Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Το «προξενιό»

Εικόνα: Από την Ελληνική ταινία «η θεία από το Σικάγο»


     Την ίδια χρονιά γεννήθηκαν και την ίδια χρονιά πήγαν σχολείο τα δυο γειτονόπουλα, ο Κωστής και η Ελένη. Ήταν μια εποχή που κανείς δεν έβλεπε με καλό μάτι να έχουν «πολλά πολλά» ένα αγόρι κι ένα κορίτσι, όσο μικρής ηλικίας κι αν ήταν, γιατί, αν άφηναν να καλλιεργηθεί μια φιλική σχέση μεταξύ τους, με το που μεγάλωναν λίγο θα χανόταν ο έλεγχος, αφού «η φωτιά με τ’ άχυρα δεν κάνουν μαζί»! Στην πραματικότητα, δεν έπρεπε να μιλήσουν το ένα στο άλλο, ούτε καν να κοιταχτούν, αν συναντιόντουσαν στο δρόμο!
     Απέναντι το ένα στο άλλο τα σπίτια τους στο χωριό τους, οι γονείς τους είχαν «τα μάτια τους δεκατέσσερα», να μην παίζουν μαζί τα παιδιά, αλλά ούτε και να πηγαίνουν παρέα στο σχολείο! Ίσως για τον λόγο αυτόν, ίσως για άλλον λόγο, δεν αναπτύχθηκε μεταξύ του Κωστή και της Ελένης κάποια ιδιαίτερη φιλική σχέση, ούτε και κάποια αμοιβαία έλξη, όσο μεγάλωναν. «Κωστάκη» και «Ελενίτσα» τα «βάφτισε» η δασκάλα τους στην τρίτη δημοτικού, αφού στο αναγνωστικό τους ο Κωστάκης και η Ελενίτσα ήταν πρωταγωνιστές, όλη τη χρονιά και αυτό το όνομα τους έμεινε για πάντα.
     Ο Κωστάκης είχε πάντα μεγάλα οράματα και τελειώνοντας το δημοτικό πέρασε με ευκολία στο γυμνάσιο. Εκτός από τους γονείς, τον στήριξαν πολύ και κάποιοι θείοι του και έξι χρόνια μετά πέρασε και στο πανεπιστήμιο και έγινε καθηγητής μαθηματικών. Με το που πήρε το πτυχίο του, με άριστα κι αυτό, διορίστηκε σε σχολείο του νομού του.
     Όμως, το «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις», ίσχυε για τους γονείς του. Όσο δεν ήθελαν να κάνουν παρέα μικρά τα παιδιά, τόσο καλόβλεπαν την Ελενίτσα που μεγάλωνε. Και όσο υπολόγιζαν ότι η μάνα της ήταν καλή νοικοκυρά και όλοι ήξεραν ότι της είχε ετοιμάσει μεγάλη προίκα, τόσο γοητεύονταν. Αλλά και της ίδιας της Ελενίτσας οι δεξιότητες στο νοικοκυριό ήταν γνωστές, δασκαλεμένη από τη μάνα της. Έτσι, ο πατέρας της πήρε την απόφαση και πήγε και τη ζήτησε από τους γονείς της! Ήταν και γι’ αυτούς η καλύτερη θετική εξέλιξη, γιατί, πέρα από το ότι τα παιδιά γνωρίζονταν από μικρά, η βαρύτητα του επαγγέλματος του Κωστάκη και ο σεβασμός όλων απέναντί του, ήταν και για την Ελενίτσα και για τους γονείς της η καλύτερη ευκαιρία. «Άνοιξ' η τύχη της μοναχοκόρης μας», είπαν, και δέχθηκαν περιχαρείς και χωρίς περιστροφές έδωσαν τα χέρια. Ήπιαν κι ένα ποτήρι κρασί κι ευχήθηκαν «η ώρα η καλή στα παιδιά»! 
     Στις σχολικές διακοπές του Πάσχα, ο Κωστάκης πήγε το βράδυ του Σαββάτου του Λαζάρου στο χωριό του, στους γονείς του. Τον καλοδέθηκαν περισσότερο ακόμα κι από τότε που πήγε με το πτυχίο στα χέρια κι αυτό του δημιούργησε κάποια ερωτηματικά. Τα ερωτηματικά αυτά του λύθηκαν σύντομα, με το που άρχισε να του μιλάει ο πατέρας του, μόλις κάθισαν στο τζάκι, πριν ακόμα ετοιμαστεί το φαΐ.
     «Έλα, να σου πούμε και τα ευχάριστα!...».
     «Ποια ευχάριστα;… Παντρεύεται κανείς;…», ρώτησε με απορία ο Κωστάκης.
     Ξεροκατάπιε ο πατέρας του, αφού γνωρίζοντας το γιό του περίμενε κάποια αντίδρασή του.
     «…Λοιπόν… εμείς τα κουβεντιάσαμε και τ’ αποφασίσαμε…».
     «Τι αποφασίσατε;…».
     «…Να παντρευτείς την Ελένη!..».
     «Ποια Ελένη;…, ρώτησε εμβρόντητος!
     «Τη γειτονοπούλα μας!... ...Την Ελενίτσα ντε, τη γειτονοπούλα μας, που πηγαίνατε μαζί σχολείο!...».
     Κεραυνός πολλών χιλιάδων Κουλόμπ στο κεφάλι του Κωστάκη, αλλά προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία του!

    Ανακουφίστηκε κάπως και ρώτησε αμέσως και τους δυο γονείς του:
     «Εκείνη το ξέρει;».
     «…Συμφωνήσαμε με τους δικούς της να μην της πούμε τίποτα, μέχρι να ρθεις κι εσύ…», απάτησε ο πατέρας του.
     «Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να κάνετε μια τέτοια κίνηση, χωρίς εγώ να ξέρω κάτι;».
     «…Μα είναι μεγάλη ευκαιρία!... Είναι καλή κοπέλα, την ξέρεις και σε ξέρει από παιδί και έχει μεγάλη προίκα… Λίγα είν’ όλα αυτά;… Τέτοια τύχη δεν θα βρεις πουθενά αλλού!... Εμείς για το δικό σου το καλό κάναμε την κουβέντα…».
     Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί άλλο ο Κωστάκης. Σηκώθηκε από το σκαμνί που καθόταν στο τζάκι και τα έβαλε με τους γονείς του, φωνάζοντας δυνατά.
     Ενώ η μάνα του δαγκωνόταν αποσβολωμένη στην κουζίνα που ετοίμαζε να σερβίρει το φαγητό, ο πατέρας του πρόσθεσε με χαμηλωμένη φωνή:
     «…Μα δεν μπορείς να πεις “όχι”!... Έχω δώσει το λόγο μου!...».
     Οι τελευταίες του κουβέντες ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι!
     «Αφού έδωσες το λόγο σου, και αφού δεν της το έχετε πει ακόμα, να πας να της το ανακοινώσεις και να την πάρεις εσύ!», ήταν ορθά κοφτά η οργισμένη απάντησή του στον πατέρα του, και με μια νευρική κίνηση τράβηξε και κατέβασε με θυμό την καμπαρντίνα του από την κρεμάστρα, έκλεισε  όπως-όπως και τη βαλίτσα του κι έφυγε!
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 3.1.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου