Τετάρτη 9 Δεκεμβρίου 2020

Στην εκπλήρωση του χρέους (διήγημα-βραβείο ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ)

     Σκούπισε τα δάκρυα που κύλισαν στο πρόσωπό της η Κατερίνα, με μια πετσέτα κουζίνας που κράταγε στα χέρια της, ενώ το βλέμμα της είχε καρφωθεί στις φωτογραφίες των γονιών της. Ήταν η στιγμή που μάζευε τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι, αφού είχαν φύγει οι επισκέπτες από το πατρικό της σπίτι μετά το μνημόσυνο. Κυριακή σήμερα και είχε τα τρίχρονα του πατέρα της. Μαζί έκανε και μνημόσυνο στη μάνας της, που την είχε χάσει πολύ νωρίτερα, όταν ήταν εννιά χρονών. Είχε δώσει στον παπά να διαβάσει και τα ονόματα της μητριάς της και των δύο αδελφών της, που είχαν κι αυτοί πεθάνει.
     Πετυχημένη ως διευθύντρια μεγάλου φορέα του δημοσίου στην Αθήνα η Κατερίνα στην ηλικία των πενήντα χρόνων, είχε έλθει στο χωριό της, στην Πιερία, κάτι μέρες νωρίτερα προς το τέλος Αυγούστου για το χρέος αυτό, ν’ ανοίξει το σπίτι, να προλάβει και τις απαραίτητες ετοιμασίες. Μαζί της και ο άντρας της, ο Σωτήρης, και τα δυο τους παιδιά, ο Αλέκος και η Σοφία, που αυτή είχε και το όνομα της μάνας της. Μετά την εκκλησία πολλοί συγχωριανοί της την επισκέφθηκαν στο πατρικό της σπίτι, για τον καθιερωμένο καφέ και την έμπρακτη εκδήλωση συμπάθειας. 
     Το βλέμμα της έμενε καρφωμένο στις δύο παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες επάνω στο τραπέζι, δίπλα στα λίγα κόλλυβα που είχαν μείνει στο δίσκο και στο καντήλι που έκαιγε. Τις είχε φέρει μαζί της από το σπίτι της στην Αθήνα για το μνημόσυνο και θα τις έπαιρνε πάλι φεύγοντας. Έκανε ένα βήμα και κάθισε για λίγο στον καναπέ. Τίποτα δεν είχε μείνει στους τοίχους ή κάπου αλλού από τα κάδρα και τα κεντήματα να θυμίζουν τη μανούλας της. Ο άντρας της και τα παιδιά ήταν στην αυλή και μάζευαν τις καρέκλες και τα τραπέζια, γιατί έπρεπε το βράδυ να έχουν γυρίσει στην Αθήνα. Θύμισες, η μία μετά την άλλη και χωρίς σταματημό πέρναγαν από το μυαλό της εκείνα τα λίγα λεπτά και της δονούσαν όλο το συναισθηματικό είναι. Πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, άλλωστε, αφού η ίδια πέρασε από πολλά σκαμπανεβάσματα για να φτάσει εδώ που έφτασε, ως καταξιωμένη δημόσιος λειτουργός, ως πετυχημένη οικογενειάρχης, ως αγωνίστρια της ζωής. Άθελά της, οι φωτογραφίες τη γύρισαν σ’ εκείνα τα χρόνια, όπως πολύ συχνά συνέβαινε, είτε τις έβλεπε, είτε όχι…
***
     Ήταν κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ανοιχτές ακόμα κι έτρεχαν φρέσκο αίμα οι πληγές της Ελλάδας από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, τη γερμανική κατοχή και τον εμφύλιο που ακολούθησε. Φτωχή η οικογένειά τους, προσπαθούσε να ορθοποδήσει καλλιεργώντας τα λίγα χωράφια τους και φροντίζοντας το μικρό τους κοπάδι με πρόβατα. Η μάνα της ευχόταν να γίνει μαγείρισσα σε εστιατόριο κάποιας πόλης όταν μεγαλώσει, για να μπορεί να τρώει «λίγο φαΐ». Εντελώς ξαφνικά την έχασε, όμως, όταν ήταν εννιά χρονών και το τοπίο γύρω της άλλαξε, το ίδιο ξαφνικά κι αυτό. Τα τέσσερα άλλα μεγαλύτερα αδέλφια της, όλα αγόρια, έδειξαν μια άλλη αυτοσυγκράτηση, κάτι ακατόρθωτο για εκείνη. Τη μανούλα της ένοιωθε στήριγμα και μετά το χαμό της το κενό που της άφησε ήταν μεγάλο, σ’ αυτή την εύπλαστη ηλικία.
    Στο πρώτο μνημόσυνο, στα σαράντα, ο πατέρας της παντρεύτηκε το ίδιο κιόλας απόγευμα! Δεν θυμάται από τότε και μετά να είχε νοιώσει ποτέ τη στήριξή του. Η μητριά της συνέχεια τη μάλωνε και τη φοβέριζε, χωρίς να λείπουν και οι ξυλοδαρμοί. Μ’ αυτές τις «μεθόδους» πάσχιζε «να την κάνει άνθρωπο», όπως συχνά της έλεγε! Πριν το εξάμηνο μνημόσυνό της, ο πατέρας της είχε κανονίσει με κάποιον συγχωριανό τους που ζούσε στην Αθήνα και είχε γνωριμίες, να τη στείλει εκεί για υπηρέτρια «σ’ ένα καλό σπίτι»! Μόλις της ανακοίνωσε την αμετάκλητη απόφασή του, ένοιωσε μεγάλο θυμό, παράπονο και απελπισία, μα δεν είχε κανέναν να καταλάβει τον πόνο της. Έκλαιγε συνεχώς και εκλιπαρούσε, πέφτοντας στα γόνατά του, χωρίς εκείνος να δείχνει καμία κατανόηση, καμία συμπόνια, κανέναν οίκτο. Βλέποντας αυτή την αδιαλλαξία του η Κατερίνα, προσπάθησε να κερδίσει την κατανόηση των αδελφών της. Μάταια όμως. Σαν ύστατη έκκληση στον πατέρα της, του είπε μ’ αναφιλητά:
     «Σε παρακαλώ, πατέρα! Κράτα με λίγο ακόμα, να γίνει το μνημόσυνο της μανούλας μου και μετά με διώχνεις!...».
     Ευτυχώς, αυτή η έκκληση έπιασε τόπο. Βλέποντας, όμως, τη μητριά της να της ετοιμάζει τη βαλιτσούλα με τα ρούχα της, την έπνιγε πιότερο ο πόνος και το παράπονο. Στο μνημόσυνο μπορεί και να έκλαψε περισσότερο από την κηδεία, μα τίποτα δεν άλλαξε για εκείνη. Η προίκα που πήρε ο πατέρας τους από το δεύτερο γάμο του, δύο χωράφια κι ένα ακόμα κοπάδι πρόβατα, μεγάλωσαν τις δουλειές των αδελφών της, που έτσι κι αλλιώς δεν έδειχναν να έχουν διάθεση ν’ ασχοληθούν με τη μικρή και μονάκριβη αδελφή τους.
     Μ’ ένα μεγάλο κόμπο στο λαιμό έφτασε στο σταθμό του τραίνου. Βουβός δίπλα της ο πατέρας της, που κράταγε και τη μικρή βαλίτσα, όλος του ο αποχαιρετισμός ήταν ένα τυπικό φιλί στο μουσκεμένο από τα κλάματα και τον ιδρώτα της απελπισίας στο μέτωπο της κόρης του. Αμέσως εκείνη το σκούπισε με την παλάμη της. Τυπική και η τελευταία του συμβουλή: «Να πας στο καλό και να προσέχεις»! Ανεξίτηλα έμειναν στο μυαλό της Κατερίνας αυτά τα λόγια. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς και πόσο θα μπορούσε ένα παιδί να «προσέχει», πριν ακόμα κλείσει τα δέκα! Το ίδιο ανεξίτηλα ηχούσε πάντα στ’ αυτιά της και το τρίξιμο που έκαναν οι μεντεσέδες της πόρτας, όταν έκλεισε πίσω της την ώρα που έφευγε.
     Με το σφύριγμα του τραίνου και καθώς εκείνο άρχισε να κυλάει στις ράγες, έριξε μια τελευταία ματιά στο χωριό της, είδε και τη σκεπή του σπιτιού τους και το τζάκι τους να καπνίζει και πνίγηκε στο κλάμα, χωρίς να μπορεί να δει το «καλό μέλλον» που της «ξανοιγόταν» μπροστά της. Ένα ζευγάρι συγχωριανών που συνταξίδευαν στο ίδιο βαγόνι για την Αθήνα, απόρησαν που είδαν το κορίτσι να ταξιδεύει μόνο του και το πήραν κοντά τους. Δεν άργησε η Κατερίνα να ξετυλίξει το κουβάρι του πόνου της στον κύριο Πέτρο και την κυρία Πέρσα, νοιώθοντας κάτι σαν αποκούμπι το ζευγάρι, που πρώτη φορά μίλαγε μαζί τους. Εκείνοι ήξεραν για το θάνατο της μάνας της, ήταν και στο μνημόσυνό της, εξεπλάγησαν όμως με δυσαρέσκεια και θυμό εναντίον του πατέρα της, τόσο για το σύντομο δεύτερο γάμο του, όσο και για τη συμπεριφορά στο κορίτσι του. Της υποσχέθηκαν τότε, ότι θα της έχουν την έννοια και θα παρακολουθούν την πορεία της στο σπίτι που είχε κανονίσει ο πατέρας της να δουλέψει υπηρέτρια. Της υποσχέθηκαν ακόμα, πως θα πάνε να γνωρίσουν και τα αφεντικά της και θα έχουν επικοινωνία.  
     Ο κύριός της και η κυρία της, μεγάλοι και καλοπιασμένοι οικονομικά άνθρωποι, δεν είχαν δικά τους παιδιά. Της παραχώρησαν ένα μικρό και σκοτεινό δωμάτιο, που με τους τέσσερις τοίχους του και με το πάντα βρεγμένο μαξιλάρι της από τα κλάματα μοιραζόταν τους καημούς της. Οι συχνά πνιγμένοι αναστεναγμοί ένοιωθε πως κάπως την ανακούφιζαν.
     Η καημένη η Κατερίνα δεν είχε μπει ακόμα στην εφηβεία και, κοντούλα καθώς ήταν, δεν έφτανε στο νεροχύτη του αρχοντόσπιτου να πλύνει τα πιάτα. Κάθε φορά που χρειαζόταν να κάνει αυτή τη δουλειά, ένα σκαμνάκι της πρόσθετε το απαιτούμενο ύψος.
     Ένα πρωινό, ο κύριός της έφερε καλαμαράκια και γαρίδες για το μεσημέρι. Επειδή η Κατερίνα δεν ήξερε να τα μαγειρέψει, έφαγε ξύλο από την κυρία της! Διακριτικά μετά τον ξυλοδαρμό, ο κύριός της έκανε παρατήρηση στη γυναίκα του για τη συμπεριφορά της στο κορίτσι. Θέλεις γι’ αυτό το λόγο, θέλεις επειδή πραγματικά το μετάνιωσε, η κατά τα άλλα «κυρία» της σε λίγο βρέθηκε να της γλυκομιλάει:
     «Δεν είχατε φτιάξει ποτέ τέτοια φαγητά στο σπίτι σας;», τη ρώτησε.
     «Όχι, κυρία. Κι εγώ δεν μπορώ να τα φάω αυτά τα φαγητά… Τα βλέπω και αηδιάζω», απάντησε η Κατερίνα.
     «Δηλαδή, Κατερίνα μου, τί φαγητά φτιάχνατε στο σπίτι σας;».
     «Φασόλια, τραχανά, πατάτες, χυλοπίτες, χόρτα, λίγες φορές μακαρόνια και πολύ σπάνια κρέας…».
     «Κι εσένα, ποιά φαγητά σου αρέσουν περισσότερο;».
     «Μακαρόνια, τραχανάς και πατατούλες με ζουμάκι», ήταν η απάντησή της! 
     Όσο, όμως, κι αν τη χάιδεψε στοργικά και με συμπόνια στα μαλλιά, όσο κι αν προσπάθησε να την κάνει να ξεχάσει τον ξυλοδαρμό η κυρία της, η Κατερίνα δεν μπόρεσε να το καταπιεί. Μετά το μεσημέρι ετοίμασε με κάθε μυστικότητα τα πράγματά της και ίδιο βράδυ κιόλας έφυγε κρυφά από το σπίτι εκείνο, κρατώντας στο ένα χέρι τα παπούτσια της για να μην ακουστεί και στο άλλο τη μικρή βαλίτσα της. Ένα φορεματάκι που της είχαν πάρει τα αφεντικά της, το είχε φορέσει μόνο στην Ανάσταση και τους το άφησε όμορφα διπλωμένο επάνω στο κρεβάτι που κοιμόταν! Δίπλα ακριβώς από το φόρεμα, άφησε και μια κούκλα, που της είχαν κάνει δώρο στη γιορτή της.
     Το επόμενο πρωί τη βρήκαν οι συγχωριανοί συνταξιδιώτες της στη σκάλα του σπιτιού τους. Από τότε σιγά-σιγά η ζωή της άρχιζε ν’ αλλάζει προς το καλύτερο. Με το δικό τους παιδί, τη Μερόπη, έγιναν οι καλύτερες φίλες και σε λίγο καιρό κοιμόντουσαν στο ίδιο δωμάτιο. Φρόντισαν ο κύριος Πέτρος και η κυρία Πέρσα να συνεχίσει το σχολείο της κι ένα χρόνο μετά την «αδελφή» της, τη Μερόπη, πέρασε κι αυτή με πολύ καλό βαθμό στο πανεπιστήμιο. Μια «δουλίτσα» σ’ ένα τυροπιτάδικο που βρήκε η ίδια, πότε πρωί και πότε απόγευμα, ανάλογα με τα μαθήματά της στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, της έδιναν την ικανοποίηση πως «κάτι» προσφέρει κι αυτή στο σπίτι που τη φιλοξενούσε, στο «σπίτι της αγάπης», όπως έλεγε πάντα. Μα προ πάντων ένοιωθε ικανοποίηση που δεν τους επιβάρυνε οικονομικά, αν και οι ίδιοι συχνά της έδιναν ένα μικρό χαρτζιλίκι, που με δυσκολία έπαιρνε.
     Ελάχιστες φορές είχε απαντήσει στα γράμματα του πατέρα της, κυρίως για τυπικούς λόγους, αφού τυπικά και στερεότυπα ήταν και τα δικά του. Άρχιζαν πάντα με το «ηγίαν έχομεν το αφτό επηθημούμεν και δη εσέ» και όλο το αραιογραμμένο κείμενο έφτανε-δεν έφτανε στη μέση της πρώτης σελίδας της κόλλας αλληλογραφίας. 
     Λίγο πριν τελειώσει τις σπουδές στο πανεπιστήμιο, ο πατέρας της αρρώστησε και νοσηλεύτηκε μεγάλο χρονικό διάστημα στο νοσοκομείο της Κατερίνης. Τότε πήγε κι έμεινε στο πλάι του και τον φρόντιζε, ενώ λίγο αργότερα που πέθανε, συμμετείχε με τις μικρές οικονομίες στα έξοδα της κηδείας. Ανάλογα έπραξε δύο χρόνια αργότερα και στην κηδεία της μητριάς της.
     Ο διορισμός της σε υπηρεσία του υπουργείου εσωτερικών μετά το πτυχίο της, της έδωσε άλλον αέρα και λίγο μετά ο γάμος της και ο ερχομός των παιδιών της ολοκλήρωναν τους σκοπούς της ζωής της και την ευτυχία της. Η ανέλιξή της σε ανώτατη θέση της υπηρεσίας της, μα προ πάντων η άρτια και υποδειγματική συνεργασία της με προϊσταμένους και υφισταμένους, χαρακτήριζε και στον τομέα αυτό την αξιοσύνη της.
     Πολλές φορές προσπάθησε να «ταξινομήσει» στο μυαλό της ποια ήταν εκείνα τα αρνητικά και ποια τα θετικά στη ζωή της που την σφυρηλάτησαν κι ένοιωθε πως κάπου η ζυγαριά ισορροπούσε. Σκεφτόταν πάντα τέτοιες στιγμές περισυλλογής, πως της δόθηκαν πολλές «ευκαιρίες» ν’ ακολουθήσει τον «εύκολο» δρόμο, μα ποτέ δεν μπήκε στον «πειρασμό». Τις σκέψεις της διέκοψε η φωνή του άντρα της:
     «Κατερίνα μου, εμείς είμαστε έτοιμοι… Μαζέψαμε καρέκλες και τραπέζια και τα βάλαμε στην αποθήκη. Εσύ έχεις πολλή δουλειά ακόμα; Αργείς;… Πρέπει να φύγουμε…».
     Σκούπισε πάλι τα δάκρυά της, σηκώθηκε από τον καναπέ σαν αιφνιδιασμένη κι έτρεξε να πλύνει τα τελευταία ποτήρια και φλιτζάνια του καφέ.
    «Θεός σ’χωρέσ’ τους όλους», ψέλλισε μ’ έναν αναστεναγμό, όπως έκανε κάθε φορά που ένοιωθε ότι πρέπει να κρατάει γυρισμένη τη σελίδα στη ζωή της κι απάντησε στον άντρα της:
     «Σε λίγο τελειώνω και φεύγουμε, αγάπη μου…».
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 9.12.2020
( Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου