Πήγαινε συχνά με το γάιδαρό του στο κεφαλοχώρι
ο Σταύρος για τις προμήθειες του σπιτιού του. Από αλάτι και φωτιστικό πετρέλαιο
από το μονοπώλιο, μέχρι και διάφορα άλλα ψώνια, που δεν υπήρχαν στο μικρό χωριό
του. Δεν ήταν μεγάλη η απόσταση, κάπου δεκαπέντε χιλιόμετρα, και οι
καλοκαιρινοί μήνες προσφέρονταν πολύ περισσότερο για τις εμπορικές αυτές εξορμήσεις
του: Και η μέρα ήταν μεγάλη, αλλά και ο καιρός ευνοϊκός. Πάντα εύρισκε χρόνο να
περάσει πότε για έναν καφέ, πότε για κάνα κρασάκι, ή και για κάνα τσιπουράκι και από το καφενείο του συγχωριανού του του Φώτη. Σ’ εκείνο το στέκι πάντα συναντούσε
και συγγενείς και γνωστούς από τ’ άλλα χωριά και μάθαινε τα νέα τους και τους έλεγε κι αυτός τα δικά του. Και ήταν
πραγματικό «στέκι» το καφενείο εκείνο, αφού αυτό το όνομα του είχε δώσει και ο
ιδιοκτήτης του.
Έτσι κι εκείνο το θεριστή του 197…, λίγο πριν να είναι στο στάρι έτοιμο για θέρο, ξεκίνησε πρωί πρωί με το γαϊδαράκο του για τα απαραίτητα ψώνια από το κεφαλοχώρι. Αφού ταχτοποίησε τις περισσότερες δουλειές του εκεί, κατά το μεσημέρι πήγε στο γνωστό «στέκι». Κοίταξε δεξιά κι αριστερά μπαίνοντας μέσα, δεν είδε κανέναν γνωστό. «Όπου να ’ναι, όλο και κάποιος θα εμφανιστεί, σκέφθηκε, και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, κάπως απόμερα από τι δυο άλλες παρέες που τρωγόπιναν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια «στην υγειά μας!» και τα λέγανε, πότε χαμηλόφωνα και πότε πιο δυνατά.
Μα πριν μια ακόμα στην πόρτα, μια λαχταριστή τσίκνα έφρασε και χώθηκε στη μύτη του και τα σάλια του έτρεξαν. Διέκρινε από τη θέση που κάθισε, η μία από τις δυο παρέες των τεσσάρων ατόμων να τρώνε κάτι στρογγυλά, μικρά και περίεργα μεζεδάκια, που ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί. Κοίταζε με διακριτικές ματιές τα πιάτα τους, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν.
- Φρόσω! Φέρε μας άλλη μία κι ένα μισόκιλο, είπε φωναχτά ένας της παρέας στην κοπέλα που ήταν στον πάγκο του καφενείου. Γνωστή και στο Σταύρο η Φρόσω, καμιά τριανταριά χρονών, κόρη του συγχωριανού του του Φώτη και της είχε κάποιο θάρρος.
Έτσι κι εκείνο το θεριστή του 197…, λίγο πριν να είναι στο στάρι έτοιμο για θέρο, ξεκίνησε πρωί πρωί με το γαϊδαράκο του για τα απαραίτητα ψώνια από το κεφαλοχώρι. Αφού ταχτοποίησε τις περισσότερες δουλειές του εκεί, κατά το μεσημέρι πήγε στο γνωστό «στέκι». Κοίταξε δεξιά κι αριστερά μπαίνοντας μέσα, δεν είδε κανέναν γνωστό. «Όπου να ’ναι, όλο και κάποιος θα εμφανιστεί, σκέφθηκε, και κάθισε σ’ ένα τραπεζάκι, κάπως απόμερα από τι δυο άλλες παρέες που τρωγόπιναν τσουγκρίζοντας τα ποτήρια «στην υγειά μας!» και τα λέγανε, πότε χαμηλόφωνα και πότε πιο δυνατά.
Μα πριν μια ακόμα στην πόρτα, μια λαχταριστή τσίκνα έφρασε και χώθηκε στη μύτη του και τα σάλια του έτρεξαν. Διέκρινε από τη θέση που κάθισε, η μία από τις δυο παρέες των τεσσάρων ατόμων να τρώνε κάτι στρογγυλά, μικρά και περίεργα μεζεδάκια, που ποτέ άλλοτε δεν είχε ξαναδεί. Κοίταζε με διακριτικές ματιές τα πιάτα τους, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τί ήταν.
- Φρόσω! Φέρε μας άλλη μία κι ένα μισόκιλο, είπε φωναχτά ένας της παρέας στην κοπέλα που ήταν στον πάγκο του καφενείου. Γνωστή και στο Σταύρο η Φρόσω, καμιά τριανταριά χρονών, κόρη του συγχωριανού του του Φώτη και της είχε κάποιο θάρρος.
- Έρχονται αμέσως!, απάντησε εκείνη.
Σε λίγο οι καπνοί από τηγάνι γέμισαν και η λαχτάρα του Σταύρου να τα γευτεί, ήταν ασταμάτητη, καθώς και η κοιλιά του ήταν άδεια και διαμαρτυρόταν. Η Φρόσω πήγε και σέρβιρε με το τηγάνι τα πρωτόγνωρα μεζεδάκια στους πελάτες της και γυρνώντας στον πάγκο, σταμάτησε μπροστά του.
- Καλημέρα, κυρ-Σταύρο! Δεν είδα ακόμα κανέναν από τους ανθρώπους που συναντιέστε εδώ…
- Καλημέρα, κοπέλα μου!
- Να σας φέρω κάτι;
- Ναι. Φέρε μου κι εμένα μια τ’γανιά… π’τσούλες με λίγο ψωμί να βάλω στο στόμα μου!!!
Η Φρόσω τον κοίταξε απορημένη και συνοφρυωμένη, μη μπορώντας να κρύψει τη συστολή της και τη ντροπή της!
- Τα λουκάνικα λέτε, κύριε Σταύρο;
- Αυτά που πήγες και στην παρέα δίπλα! Δεν ξέρω πώς τα λένε!...
Σε λίγο οι καπνοί από τηγάνι γέμισαν και η λαχτάρα του Σταύρου να τα γευτεί, ήταν ασταμάτητη, καθώς και η κοιλιά του ήταν άδεια και διαμαρτυρόταν. Η Φρόσω πήγε και σέρβιρε με το τηγάνι τα πρωτόγνωρα μεζεδάκια στους πελάτες της και γυρνώντας στον πάγκο, σταμάτησε μπροστά του.
- Καλημέρα, κυρ-Σταύρο! Δεν είδα ακόμα κανέναν από τους ανθρώπους που συναντιέστε εδώ…
- Καλημέρα, κοπέλα μου!
- Να σας φέρω κάτι;
- Ναι. Φέρε μου κι εμένα μια τ’γανιά… π’τσούλες με λίγο ψωμί να βάλω στο στόμα μου!!!
Η Φρόσω τον κοίταξε απορημένη και συνοφρυωμένη, μη μπορώντας να κρύψει τη συστολή της και τη ντροπή της!
- Τα λουκάνικα λέτε, κύριε Σταύρο;
- Αυτά που πήγες και στην παρέα δίπλα! Δεν ξέρω πώς τα λένε!...
- Λουκανικάκια τα λένε, κύριε Σταύρο, και
είναι κομμένα μικρά κομμάτια!, διευκρίνισε στον πελάτη της, κατακόκκινη από
την ντροπή της!
- Που να ξέρω πώς τα λένε, ρε παιδάκι μου! Μου σπάσανε τη μύτη και τα λαχτάρισα! Να με συμπαθάς!... Έτσι όπως τα βλέπω, με μικρές «τέτοιες» μοιάζουνε, χωρίς να επαναλάβει το «όνομά» τους, αφού κατάλαβε ότι έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κόρη του συγχωριανού του και φίλου του!
- Που να ξέρω πώς τα λένε, ρε παιδάκι μου! Μου σπάσανε τη μύτη και τα λαχτάρισα! Να με συμπαθάς!... Έτσι όπως τα βλέπω, με μικρές «τέτοιες» μοιάζουνε, χωρίς να επαναλάβει το «όνομά» τους, αφού κατάλαβε ότι έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κόρη του συγχωριανού του και φίλου του!
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 24.11.2025

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου