Ο Ευτύχης γεννήθηκε και μεγάλωσε σε ορεινό
χωριό της Αχαΐας. Από την πρώτη χρονιά στο σχολείο τα «έπαιρνε» τα γράμματα και
οι γονείς του ζορίστηκαν οικονομικά, αλλά τον προχώρησαν και στο γυμνάσιο. Για
το πανεπιστήμιο τον βρήκε μόνος του το δρόμο, δουλεύοντας και σπουδάζοντας
μαζί.
Κάθε καλοκαίρι η «αμοιβή» των γονιών του
για τις επιδόσεις του στο γυμνάσιο και στο λύκειο, ήταν οι ολιγοήμερες διακοπές
στην Πάτρα, όπου τον φιλοξενούσε μια θεία του. Κάθε φορά γύριζε αχόρταγα με τα
πόδια όλη την πόλη, από τη μια άκρη ως την άλλη, μην αφήνοντας δρόμους και
στενά, αξιοθέατα και παραλίες. Η Άνω Πόλη, ο Άγιος Ανδρέας, το αρχαίο ωδείο, το
λιμάνι, τα «Ψηλαλώνια», η πλατεία Γεωργίου, το άνθινο ρολόι, η αγορά ήταν από
τα πλέον αγαπημένα του μέρη που πάντα επισκεπτόταν. Ένα άλλο μέρος που πολύ το
ευχαριστιόταν, ήταν και ο σταθμός του τραίνου. Εκεί πέρναγε πολλές ώρες και
απολάμβανε μαζί τη μυρωδιά του ιωδίου της θάλασσας και τα τραίνα που περνούσαν
γεμάτα κόσμο. Τα δυνατά και μακρόσυρτα σφυρίγματα πριν την άφιξη στο σταθμό κι
αμέσως πριν ξεκινήσουν για τη συνέχεια του ταξιδιού τους, ένοιωθε να είναι κάτι
ξεχωριστό. Οι μικροπωλητές έτρεχαν να προλάβουν τις απαιτήσεις των κρεμασμένων
στα παράθυρα επιβατών, στις ολιγόλεπτες στάσεις και να «τα οικονομήσουν». Η
πραμάτεια τους γνωστή: σουβλάκια, ζαχαρώδη, αναψυκτικά και σπάνια φρούτα σε καλάθια ή σε μεγάλους δίσκους.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και στο τέλος
Ιουλίου του 1974, έστειλε το «καθιερωμένο» γράμμα στη θεία του, με το οποίο της
ανήγγειλε ότι θα την επισκεπτόταν αμέσως μετά το δεκαπενταύγουστο. Μέχρι τότε,
μέτραγε τις μέρες μία-μία! Στο απαντητικό γράμμα η θεία ζήτησε και λίγο αρνάκι από
το χωριό. Πού να βρεθεί όμως το αρνάκι, αφού τα τελευταία είχαν γεννηθεί τον
προηγούμενο Μάρτη και είχαν μεγαλώσει; Ζήτησε τότε τη «συνδρομή» το πατέρα του
κι εκείνος τον έβγαλε εύκολα από τη δύσκολη θέση.
Ακολουθώντας «κατά γράμμα» ο Ευτύχης τις
οδηγίες του πατέρα του, έβαλε στη μικρή του βαλίτσα και μια παλιά εφημερίδα.
Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο, φτάνοντας στην Αχαϊκή πρωτεύουσα, κατευθύνθηκε
στο πρώτο κρεοπωλείο που βρήκε μπροστά του. Μόλις έκοψε ο κρεοπώλης το αρνί,
του ζήτησε να καθαρίσει καλά τη σφραγίδα του και σαν ετοιμαζόταν να το τυλίξει
σε χασαπόχαρτο, ο Ευτύχης έβγαλε από τη βαλίτσα την εφημερίδα και του την έδωσε
να το τυλίξει σ’ αυτή. Εκείνος χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας το σκοπό του πελάτη
του! «Δεν είσαι ο μόνος που το κάνει αυτό...», του είπε!
Σε λίγο η θεία δεν ενθουσιάστηκε μόνο με την
άφιξη του ανιψιού της, αλλά και με το… χωριάτικο αρνάκι! Μετά τα καλωσορίσματα
και τα πρώτα κεράσματα, ο Ευτύχης βγήκε για την καθιερωμένη πρώτη του βόλτα
εκείνο το καλοκαίρι στην πόλη, αφού ήταν ακόμα πρωί.
«Πήγαινε, και το μεσημέρι έλα να φάμε. Θα
φτιάξουμε το αρνάκι που έφερες», του είπε η θεία του.
Πλησιάζοντας η ώρα του φαγητού, γύρισε κι
ο Ευτύχης στο σπίτι. Ο ενθουσιασμός της θείας για τη μοσχοβολιά του αρνιού «από
το χωριό» ήταν έκδηλος!
«Αυτό είναι αρνί! Μύρισε το σπίτι και όλη
η γειτονιά! Εμ τί!... Σαν αυτά που παίρνουμε εδώ από τα χασάπικα; Λες και τρως
χορτάρι είναι...» έλεγε και ξανάλεγε κι έτσι έμειναν όλοι ευχαριστημένοι!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.12.2020
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.12.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου