Τα καταστήματα του Ανδρέα Θούα ("της Ευθυμίας") και του Χρήστου Χρόνη-Γιώτας Κλεπετούνα στην πλατεία ("Χειμερινή" φωτογραφία 2001) |
Κεφαλοχώρι και με όλες τις δημόσιες
υπηρεσίες το Λειβάρτζι, έδρα του τέως Δήμου Ψωφίδος, χωριό με μεγάλη πνευματική
ανάπτυξη, δεν στερήθηκε και την οικονομική. Τούτο μαρτυρούν και τα πολλά μαγαζιά
του, που όλα γνώρισαν μεγάλη άνθηση. Αν και μετά τον Β΄ παγκόσμιο πόλεμο και
τον εμφύλιο που ακολούθησε άρχισε η «αποψίλωση» της Ελληνικής επαρχίας, το χωριό διατήρησε πολλά από τα καταστήματά του, μέχρι και το τέλος του 20ού
αιώνα και τις αρχές του 21ου. Βαδίζοντας σήμερα στην τρίτη δεκαετία
του 21ου αιώνα, καταστήματά του διατηρούν την ακμή τους, ενώ δεν
έχει σταματήσει η ίδρυση και λειτουργία νέων, με πολύ καλές προοπτικές.
Τα καταστήματα αυτά, «η αγορά» του χωριού,
έγραψαν τη δική τους ιστορία, αφού πέρα από το εμπόριο αγαθών προσέφεραν και
προσφέρουν στο ιστορικό κεφαλοχώρι ιδιαίτερη ζωντάνια. Και τι δεν εύρισκε
κανείς εκεί: Οπωσδήποτε είδη παντοπωλείου και σε μεγάλες ποσότητες, είδη
χρωματοπωλείου, είδη οικιακής χρήσεως, είδη κυνηγίου, είδη ένδυσης και υπόδησης,
σχολικά είδη και οπωσδήποτε ζαχαρώδη προϊόντα και λιχουδιές για τα παιδιά. Ορισμένα
καλύτερα οργανωμένα, διέθεταν και αγροτικά εργαλεία, όπως ξινάρια, αξίνες
φτυάρια, ακόμα και υλικά οικοδομών. Εκτός απ’ όλ’ αυτά και πολλά άλλα ακόμα
είδη, τα περισσότερα ήταν και καφενεία, ενώ κάποια λειτουργούσαν περιστασιακά
και ως κρεοπωλεία.
Τα σχεδόν πάντα γεμάτα καφενεία, μέχρι που
«δεν έπεφτε βελόνα», ήταν χώροι απαγορευμένοι για τις γυναίκες και τα παιδιά,
που έμπαιναν μόνο για ψώνια κι έφευγαν βιαστικά. Εκτός από θαλπωρή και ψυχαγωγία
στους άνδρες θαμώνες (π.χ. απόλαυση καφέ, γλυκισμάτων, ποτών, κουβέντα, χαρτοπαίγνια
ή άλλα τυχερά παιχνίδια), οι μακρόσυρτες συζητήσεις επί παντός επιστητού ήταν
οι πλέον συνηθισμένες: Από ενδιαφέροντα κυνηγιού, πορεία των καλλιεργειών, κτηνοτροφική παραγωγή, αρρώστιες ανθρώπων και ζώων, πολεμικές ιστορίες, μύθοι,
θρύλοι, θέματα καθημερινής ζωής με πολλή σαλτσα(!), καιρικές προβλέψεις και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί. Δεν ήταν
καθόλου ασυνήθιστες και οι διαφωνίες που άναβαν τα αίματα. Ειδικά σε προεκλογικές
ή μετεκλογικές περιόδους «ανέβαζαν» και «κατέβαζαν» κυβερνήσεις μέσα σε λίγα
λεπτά! Η μοναδική περίοδος που οι πολιτικές συζητήσεις ήταν απαγορευμένες ή
έστω περιορισμένες-«πνιγμένες», ήταν μεταξύ των ετών 1967-1974. Κι αν τότε
επιτρεπόταν μία πολιτική συζήτηση, αυτή θα ήταν αποκλειστικά επαινετική και «ύμνος»
για την κυβέρνηση! Άλλωστε, οι χωροφύλακες του σταθμού χωροφυλακής του χωριού,
σύχναζαν κι αυτοί στα καφενεία, παρακολουθούσαν και «επέβαλλαν την τάξιν».
Αναφέροντας εν συντομία τα καταστήματα του
χωριού που μεσουράνησαν πριν, στα μέσα και μετά τα μέσα του του 20ού αιώνα,
αυτά ήταν-παρατίθενται κατά συνοικίες:
Ι. Στους Περιτσαίους
- Του Σωτήρη Ανδρόπουλου, που λειτούργησε μέχρι
τις αρχές της δεκαετίας του 1930. Για μικρό χρονικό διάστημα των δεκαετιών 1960 και 70, λειτούργησε και ως κρεοπωλείο του
Ανδρέα Καλογεράκη.
- Του Λάγιου. Μεγάλο εμπορικό στο κέντρο της
συνοικίας, ενώ πέραν του καταστήματός του ο Γιώργης ο Λάγιος μετέφερε-διακινούσε
πολλά είδη εμπορευμάτων με το ζώο του (γυρολόγος) στο Λειβάρτζι, και στα γύρω
χωριά.
Εμπορικό Κέντρο στο Λειβάρτζι:
|
- Του Βασίλη Αβραμόπουλου (Βασιλάκη), ένα
επίσης καλά οργανωμένο παντοπωλείο και καφενείο.
- Του Θόδωρου (Λάκη) Νικολόπουλου, που λειτούργησε
μόνο για λίγα χρόνια στο τέλος της δεκαετίας 1970 και αρχές 1980,ως
παντοπωλείο, καφενείο και ταβέρνα.
- Ο δραστήριος Σύλλογος Λειβαρτζινών Αθήνας, με
τις ικανότητες του Διοικητικού του Συμβουλίου και ιδίως του δραστήριου και
αεικίνητου Προέδρου του Παναγιώτη Φράγκου, αξιοποίησε το δικής του ιδιοκτησίας
μεγάλο κτίριο στο κέντρο της συνοικίας και το μετέτρεψε από τις αρχές της δεκαετίας
2010 σε εστιατόριο-καφενείο-ξενοδοχείο, με την ονομασία «ΤΟ ΓΡΕΚΙ» και με πολύ
καλές παροχές υπηρεσιών. Το μεγάλο αυτό κτιριακό συγκρότημα που είχε
κατασκευαστεί για τη στέγαση των δημοσίων υπηρεσιών που υπήρχαν στο χωριό, με
τη νέα του μορφή προβάλει το Λειβάρτζι, όχι μόνο σε όλη την Ελλάδα, αλλά και σε
όλον τον κόσμο.
"ΤΟ ΓΡΕΚΙ" (Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης) |
- Αξίζει εδώ ν’ αναφέρουμε και την «σ(ι)ταρομηχανή» του Μπουρνά, που, συνήθως, δούλευε η Κοντύλω. Η χειροκίνητη αυτή μηχανή καθάριζε το στάρι
από ξένα σώματα (π.χ. μικρές πέτρες) ή άλλους ανεπιθύμητους σπόρους (π.χ. βρόμη),
προετοιμάζοντάς το έτσι για το μύλο ή τη σπορά. Σημειώνεται ότι η σ(ι)ταρομηχανή αυτή αποτελεί έκθεμα του πρότυπου Κέντρου Λαογραφίας και Λειβαρτζινής Παράδοσης.
ΙΙ. Στο Μεσοχώρι
- Του Κωσταρά, που αργότερα το πήρε ο
Γεώργιος Κακκαβάς («Τζόρτζος») και τελευταία ο Χρήστος Ραβαζούλας, ο
επικαλούμενος και Σαμαράς, επειδή είχε ασχοληθεί και με τη σαμαροποιία. Το κατάστημα
αυτό, σε πολύ μικρή απόσταση από την εκκλησία του Ιωάννου του Προδρόμου, είχε
μεγάλη κίνηση, αφού πέραν των ειδών παντοπωλείου και καφενείου που διέθετε,
ασκώντας και το δεύτερο επάγγελμά του ο Χρήστος Ραβαζούλας εξυπηρετούσε και
όσους παράγγελναν σαμάρια για τα ζώα τους. Χρειαζόταν και τα ίδια τα ζώα μαζί,
που «του έπαιρνε τα μέτρα» και για τις πρόβες που ακολουθούσαν για τη σωστή
εφαρμογή του σαμαριού.
- Του Παναγιώτη Καπετάνου («Μπαρδούση»), δίπλα από αυτό του
Ραβαζούλα. Στο κατάστημα αυτό σύχναζαν και πολλοί νέοι και έφηβοι της εποχής Μία
από τις ψυχαγωγίες τους ήταν και το τραγούδι. Όχι σπάνια άλλαζαν λέξεις των
τραγουδιών, σατιρίζοντας έτσι συγχωριανούς τους ή κάποιες συνήθειές τους. Στο
τραγούδι, π.χ. «Γιαννούσαινα», αντικαθιστούσαν τη λέξη με την «Μπαρδούσαινα»!
-
Του Γιάννη Καζαζάκη, δίπλα στον Άγιο Γεώργιο. Λεχουρίτης ο Γιάννης Καζαζάκης,
είχε παντρευτεί την Αγλαΐα Ζαφειρακοπούλου-Καζαζάκη και αγαπήθηκε πολύ από τους
Λειβαρτζινούς, λόγω της εντιμότητάς του, της προθυμίας του, του πηγαίου χιούμορ
του και της επαγγελματικής του ευσυνειδησίας. Η θέση, άλλωστε, του μαγαζιού του
δίπλα στην καθεδρική εκκλησία του Αγίου Γεωργίου, ήταν σημαντική για δύο
λόγους: Ο πρώτος, γιατί η προσέλευση πελατών και θαμώνων κάθε Κυριακή και
γιορτή μετά την εκκλησία ήταν μεγάλη. Ο δεύτερος λόγος, γιατί, τόσο ως
«πέρασμα» των χωριανών αργά τα απογεύματα που επέστρεφαν από τα χωράφια τους,
όσο και των μαθητών της συνοικίας στο «πήγαιν’-έλα» στο σχολείο, κάλυπτε πολλές
αγοραστικές τους ανάγκες. Ειδικά δε στους μαθητές, ο αείμνηστος Γιάννης
Καζαζάκης, όπως άλλωστε και όλοι οι καταστηματάρχες, επεδείκνυαν πατρική
συμπεριφορά.
Το κατάστημα αυτό ήταν οικονομικά και εμπορικά πολύ ισχυρό, λόγω και
της μεγάλης ποικιλίας εμπορευμάτων που διέθετε. Μετά τη συνταξιοδότηση των
αείμνηστων Γιάννη Καζαζάκη και της Αγλαΐας, λειτούργησε με διάφορους άλλους ενοικιαστές.
Η αίγλη όμως και η δύναμη που είχε επί
Καζαζάκη, δεν αποκτήθηκε ξανά. Γι’ αυτό και το κατάστημα και ο χώρος
έχει αποκτήσει και διατηρεί το όνομά του ως τοπωνύμιο, «στου Καζαζάκη», παρ’
όλο που το ακίνητο είναι του Λέλου.
Σε λειτουργία ακόμα το μαγαζί "του Καζαζάκη" (αρχές 2000): Τα τραπέζια του στρωμένα στον αύλειο χώρο, έτοιμα για τους καλοκαιρινούς πελάτες! (Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης) |
- Και εδώ, κάτω ακριβώς από την ιστορική εκκλησία του Ιωάννου του Προδρόμου, ο δραστήριος Σύλλογος Λειβαρτζινών Αθήνας, δια του Προέδρου του Παναγιώτη Φράγκου και όλου του Διοικητικού Συμβουλίου έδωσε τελευταία πολύ δυναμικό παρόν. Πολλή, πάρα πολλή και συνεχής η προσωπική εθελοντική εργασία του Προέδρου και άλλων Μελών, αξιοποίησε το μεγάλο κληροδότημα της αείμνηστης Καλλιόπης Ραβαζούλα και «από το μηδέν» κατασκευάστηκε ένας περίλαμπρος ξενώνας με καλές δυνατότητες και εστιατορίου. Στο κατάστημα δόθηκε το όνομα της δωρήτριας-μεγάλης ευεργέτιδος: «ΚΑΛΛΙΟΠΗΣ ΦΙΛΕΜΑ».
Εγκαίνια στον ξενώνα «Καλλιόπης Φίλεμα», 29.8.2020
(Φωτογραφία: Ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS)
Εγκαίνια στον ξενώνα «Καλλιόπης Φίλεμα», 29.8.2020
(Φωτογραφία: Ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS)
- Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθούν εδώ και τα δύο παραδοσιακά σιδηρουργεία (καμίνια): Του Αλέξη Παρασκευόπουλου, που μετά το θάνατό του συνέχισε να το λειτουργεί ο γιος του Σταύρος και του Γιάννη Παρασκευόπουλου. Όλοι αυτοί οι αριστοτέχνες του σιδήρου προσέφεραν με τις γνώσεις τους πολύτιμες υπηρεσίες στην τοπική, και όχι μόνο, κοινωνία και στη γη. Απαραίτητο να υπογραμμιστεί ότι δεν λειτούργησαν ποτέ με οξυγονοκολλήσεις ή με άλλα σύγχρονα μηχανήματα. Μοναδικό τους μηχάνημα το καμίνι και τα ξύλα, που η φωτιά σε υψηλές θερμοκρασίες και σε συνδυασμό με την τέχνη τους διαμόρφωνε, επισκεύαζε και συγκολλούσε τα μέταλλα, όπως εργαλεία γης, αλλά και κάθε μεταλλικό αντικείμενο που χρειαζόταν κάποια παρέμβαση.
- Παράλειψη θα ήταν να μην αναφερθεί και η μεγάλη χοιροτροφική μονάδα του Γιάννη Παλαιολόγου, που ιδρύθηκε και λειτούργησε από τη δεκαετία του 1960 και για είκοσι χρόνια στην είσοδο του χωριού. Ο Παλαιολόγου είχε ασχοληθεί νωρίτερα και με την υποδηματοποιεία, κατασκευάζοντας, κυρίως, εργατικά παπούτσια από λάστιχα αυτοκινήτου (τσαρούχια).
ΙΙΙ. Στην Κεντρική πλατεία
- Των αδελφών Πλιάκα, που αργότερα πήρε ο Ανδρέας Θούας (1935;).
Ήταν ένα εύρωστο και πολύ καλά οργανωμένο παντοπωλείο και καφενείο, που μέχρι και σήμερα λειτουργεί πάρα πολύ
ικανοποιητικά. Η θέση του καταστήματος, η παιδεία του Ανδρέα Θούα, αλλά και τα
πολλά είδη εμπορευμάτων, το έκαναν να έχει πολύ μεγάλη κίνηση. Ήταν το μοναδικό
μαγαζί στο χωριό που διέθετε και φαρμακείο με φάρμακα πρώτης ανάγκης και
κτηνιατρικά φάρμακα. Μετά το θάνατο του Ανδρέα, συνέχισε και συνεχίζει να το
λειτουργεί το ίδιο άξια η γυναίκα του Ευθυμία. Εξακολουθεί να το λειτουργεί και σήμερα η Ευθυμία ως άριστο παραδοσιακό
καφενείο και παντοπωλείο, βοηθούμενη από τα παιδιά της Αγγελική, το Σωκράτη και της
γυναίκα του.
- Του Επαμεινώνδα Ανδριόπουλου, γνωστού
περισσότερο με το υποκοριστικό του «Παμίνος». Καλό μαγαζί κι αυτό με πολλά και
σπάνια εμπορεύματα. Παλαιότερα είχε λειτουργήσει και ως κρεοπωλείο. Στα σπάνια
εμπορεύματα ανήκε και το ειδικό λάστιχο, με το οποίο, παιδιά εμείς τότε, φτιάχναμε
σφεντόνες!
- Του Ανδρέα Καλογεράκη, που λειτούργησε
από την δεκαετία του 1970 ως κρεοπωλείο, καφενείο και ψησταριά, δίνοντας έναν
νέο «αέρα» το χωριό. Το κατάστημα αυτό
είχε πολύ τραγικό τέλος στις 11 του Σεπτέμβρη του 1990. Εξ αιτίας πολύ μεγάλης
καταιγίδας, τα νερά του ποταμού εξετράπησαν της πορείας τους και μπήκαν
ορμητικά στο μαγαζί, προκαλώντας μεγάλες ζημιές. Εκτός από τις υλικές ζημιές, παρέσυραν και έπνιξαν το θείο του Ανδρέα Λεωνίδα Καλογεράκη, την
γυναίκα του Ανδρέα Ολυμπία, την κόρη τους Ιωάννα (Γιαννούλα) και τον θαμώνα
Πάνο Λάγιο.
- Η ψησταριά-εστιατόριο-καφενείο "το παλιό πιθάρι", των Χρήστου Χρόνη και της Γιώτας Κλεπετούνα, που λειτουργεί τις τελευταίες
δεκαετίες και πραγματικά έχει δώσει ζωή, ζωντάνια, κίνηση και ενδιαφέρον στην πλατεία και σε όλο το
χωριό.
ΙV. Στο Λειβαρτζινό
- Ο Παμίνος, εκτός από το μαγαζί πού
είχε στην κεντρική πλατεία, είχε κι ένα δεύτερο, ακριβώς στη διασταύρωση του
Λειβαρτζινού. Αυτό το δούλευε ο γιος του ο Ανδρέας. Παρά τις μικρές διαστάσεις
του, ήταν γεμάτο μαγαζί, ιδίως με φαγώσιμα (κονσέρβες κλπ) και ποτά, που ήταν πρακτικά και
κατάλληλα για τους εργάτες των χωραφιών στο Λειβαρτζινό κάμπο.
Απομεινάρια από το «μαγαζάκι του Παμίνου» στο
Λειβαρζινό
|
- Του
Δημήτρη (Μήτσου) Γκολφινόπουλου, δίπλα ακριβώς από του Παμίνου. Το μαγαζί αυτό
δούλεψε αποκλειστικά ως υποδηματοποιείο- τσαγκάρικο, από το δεξιοτέχνη
ιδιοκτήτη του, που σπούδασε την τέχνη στις σχολές της Λέρου. Σήμερα το
λειτουργεί ο γιός του Αντώνης, με μελισσοκομικά προιόντα.
- Το τυροκομείο
του Σωτήρη Ανδρόπουλου. Εκτός από το μαγαζί στη συνοικία Περιτσαίοι, ο μεγαλέμπορος
Σωτήρης Ανδρόπουλος είχε φημισμένο τυροκομείο στο Λειβαρτζινό. Ειδικά, μέχρι τη δεκαετία του 1970, χρυσή εποχή για την
κτηνοτροφία στον τόπο, το κατάστημα αυτό απορροφούσε όλη την παραγωγή γάλακτος
και τα προϊόντα του καταστήματος του -βιομηχανία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί- προωθούνταν
και σε πιο μακρινές αγορές και γίνονταν ανάρπαστα.
- Του Χρήστου Κλεπετούνα, δίπλα στη
γέφυρα του Λειβαρτζινού (Τσάγανου). Ένα μαγαζί-καφενείο-παντοπωλείο πάρα πολύ
καλά οργανωμένο και με πολύ κίνηση και αυτό. Το γεγονός, μάλιστα, ότι εκεί ήταν
και ο σταθμός λεωφορείων, το έκανε ακόμα πιο σημαντικό. Εκτός από τα γνωστά
είδη που μπορούσε κανείς να βρει σ’ αυτό, είχε και πολλά άλλα απαραίτητα για τη
γεωργία, όπως φυτοφάρμακα, εργαλεία καλλιέργειας γης (ξινάρια, αξίνες, κασμάδες,
φτυάρια), αλλά και υλικά οικοδομών, όπως
τσιμέντα, ασβέστες, κλπ. Κι ακόμα, η μεγάλη ποικιλία από κονσέρβες και ποτά ήταν
μια πολύ καλή εναλλακτική και πρακτική λύση γι’ αυτούς που δούλευαν στα
χωράφια, είτε για κολατσιό, είτε για κύριο μεσημεριανό.
Με το που έκλεισε το μαγαζί αυτό, έκλεισε
και μια όμορφη και ρομαντική εποχή. Έκλεισε και ο σταθμός των λεωφορείων. Εκεί
που οι Λειβαρτζινοί, οι Λεχουρίτες και οι Κερασοβινοί αποχαιρετούσαν με την
καρδιά σφιγμένη και πονεμένη τους ξενιτεμένους συγγενείς τους, όταν έφευγαν. Μα
εκεί, στον ίδιο χώρο τους περίμεναν με λαχτάρα να κατέβουν από το λεωφορείο, και
να τους σφίξουν στην αγκαλιά τους με δάκρυα χαράς αυτή τη φορά. Εκεί, «ένα γύρο» δεμένα και τα πολυάριθμα ζώα,
περίμεναν κι αυτά να φορτωθούν τις αποσκευές του ταξιδιού, αλλά και τους ίδιους
τους ταξιδιώτες, μέχρι να φτάσουν στο σπίτι στο χωριό, που τους περίμενε
ντυμένο στα γιορτινά του.
Σήμερα σιωπή και μελαγχολία. Μόνο
αναμνήσεις κι ένας κόμπος στο λαιμό, που ούτε ανεβαίνει, ούτε κατεβαίνει, όταν
περνάει κανείς από κει! Όμως, ο μικρότερος γιος του Χρήστου και της Αμαλίας
Κλεπετούνα, ο Θόδωρος, το διαμόρφωσε και
το λειτουργεί ως εστιατόριο-πιτσαρία, προσφέροντας κάτι ξεχωριστό στους πελάτες
της περιοχής, αλλά και σε πολλούς ακόμα που τους φέρνει από μακριά η ποιότητα,
ο επαγγελματισμός και η πρωτοτυπία του Θόδωρου. Το σημείο, ο χώρος όλος αλλάζει όψη τα βράδια, που ζωντανεύει από τους πολυάριθμους πελάτες.
Το άλλοτε μαγαζί, κατοικία, σταθμός λεωφορείων και ανθρώπων του Χρήστου Κλεπετούνα στο Λειβαρτζινό (φωτογρ.: 2001) |
- Αξίζει κι εδώ ν' αναφέρουμε μια ακόμα σ(ι)ταρομηχανή του χωριού, της «Μάνθας», δίπλα ακριβώς από το μαγαζί του Χρήστου Κλεπετούνα, που ήταν και συγγενής της.
- Κουρεία στο χωριό δεν υπήρχαν. Υπήρχαν όμως αρκετοί πλανώδιοι κουρείς, που εξυπηρετούσαν τους πελάτες τους σε κάποια γωνία των αύλειων χώρων των καφενείων-παντοπωλείων.
- Εκτός από τα παραπάνω καταστήματα, χώροι
συναλλαγής ήταν και οι πολλοί μύλοι του χωριού. Επιγραμματικά σημειώνουμε έξι -υπήρξαν και περισσότεροι στο πιο μακρινό παρελθόν-, που ορισμένοι εξ αυτών λειτούργησαν μέχρι και τη
δεκαετία του 1970: Του Καλιακούδα, κοντά στο γιοφύρι για το Λιβάδι. Δύο του
Λέλου, ένας στην «Κολομπαρδού», που έχει και την ονομασία «του Σύβουλου», από
τον τελευταίο μυλωνά του, τον Θρασύβουλο, κι ένας σε μικρή απόσταση από την
εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Του Θανάση Τριανταφύλλου, στο «Πριολίθι». Μετά το
Θανάση, τον κληρονόμησε και τον δούλεψε ο γιος
του ο Ανδρέας. Λίγο πιο κάτω από το μύλο υπήρχε και νεροτριβή. Μετά την
ηλεκτροδότηση του χωριού το 1971, ο Ανδρέας τον μετέτρεψε σε ηλεκτρόμυλο με
μεγάλες προοπτικές. Δεν δούλεψε, όμως, πολλά χρόνια σαν ηλεκτρόμυλος. Ήτανε ο
τελευταίος που έκλεισε, λίγα χρόνια μετά το θάνατο του Ανδρέα. Άλλος μύλος ήταν του Θόδωρου Καλογήρου, στο κάτω μέρος του Μεσοχωριού, στη θέση «Μακρυνάρα».
Και έκτος, του Θούα (του γιατρού), δίπλα στο σχολείο, που τελευταίος τον λειτούργησε
ο αείμνηστος Γιάννης Καρράς («Καρράγγιαννης»). Σε προηγούμενες δεκαετίες
λειτούργησαν και αρκετοί ταμπακόμυλοι στο χωριό.
-------------------------------
Πηγές: "Λειβάρτζι σ' ευχαριστώ!", του γράφοντος, εκδόσεις "Ανάδραση", 2002.
Σημείωση: Για μεγέθυνση των φωτογραφιών, "πατήστε" επάνω σ' αυτές.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.1.2023
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.1.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου