Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2022

Η Ελληνική ταινία της Κυριακής (αφήγημα)

Σκηνή από την ταινία «τα κίτρινα γάντια»
της Φίνος Φιλμ


Από τα προσωπικά βιώματα των μαθητικών μου χρόνων,
αφιερωμένο στον ηλεκτρολόγο της Κλειτορίας Θανάση Ρηγόγιαννη


      «Σάββατο να ’ναι μάστορα κι ας είν’ σαράντα ώρες!», λέει τάχα το μαστορόπουλο, ο μικρός σε ηλικία μαθητευόμενος/βοηθός οικοδομής ή άλλης κοπιαστικής εργασίας στον αρχιμάστορα-«αφεντικό» του. Και τάχα σαν απάντηση ο αρχιμάστορας του λέει: «Δεν θα ’ρθει κι η Δευτέρα; Θα σου πάρ’ ο διάολος τον πατέρα!», υπονοώντας ότι η Κυριακή περνάει γρήγορα και η δουλειά που σε περιμένει την μεθεπόμενη μέρα είναι πολλή και δύσκολη!

     Τη «ρήση» του μαστορόπουλου φαίνεται ότι είχαμε υιοθετήσει κι εμείς στα μαθητικά μας χρόνια για το Σάββατο, εργάσιμη ημέρα τότε, αφού η Δευτέρα μας φαινόταν πολύ… μακριά! Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, με το σχόλασμα των γυμνασίων της επαρχίας μας το Σάββατο το μεσημέρι, «τα πόδια στο ώμο» να προλάβουμε το λεωφορείο για τα χωριά μας. Τα λίγες δεκάδες χιλιόμετρα που μας χώριζαν από το πατρικό μας σπίτι, μας έκαναν να νοιώθουμε, όχι σαν στην ξενιτιά, αλλά πραγματικά στην  ξενιτιά. Καμία επικοινωνία όλη τη βδομάδα με τους δικούς μας και οι έξι εργάσιμες ημέρες της εβδομάδος, μας φαίνονταν το ίδιο με έξι χρόνια. Μα ήταν και κάποια Σάββατα δύσκολα. Είτε για λόγους κακοκαιρίας, είτε για οικονομικούς λόγους, αναγκαζόμαστε να «καθηλωθούμε» στην έδρα του γυμνασίου, νοιώθοντας «σαν τα θηρία στο κλουβί». Και, φυσικά, για ψυχαγωγία με τη σημερινή μορφή, ούτε στο πιο απίθανο σενάριο δεν μπορούσαμε να φαντασθούμε. Τα γνωστά και πολυσύχναστα σήμερα μπαράκια και «καφέ» ήταν ανύπαρκτα, μα κι αυτά αν υπήρχαν, δεν υπήρχαν τα «φράγκα». Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό το εμπόδιο για την υποτυπώδη ψυχαγωγία μας. Ακόμα κι ένας φτηνός καφές σε κάποιο καφενείο ήταν απαγορευμένος από τη νομοθεσία για τη «μαθητιώσα νεολαία»! Δεν επιτρεπόταν ακόμα «οι μαθηταί και αι μαθήτριαι να περιφέρονται εις τας οδούς των πόλεων και των χωρίων. Να παραμένουν εις τα τας οικίας των, αφοσιωμένοι εις την μελέτην των». Ο έλεγχος από τους εκπαιδευτικούς ήταν υποχρεωτικά επιβεβλημένος και ενίοτε με αστυνομικό χαρακτήρα! Αυτό μέχρι το 1974, γιατί από τότε και μετά οι κανονισμοί άρχισαν να χαλαρώνουν.
    Τηλεόραση δεν είχαμε στα σπίτι μας, πολλώ δε μάλλον στα ενοικιαζόμενα φτωχά και συνήθως υποτυπώδη καταλύματα στην έδρα των σχολείων. Ούτε καν ραδιόφωνο. Τηλεόραση μπορούσαμε να δούμε «στα κλεφτά» και για λίγα μόνο δευτερόλεπτα σε κάποιο κατάστημα, κυρίως καφενείο, οπωσδήποτε απέξω.
     Το σχολικό έτος 1976-77 που φοίτησα στην τελευταία τάξη στο εξατάξιο γυμνάσιο της Κλειτορίας Καλαβρύτων, η «αστυνομική ιδιότητα» των καθηγητών είχε εκλείψει. Λογικές ώρες μπορούσαμε ελεύθερα να κυκλοφορήσουμε, να καθίσουμε για καφέ σε κάποιο καφενείο ή ζαχαροπλαστείο της προτίμησής μας, να επισκεφθούμε συμμαθητές μας ή και να επιδοθούμε σε οποιαδήποτε άλλη δραστηριότητα, που  όμως δεν προσέβαλε ούτε εμάς τους ίδιους, ούτε το σχολείο μας, ούτε, φυσικά, και κάποιον άλλον πολίτη. Μπορεί οι «κανονισμοί» να είχαν χαλαρώσει ή εκλείψει, όμως τα μάτια των καθηγητών και κάθε μέλους της μικρής κοινωνίας γύρω μας ήταν ορθάνοιχτα και μας ήθελαν υποδείγματα. «Ντροπή σου!... Πας και σχολείο!..», ακούγαμε πολύ επικριτικά από μεγαλύτερους στην παραμικρή παρεκτροπή μας, αν και γενικά η κουλτούρα μας και η παιδεία μας δεν επέτρεπε παρεκτροπές.
     Μια πρωτότυπη και χωρίς καμία οικονομική μας επιβάρυνση μεγάλη ψυχαγωγία μάς προσέφερε ο πολύ γνωστός και άριστος επαγγελματίας - ηλεκτρολόγος στην Κλειτορία και σε όλη την επαρχία Καλαβρύτων, και όχι μόνο, Αθανάσιος Ρηγόγιαννης. Είχε προχωρήσει σε μια πρωτοποριακή καινοτομία, που για αυτό μάλλον τον φώτισε η δική μας θεά Τύχη. Μέσα στο κατάστημά του ηλεκτρικών ειδών στο κέντρο της κωμόπολης, έπαιζε μόνιμα μια τηλεόραση. Δύο μόνο τα τηλεοπτικά κανάλια τότε και με όχι με την καλύτερη λήψη στον τόπο μας, αλλά ως ειδικός ο Ρηγόγιαννης είχε πετύχει πολύ καθαρή εικόνα.
     Ενώ η τηλεόραση έπαιζε μέσα, με κατάλληλη εγκατάσταση και τοποθέτηση ηχείου στον εξωτερικό τοίχο του καταστήματος, ο ήχος ακουγόταν έξω! Μπορούσε να μην ήταν αυτό δώρο Θεού, ή καλύτερα «δώρο Ρηγόγιαννη»; «Διαφήμιση στο μαγαζί του», έλεγαν ορισμένοι, εμείς όμως, ποτέ δεν το είδαμε έτσι. Το βλέπαμε σαν πραγματική ευεργεσία!
     Δύο τότε τα τηλεοπτικά κανάλια στη χώρα μας, η ΕΡΤ (Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση) και η ΥΕΝΕΔ (Υπηρεσία Ενημέρωσης Ενόπλων Δυνάμεων). Από τις πλέον αγαπημένες εκπομπές σε όλη την Ελλάδα ήταν η Ελληνική Ταινία του Σαββατόβραδου στην ΕΡΤ, η Ελληνική Ταινία το μεσημέρι της Κυριακής στην ΥΕΝΕΔ και το «Λούνα πάρκ» στην ΕΡΤ, κάθε Πέμπτη βράδυ στις οκτώ.
     Η Ελληνική Ταινία του Σαββατόβραδου, ήταν «χαμένη υπόθεση» για εμάς, το μαθητόκοσμο, αφού το σκοτάδι, η ελάχιστη κίνηση στην Κλειτορία μετά τις δέκα το βράδυ – στην ουσία ερημιά – και προπάντων το τσουχτερό κρύο στους χειμερινούς μήνες, δεν ήταν οι καλύτεροι σύμμαχοί μας. Μεγάλη μας αναμονή, όμως, η ταινία της Κυριακής! Κλειστό το μαγαζί του Ρηγόγιαννη, κι αυτό μας βόλευε περισσότερο, αφού δεν μπαινόβγαινε κόσμος που να μας αποσπούσε την προσοχή! Μαζευόμαστε έξω στο δρόμο αρκετή ώρα πριν την προβολή, τα αγόρια κυρίως, να «πιάσουμε θέση» κοντά στο ηχείο, για να ακούμε καλύτερα!  Το ίδιο μας βόλευε και η υποτονική κίνηση της αργίας. Σχεδόν πάντα ο δρόμος γέμιζε, αφού η χρυσή εκείνη εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου μας μάζευε σαν μέλισσες στο μέλι και μας κράταγε εκεί καθηλωμένους, μας μαγνήτιζε το βλέμμα και μας «τέντωνε τ’ αυτιά», φυσικά πάντα σε όρθια θέση! Τα σχόλια πολλές φορές του «φιλοθεάμονος κοινού» ακολουθούσαν παρατεταμένα «σσσσσσσς!», όπως και σε αίθουσα κινηματογράφου.
     Άλλη μια «παραφωνία» ήταν τα λίγα αυτοκίνητα που περνούσαν από το δρόμο και έπρεπε να μετακινηθούμε να τους αφήσουμε χώρο. Περισσότερο ενοχλητικός ο θόρυβος της μηχανής τους και πολύ περισσότερο του κορνάρισμά τους, αν απορροφημένοι στο έργο καθυστερούσαμε λίγα δευτερόλεπτα την μετακίνησή μας. Τότε αρχίζαμε κι εμείς τα «γαλλικά», ψιθυριστά όμως, που μόνο οι ίδιοι τα ακούγαμε!
    Τίποτα δεν μας πτοούσε σ’ εκείνο το «κινηματογραφικό κάλεσμα». Ακόμα και με βροχή, «στηνόμαστε» εκεί με ανοιχτές ομπρέλες! Τι αν έκανε κρύο τους χειμερινούς μήνες, πού να «πάρουμε χαμπάρι» εμείς, που «έβραζε το αίμα μας», όπως ακούγαμε να λένε από το διαγώνια απέναντι καφενείο, που φιλοξενούσε και το ΚΤΕΛ.
     Φυσικά, δεν έλειπαν ούτε τα καλοπροαίρετα πειράγματα μεταξύ μας, ούτε οι χιουμοριστικές ερωτήσεις, του τύπου «ποιος κόβει σήμερα εισιτήρια;», ούτε και οι κριτικές μας στο τέλος, ή πριν το τέλος της ταινίας.
     «Μμμμ!... Σιγά τη βλακεία!» ήταν το σχόλιο αποστροφής, θυμάμαι, ενός συμμαθητή, σε μια ταινία που δεν του άρεσε.
     «Θέλουμε τα λεφτά μας πίσω!», συμπλήρωσε χαριτολογώντας κάποιος άλλος, που φάνηκε να συμφωνούσε μαζί του.
     Ανάλογη μάζωξη και ενδιαφέρον με την ταινία της Κυριακής  είχε και η σειρά «το λούνα παρκ» στην ΕΡΤ, με τον αξέχαστο «κυρ-Γιώργη» (Διονύση Παπαγιαννόπουλο), που πολύ συχνά ανέφερε και την ιδιαίτερη πατρίδα του,  το Διακοφτό, στις ατάκες του.
    Σήμερα, στη δεκαετία των εξήντα ηλικιακά, αναπολούμε με ευγνωμοσύνη εκείνη την προσφορά «κινηματογράφου» του Θανάση Ρηγόγιαννη, που πραγματικά, πέρα από την ψυχαγωγία μας, δόμησε και πολιτισμό μέσα μας.

 
Νίκος Χρ. Παπακωνμσταντόπουλος, 1.12.2022
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου