Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Τα… έξι ορφανά!

Εικόνα: Εξώφυλλο του βιβλίου «ο ζητιάνος»
του Ανδρέα Καρκαβίτσα


     Από το σπίτι του Γρηγόρη στο χωριό του περνούσαν αρκετοί ζητιάνοι, τόσο από τα γύρω χωριά, αλλά και από άλλα μακρινά, κάποιοι εκ των οποίων ήταν τελείως άγνωστοι. Η εικόνα των περισσότερων ήταν συνηθισμένη: Ρακένδυτοι, αδυνατισμένοι, ξυπόλυτοι ή στη καλύτερη μ’ ένα ζευγάρι παλιοπάπουτσα, που είτε τα φόραγαν είτε όχι, ήταν το ίδιο. Το σακί ή ένα μεγάλο ταγάρι στον ώμο, συμπλήρωνε κι αυτό τη φιγούρα τους, μέσα στο οποίο έβαζαν το λίγο ψωμάκι ή και κάτι ακόμα που τους έδιναν από τα φτωχόσπιτα που περνούσαν. 
     «Τούτοι έχουνε πολλά περισσότερα κι από σένα κι από μένα. Μην τους τηράς που γυρίζουνε έτσι. Για να τους λυπάται ο κόσμος και να τους δίνει το κάνουνε...», είπε χαμηλόφωνα μια φορά ο Αλέξης στο Θοδωρή, όταν ένα ζητιάνος μπήκε στο καφενείο που έπιναν τον καφέ τους μαζί με άλλους συγχωριανούς τους.
    «Δεν βλέπεις την προκοπή τους; Φαίνεται από το τι φοράνε τι έχουνε... », ήταν η μάλλον απαξιωτική απάντηση του Θοδωρή στον συχωριανό  και συνθαμώνα του
    Πάντα πρόθυμες και η μητέρα του και η γιαγιά του Γρηγόρη, κατανοώντας και συμπονώντας την κατάστασή τους και τον άγνωστο τις περισσότερες φορές λόγο που τους ανάγκασε να βγουν στην ζητιανιά, τους άνοιγαν το σπίτι τους, τους τηγάνιζαν δυο αυγά και μαζί μια φέτα ψωμί, με λίγο τυρί κι ένα ποτηράκι κρασί συμπλήρωναν τη φιλοξενία τους. Αμέσως μετά, τους έβαζαν στο ταγάρι λίγο ακόμα ψωμί, για «να πάνε στο καλό».
     «Ένα αυγό και λίγο ψωμί στον πεινασμένο ξένο, είναι μεγάλη ευλογία για το σπίτι», έλεγαν πάντα και η μητέρα του Γρηγόρη, η Βούλα,  και η γιαγιά του, η κυρά-Θανάσα. Έτσι, και το παιδί, έβλεπε πάντα με συμπάθεια και πολλές φορές οίκτο καθέναν που οι ανάγκες τον ανάγκαζαν να ζητιανεύει.
     Σαν μεγάλωσε λίγο ο Γρηγόρης, κατέβηκε στην πόλη να ετοιμάσει τα χαρτιά του για τη στρατιωτική του θητεία. Αφού τελείωσε νωρίς και του έμεινε αρκετή ώρα για να πάρει ξανά το λεωφορείο για το χωριό του, έκανε μια βόλτα στην αγορά. Πρωτόγνωρες οι εικόνες που αντίκρυζε. Ο κόσμος «πατείς με πατώ σε», έμπαιναν κι έβγαιναν βιαστικοί στα μαγαζιά, να προλάβουν τις δουλειές του. Μέσα στο πλήθος διέκρινε τη φιγούρα μιας γριούλας, που άπλωνε το χέρι της στον κάθε περαστικό. Πρόθυμος να τη βοηθήσει ο Γρηγόρης μ’ ένα από τα λίγα κέρματα που είχε στην τσέπη του, πλησίασε κοντά της.
     «Πέντε ορφανά… Πέντε ορφανά…», έλεγε η γριούλα, κρατώντας το χέρι της ανοιχτό και παρατεταμένο και καρφώνοντας το βλέμμα της στους φιλεύσπλαχνους περαστικούς. Πόνεσε περισσότερο η ψυχή του παιδιού και της έβαλε στο χέρι δυο μικρά νομίσματα. Μα όταν προχώρησε δυο βήματα, ακούει τη γριούλα να λέει:
     «Έξι ορφανά… Έξι ορφανά…»!
     Γυρίζοντας εμβρόντητος προς το μέρος της, ακούει κάποιον άλλον περαστικό, που μόλις κι εκείνος της είχε δώσει κάτι, να αναρωτιέται, το ίδιο εμβρόντητος με το Γρηγόρη:
     «Μα… Πότε πρόλαβε και γέννησε;…»! 

       «...Εκείνα που σε κάνουν να κλαις κι εκείνα που σε κάνουν να γελάς, κάτι φορές δεν είναι μακριά το ένα από το άλλο...», σκέφθηκε ο Γρηγόρης και κούνησε το κεφάλι του.  


Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.1.2023

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου