Ιουλία ήταν το βαφτιστικό της όνομα της
της σαραντάρας «ψωμωμένης»* του μαχαλά, που όχι τόσο τα κιλά της, μα
περισσότερο οι τρόποι της και η βροντώδης φωνή της την έκαναν «Ιουλιάρα».
«Νουνός» του ονόματός της αυτού ήταν ο πλακατζής γείτονάς της ο Σωκράτης, που
σ’ έναν καυγά τους για κάτι μικροδιαφορές, δεν άντεξε τις φωνές της και τα
«κοσμητικά επίθετα» που τον στόλιζε. Τη στόλισε κι αυτός με κάμποσα βλαστήμια,
με τελευταίο τον «οξαποδώ» και το νέο της όνομα, γυρίζοντας να φύγει:
«Άι μου στο διάολο, Ιουλιάρα!».
Ήταν κάμποσες οι μικροδιαφορές τους και καβγάς τους σιγόβραζε καρό τώρα και ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Η αφορμή δόθηκε όταν ο Σωκράτης χτύπησε μ’ ένα ξύλο το σκύλο της, που μπήκε στην αυλή του. Το κλάμα από τον πόνο, έκαναν το ζωντανό να φύγει κουτσαίνοντας για την αφεντικίνα του. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Άστραψε και βρόντηξε η Ιουλία, μόλις γύρισε το βλέμμα της και είδε το γείτονά της να κρατάει το ξύλο που το χτύπησε.
«Τι σου ’φταιξε, ρε, το ζωντανό, ρε; Μαζί το ταΐζουμε; Ήρθε η ώρα να σου τα μετρήσω τα παΐδια»!
Άρπαξε κι εκείνη ένα μακρύ ξύλο που βρήκε μπροστά της και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
«Για κόπιασε και θα καλοπεράσεις! Δεν σου έχω πει τόσες φορές να το δένεις; Δεν το θέλω να έρχεται στην αυλή μου! Πάει στις φωλιές και μου τρώσει τ’ αυγά!».
Από τις πρώτες πόρτες που άνοιξαν, ήταν και αυτή του παππά, που τους προέτρεπε με τις λέξεις του Ευαγγελίου, «ειρήνη υμίν»!
«Τι "ειρήνη υμίν", παππά μου! Αυτοί θα μακελευτούνε»! Κάνε κάτι, φώναξε δυνατά η άλλη γειτόνισσά τους, η Ανδριάνα!
«Άι μου στο διάολο, Ιουλιάρα!».
Ήταν κάμποσες οι μικροδιαφορές τους και καβγάς τους σιγόβραζε καρό τώρα και ήταν θέμα χρόνου να εκδηλωθεί. Η αφορμή δόθηκε όταν ο Σωκράτης χτύπησε μ’ ένα ξύλο το σκύλο της, που μπήκε στην αυλή του. Το κλάμα από τον πόνο, έκαναν το ζωντανό να φύγει κουτσαίνοντας για την αφεντικίνα του. Ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! Άστραψε και βρόντηξε η Ιουλία, μόλις γύρισε το βλέμμα της και είδε το γείτονά της να κρατάει το ξύλο που το χτύπησε.
«Τι σου ’φταιξε, ρε, το ζωντανό, ρε; Μαζί το ταΐζουμε; Ήρθε η ώρα να σου τα μετρήσω τα παΐδια»!
Άρπαξε κι εκείνη ένα μακρύ ξύλο που βρήκε μπροστά της και κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
«Για κόπιασε και θα καλοπεράσεις! Δεν σου έχω πει τόσες φορές να το δένεις; Δεν το θέλω να έρχεται στην αυλή μου! Πάει στις φωλιές και μου τρώσει τ’ αυγά!».
Από τις πρώτες πόρτες που άνοιξαν, ήταν και αυτή του παππά, που τους προέτρεπε με τις λέξεις του Ευαγγελίου, «ειρήνη υμίν»!
«Τι "ειρήνη υμίν", παππά μου! Αυτοί θα μακελευτούνε»! Κάνε κάτι, φώναξε δυνατά η άλλη γειτόνισσά τους, η Ανδριάνα!
Οι φωνές και οι παρεμβάσεις των γειτόνων
να προλάβουν τα χειρότερα, ανέκοψαν τη φόρα της «Ιουλιάρας» και σταμάτησε στην
αυλόπορτα, συνεχίζοντας να βρίζει και να κινεί απειλητικά με το ξύλο που κράταγε.
Πέρασαν κάμποσες μέρες και ο Σωκράτης έκοψε ένα μεγάλο κολοκύθι στη μέση. Του άδειασε το περιεχόμενο μ’ ένα κουτάλι και του άνοιξε τρύπες σαν από ανθρώπινο κρανίο, με μάτια, μύτη και στόμα. Όταν νύχτωσε καλά, πήγε με κάθε προφύλαξη στο μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια τους και το τοποθέτησε σ’ ένα εμφανές σημείο, αφήνοντας μέσα στο κενό του ένα αναμμένο κερί, που στο σκοτάδι ένοιαζε με νεκροκεφαλή να φωτίζει από μέσα! Στο σημείο εκείνο ήταν βέβαιο ότι θα το έβλεπε η «Ιουλιάρα» όταν έβγαινε στην πόρτα της, ή ακόμα κι αν άνοιγε το παράθυρό της!
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η φωνές της «άσπονδης» γειτόνισσάς του ακούστηκαν δυνατά μέσα στη νύχτα, σε όλο σχεδόν το μαχαλά:
«Βοήθεια! Βοήθεια! Στοιχειό! Φάντασμα! Βοήθεια!
Οι πόρτες κάποιων κοντινών σπιτιών άνοιξαν και τρεις-τέσσερις γείτονές τους προσέτρεξαν να δουν τί γίνεται, αν και είναι σίγουρο ότι ελάχιστοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για φάντασμα! Αφού το… φαινόμενο «εξιχνιάστηκε» και η κολοκύθα κύλισε στον κατηφορικό δρόμο, όλοι γέλασαν! Η «Ιουλιάρα», όμως, στόλιζε για άλλη μια φορά με «κοσμητικά επίθετα» τον γείτονά της, όντας βέβαιη ότι αυτός ήταν η «πέτρα του σκανδάλου»!
-------------------------------------------
* Ψωμωμένος: ευτραφής, υπέρβαρος, χοντρός.
Πέρασαν κάμποσες μέρες και ο Σωκράτης έκοψε ένα μεγάλο κολοκύθι στη μέση. Του άδειασε το περιεχόμενο μ’ ένα κουτάλι και του άνοιξε τρύπες σαν από ανθρώπινο κρανίο, με μάτια, μύτη και στόμα. Όταν νύχτωσε καλά, πήγε με κάθε προφύλαξη στο μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια τους και το τοποθέτησε σ’ ένα εμφανές σημείο, αφήνοντας μέσα στο κενό του ένα αναμμένο κερί, που στο σκοτάδι ένοιαζε με νεκροκεφαλή να φωτίζει από μέσα! Στο σημείο εκείνο ήταν βέβαιο ότι θα το έβλεπε η «Ιουλιάρα» όταν έβγαινε στην πόρτα της, ή ακόμα κι αν άνοιγε το παράθυρό της!
Δεν πέρασε πολλή ώρα και η φωνές της «άσπονδης» γειτόνισσάς του ακούστηκαν δυνατά μέσα στη νύχτα, σε όλο σχεδόν το μαχαλά:
«Βοήθεια! Βοήθεια! Στοιχειό! Φάντασμα! Βοήθεια!
Οι πόρτες κάποιων κοντινών σπιτιών άνοιξαν και τρεις-τέσσερις γείτονές τους προσέτρεξαν να δουν τί γίνεται, αν και είναι σίγουρο ότι ελάχιστοι πίστεψαν ότι επρόκειτο για φάντασμα! Αφού το… φαινόμενο «εξιχνιάστηκε» και η κολοκύθα κύλισε στον κατηφορικό δρόμο, όλοι γέλασαν! Η «Ιουλιάρα», όμως, στόλιζε για άλλη μια φορά με «κοσμητικά επίθετα» τον γείτονά της, όντας βέβαιη ότι αυτός ήταν η «πέτρα του σκανδάλου»!
-------------------------------------------
* Ψωμωμένος: ευτραφής, υπέρβαρος, χοντρός.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 1.11.2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου