Χτύπησε η καμπάνα της εκκλησίας του χωριού, πρωί-πρωί κι εκείνη την Κυριακή, όπως κάθε Κυριακή και κάθε γιορτή. Σχεδόν ταυτόχρονα με το χτύπημά της, οι δυο μεσόκοπες γυναίκες, η Γιώργαινα και η Χρήσταινα, βγήκαν από τις πόρτες των σπιτιών τους που έστεκαν αντικρυστά στο μαχαλά τους και κατηφόρισαν. Φρόσω η πρώτη και Κατίνα η δεύτερη, αλλά με ξεχασμένα τα ονόματά τους, ακόμα και από τις ίδιες, αφού με τα ονόματα των αντρών τους τις ήξεραν όλοι και με αυτά τις αποκαλούσαν.
Όχι μόνο γειτόνισσες, αλλά και φιλενάδες από τότε που πήγαν την ίδια χρονιά νύφες στο χωριό, όμως κάπως ιδιόμορφες φιλενάδες: Εκεί που μοίραζαν ακόμα και το αντίδωρο, εκεί τις έβλεπες να μαλώνουν και να εκτοξεύουν πολλά και άπρεπα λόγια η μία στην άλλη, αλλά και σε χρόνο «μηδέν», πάλι μοιραζόντουσαν το αντίδωρο! Γέλαγε κι ο κόσμος μαζί τους, μ’ αυτή τους τη συμπεριφορά, αλλά όλα έδειχναν ότι για τις ίδιες ήταν τρόπος ζωής. Και οι αιτίες των καβγάδων τους ασήμαντες και πολλές φορές αστείες: Γιατί πήγε η κότα της μιας στην αυλή της άλλης, γιατί η σκόνη όταν τίναζαν τα στρωσίδια έμπαινε από το ανοιχτό παράθυρο κι άλλα τέτοια.
Εκείνο το Κυριακάτικο πρωινό, άρχισε με καλημέρα, καλή διάθεση και χαμόγελα μεταξύ τους. Στο κάπου ένα χιλιόμετρο που τις χώριζε από την εκκλησία, όμως, δεν άργησαν ν’ ανάψουν τα αίματα, όταν η πρώτη θυμήθηκε να κάνει παρατήρηση στη δεύτερη, γιατί ένα πρωινό πριν κάτι μέρες, την ξύπνησαν οι φωνές της από έναν καβγά με την πεθερά της. Μέχρι να φτάσουν τις άκουσε όλο το χωριό! Λίγο πριν την αυλόπορτα της εκκλησίας, λέει η Κατίνα στη Φρόσω με πολύ θυμό:
«Δεν λέω τίποτα άλλο τώρα. Έχε χάρη που θέλω να κοινωνήσω! Άμα βγούμε μετά από την εκκλησία, θα σε συγυρίσω εγώ όπως σου πρέπει!...».
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.11.2023
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου