαµε να απολαύσουµε ζωντανά! Το ενδιαφέρον και η αγωνία, µα προ πάντων η οπτική και ακουστική επαφή, έδιναν την απόλυτη µοναδικότητα και µας έκαναν να το θεωρούµε σαν κάτι το πολύ φαντασµαγορικό. Το ζούσαµε πάρα πολύ έντονα και σε συνδυασµό µε την υπαρκτή πιθανότητα να «τραφιαστούν» αυτοκίνητο οδηγός και το συνοδηγός, ανέβαζε κατακόρυφα και τη δική µας αδρεναλίνη. Γι’ αυτό το περιµέναµε µε λαχτάρα και το παρακολουθούσαµε µε πραγµατικό δέος!
     Οι αγώνες γίνονταν στο τέλος του Μάη ή στις αρχές του Ιούνη, ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, την περίοδο των γραπτών εξετάσεων. Ποιος έδινε όµως σηµασία σε διαβάσµατα και εξετάσεις, αφού το ράλι ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον. Οι «δοκιµαστικές» διελεύσεις ξεκίναγαν κάνα µήνα πριν τους αγώνες, που για µας δεν είχαν µικρότερο ενδιαφέρον από τον «τελικό». Τα νέα είχαν κυκλοφορήσει αρκετές µέρες νωρίτερα και µαθεύονταν, από πού αλλού, από συµµαθητές και φίλους που διάβαζαν αθλητικές εφηµερίδες. Από την πρώτη στιγµή βρισκόµαστε σε εγρήγορση και είχαµε επισηµάνει έγκαιρα το «στρατηγικό» σηµείο που θα µας έδινε το πλεονέκτηµα να βλέπουµε περισσότερο και καλύτερα, τόσο στις επικίνδυνες στροφές, όσο και στις «ευθείες». Με το που ακουγόταν ο δαιµονιστικός και ταυτόχρονα «ηδονιστικός» θόρυβος της βουής του αυτοκινήτου, που ξανάφαινε από το Μαυροχόρτι, τρέχαµε στις... προεπιλεγµένες θέσεις! Σε ελάχιστα λεπτά τα πρώτα αυτοκίνητα έφταναν στο Αγρίδι. Χειροκροτήµατα, φωνές, επιφωνήµατα, χειρονοµίες θαυµασµού και επιδοκιµασίας! Χαµός! Όλες αυτές οι εκδηλώσεις γίνονταν µεγαλύτερες και πιο ενθουσιώδεις, όταν πέρναγαν οι Έλληνες ραλίστες, γνωστοί ως και τον τελευταίο µας, όπως ο Μοσχούς, ο Ιαβέρης, ο Στρατισίνο, ο Λιβιεράτος. Βέβαια, είχαµε ενηµερωθεί προηγουµένως για τη µάρκα και το νούµερο του αυτοκινήτου του καθενός, αφού δεν υπήρχε δυνατότητα να τους δούµε και να τους αναγνωρίσουµε. Ένα µεγάλο και πολύ πυκνό σύννεφο σκόνης – «ντεκόρ» που σηκωνότανε και «ακολουθούσε», σιγά – σιγά απλωνότανε γύρω και προς τα πάνω. Το σύννεφο αυτό γινόταν πολύ µεγαλύτερο αν ήταν άπνοια και τα αυτοκίνητα πέρναγαν σε µικρές αποστάσεις το ένα από το άλλο.
     Ακολουθούσαµε το θέαµα µε το βλέµµα σε όλη αυτή τη διαδροµή, όσο είχαµε οπτική επαφή, µέχρι που «σκαπέταγαν», λίγο πριν το «Καλογερικό Μύλο». ∆ύο ήταν τα καταλληλότερα σηµεία:  Ένα στην «Ξερόµαντρα», λίγο µετά το Αγρίδι προς το Σοποτό και το δεύτερο στη στροφή «στ’ Αλώνια», στο έµπα του χωριού από δυτικά. Το δεύτερο σηµείο το προτιµούσαµε περισσότερο, γιατί πολύ γρήγορα και εύκολα µπορούσαµε να βρεθούµε εκεί. Η «Ξερόµαντρα» έδινε περισσότερο θέαµα, αλλά ήταν µακριά. Τυχερός ήταν κανείς, αν βρισκόταν στη θέση εκείνη την ώρα που ξανάφαιναν στο Μαυροχόρτι. Κι αν το ράλι πέρναγε πρωί και σε ώρα µαθήµατος, πολύ µεγάλη τύχη! Συνήθως πηγαίναµε εκδροµή να το απολαύσουµε από εκεί!!!
     Κάπως ριψοκίνδυνα, σαν παιδιά, θέλαµε να ζυγώσουµε όσο γίνεται κοντύτερα στο δρόµο, ει δυνατόν στην άκρη, να το απολαύσουµε καλύτερα, να «ακουµπήσουµε» τα αγωνιστικά αυτοκίνητα, αν γινόταν, και να φτάσει στη μύτη μας η σκόνη που σήκωναν! Ποιος έδινε και πολύ σηµασία στις επίµονες συµβουλές των καθηγητών µας και κάθε µεγαλύτερου, να παρακολουθούµε από µεγάλες αποστάσεις και με ασφάλεια! Το ίδιο συνέβαινε και µε τις παροτρύνσεις των χωροφυλάκων, που µε τη σφυρίχτρα στο στόµα, έπιαναν κι αυτοί καίρια σηµεία κατά µήκος της διαδροµής, να ελέγχουν και να αποµακρύνουν περίεργους και «φιλάθλους», κυρίως παιδιά, για την αποφυγή ατυχήματος.
     Όταν τελείωνε το θέαµα, άρχιζαν αµέσως τα σχόλια, αλλά και η µελαγχολία. Σχόλια για το κάθε αγωνιστικό αυτοκίνητο και το πώς έτρεχε, µε µεροληπτική πάντα κριτική για τους Έλληνες αγωνιζόµενους και µελαγχολία, που τελείωσε! Από τη στιγμή εκείνη αρχίζαµε να ζούµε µε την αναµονή του επόµενου αγώνα, σ’ ένα χρόνο!
     Είχα ακούσει από ένα αρκετά µεγαλύτερό µου παιδί και τούτο το παράδοξο και µου είχε σφηνωθεί στο µυαλό:
     «Αν κάτσεις κάτω από ένα γεφύρι, θα ζήσεις µια ξεχωριστή εµπειρία... Θα νοµίσεις πως σηκώνεται αεροπλάνο, τη στιγµή που περνάει το ράλι από πάνω...»!
    Ήθελα να «βιώσω» αυτήν την «εµπειρία του αεροπλάνου(!)», έστω και µέσα από ψευδαισθήσεις, έστω και µε τη φαντασία. Τα αεροπλάνα τα «ξέραµε» βλέποντάς τα µόνο να πετάνε, σε δεκάδες κάποιες χιλιάδες πόδια από πάνω µας, και σε µέγεθος µικρού πουλιού! Για το «εγχείρηµά» µου αυτό κατάφερα να πείσω και το συµµαθητή µου και φίλο µου, το Σταμάτη, να µε ακολουθήσει, κόντρα σε όλους τους άλλους που προτιµούσαν να βλέπουν και να ακούν. Αυτό που καταφέραµε µε το Σταμάτη, ήταν να χάσουµε το καλύτερο κοµµάτι από το θέαµα, αφού τρέξαµε να είµαστε κάτω από το µικρό γεφύρι, λίγα δευτερόλεπτα πριν φτάσουν τα πρώτα αγωνιστικά αυτοκίνητα. Και το µόνο που νοιώσαµε εκεί, ήταν ο στιγµιαίος θόρυβος της µηχανής των πρώτων δύο – τριών, που πέρασαν και τις πέτρες µαζί µε χώµατα που πετάγονταν από τη µια κι από την άλλη πλευρά του γεφυριού. Ευτυχώς, καταλάβαµε γρήγορα την... «αποκοτιά» µας και το εγκαταλείψαµε, «πιάνοντας» ένα σηµείο, µε κάποια οπτική επαφή!
     Για πολύ καιρό µετά µε ακολουθούσε η δικαιολογηµένη κοροϊδία και ειρωνεία του συµµαθητή µου και πολλών άλλων ακόµα, όταν μάθαιναν πώς την
έπαθα!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.5.2019

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου