Ήταν ένα πρωινό στο έµπα της άνοιξης, στο προαύλιο του γυµνασίου του Σοποτού, πριν ακόµα αρχίσει το µάθηµα. Μια µέρα ηλιόλουστη και ζεστή, από τις πρώτες καλές και χαρούµενες µετά το χειµώνα, που σε γέµιζε αισιοδοξία, σου ’φτιαχνε τη διάθεση. Τα πρώτα µπουµπούκια είχαν σκάσει και τα πολλά αγριολούλουδα που είχαν ανθίσει, σκορπίζοντας το µεθυστικό άρωµά τους, ξετρέλαιναν τα πολύχρωµα έντοµα, που χοροπηδούσαν βιαστικά από το ένα στο άλλο. Το χώµα είχε αρχίσει σιγά – σιγά να στεγνώνει, επιβεβαιώνοντας κι αυτό ότι ο χειµώνας εκείνης της χρονιάς είχε περάσει οριστικά.
∆υο Σοποτινοί συµµαθητές, µας είπαν στο προαύλιο πως «...κάτι ακούστηκε, ότι το βράδυ θα παιχτεί µια ταινία σινεµά στο "µεγάλο καφενείο"...». Ποιος έδωσε σηµασία όµως, αφού µας φάνταζε για «χαζό» πρωταπριλιάτικο ψέµα! Μια τέτοια µέρα εµείς αλλού είχαµε το νου µας: Τι πιο απλό και «πρακτικό» από µια εκδροµή, όχι τόσο να χαρούµε την ηµέρα, αλλά να µην κάνουµε µάθηµα! Με το που βλέπαµε έναν – έναν τους καθηγητές να κατη- φορίζουν προς το γυµνάσιο και, πριν καν ακόµα πλησιάσουν, αρχίσαµε να φωνάζουµε:
«Εκδροµήήήήήήή!», «ΕκδροµήήήήήήήΙ».
Οι καθηγητές δε µπορούσαν να κρύψουν το χαµόγελό τους, σηµάδι που σήµαινε ότι, µάλλον θα ικανοποιηθεί η επιθυµία µας! Στο χτύπηµα του κουδουνιού το είχαµε σχεδόν σίγουρο, ότι η εκδροµή θα πραγµατοποιηθεί! Μας το είχαν επισφραγίσει τα χαµόγελά τους! Ωστόσο εντείναµε τις φωνές µας για «εκδροµήήήή», να «κατοχυρωθεί» οριστικά το αίτηµά µας. Έµελλε, όµως, η αισιοδοξία µας να µας προδώσει και το χαµόγελο να παγώσει στα χείλη µας, όταν βγήκε πρώτος και κάπως φουριόζος από το γραφείο των καθηγητών ο φιλόλογός µας και ήλθε µε ύφος καρδινάλιου στην πρωινή συγκέντρωση. Πήραµε την κρυάδα πριν ακόµα γίνει η προσευχή και η έπαρση της σηµαίας! Αφού µας τα ’ψαλε για τα καλά, χαρακτηρίζοντάς µας «τθογλάνια» και ότι «φωνάδουµε θαν αγδοίκοι», άλλαξε αµέσως ύφος, κατέβασε και τον τόνο της φωνής του κι έσκασε ένα χαµόγελο, λέγοντας:
«Άντε! Θα σας παίκθουµε και θινεµά το βράδυ!».
Εδώ ανοίγω µια παρένθεση, για άλλο ένα ευτράπελο µε τον ίδιο καθηγητή, πάλι µε τις ίδιες... ευγενικές προσφωνήσεις: Κάθε παραµονή εθνικής γιορτής, το Σοποτό γέµιζε παιδιά του δηµοτικού και του γυµνασίου, που βγαίναµε να καθαρίσουµε τους δρόµους και κεντρικά σηµεία, για την παρέλαση της επόµενης µέρας. Υπερτερούσε, βέβαια, το µπλε της σχολικής ποδιάς των κοριτσιών, αφού για εµάς τα αγόρια δεν υπήρχε κάποιος περιορισµός, που να µας κάνει να ξεχωρίζουµε. Ο καθηγητής αυτός ήταν επικεφαλής µιας οµάδας δέκα αγοριών και άλλων τόσων κοριτσιών, για την καθαριότητα της πλατείας και των γύρω χώρων. Στα κορίτσια είχαν δοθεί σκούπες κι εµείς µαζεύαµε µε τα χέρια χαρτιά, πέτρες, ξύλα και διάφορα άλλα σκουπίδια. Όταν φτάσαµε στις σκάλες, που κατέβαιναν προς το Σταθµό Χωροφυλακής, αφήσαµε τα κορίτσια να σκουπίζουν τα επάνω σκαλοπάτια κι εµείς κατεβήκαµε στα πιο χαµηλά, τάχα να καθαρίσουµε σ’ εκείνο το σηµείο. Ο σκοπός µας όµως δεν ήταν αυτός, αλλά να... κάµουµε µπανιστήρι!
∆εν άργησε πολύ ο καθηγητής µας να µας «πάρει µυρωδιά», έρχεται κοντά και κάπως χαµηλόφωνα µας λέει:
«Αϊ µου θτο διάολο τθογλάνια! Ακόµα δε βγήκατε από το αυγό και µου θέλετε και µπανιθτήρι...»!
Αφού µας έδιωξε κακήν – κακώς από εκεί, έκατσε φαρδύς – πλατύς επάνω σε µια πέτρα και απολάµβανε ο ίδιος το... θέαµα!!!
Ήταν λίγο αλλήθωρος και λίγο ψευδός και το «σ» ακουγόταν σαν «θ». Το είχε συνηθίσει το αυτί µας και δε µας έκανε εντύπωση. Στην αρχή, όµως, είχαµε ρίξει «τό γέλιο»! Το ψεύδισµά του οφειλόταν, πιθανότατα, στο ότι µεταξύ των δύο µπροστινών – επάνω δοντιών του υπήρχε ένα κενό, που τον έκανε και λίγο «ασχηµούλη».
Μου ’ρθε να τον ρωτήσω: «έχετε καλλιτεχνικό ταλέντο;», όταν µας είπε για το «θινεµά», αλλά πού τολµούσα, ύστερα από µια τέτοια ψυχρολουσία! Ένοιωσα όµως πως κάπου άρχισαν να «δένουν» τα λόγια του, µε τα λόγια των Σοποτινών συµµαθητών και βρέθηκα, όπως όλοι µας σε µια περίεργη αναµονή, και περίεργη απορία. Σε καµία δε περίπτωση αυτό δεν «έδρασε» σαν «αντίδοτο» στη λαχτάρα της εκδροµής.
Αργότερα, µε το που χτύπησε το κουδούνι τη λήξη του δεύτερου ή του τρίτου διαλείµµατος, ήλθε ο γυµνασιάρχης στη συγκέντρωση και µας ανακοίνωσε ότι το βράδυ θα έλθει µικρό κλιµάκιο του στρατού στο «µεγάλο καφενείο» να παίξει σινεµά! Συµπλήρωσε ότι «πρόκειται για µια αξιόλογη κινηµατογραφική ταινία, που καλό θα είναι όσοι περισσότεροι µπορούν να την παρακολουθήσουν...». Αν και δε µπορούσαµε να καταλάβουµε πως και τι ακριβώς θα γινόταν στην όλη αυτή «επιχείρηση», εντάθηκε η περιέργεια και η απορία όλων µας. Φυσικά την εκδροµή την είχαµε ξεχάσει. Πρώτον γιατί το πήραµε απόφαση ότι έληξε άδοξα προ πολλού και, δεύτερον, άρχισε να στριφογυρίζει το µυαλό µας το «σινεµά»!
Και µέσα στην τάξη, αλλά περισσότερο στο επόµενο διάλειµµα, περικυκλώσαµε τους Σοποτινούς συµµαθητές µας οι περισσότεροι. Οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή, να µας πούνε αν ξέρουνε, τι ξέρουνε, τι έργο θα είναι...
Πού να ησυχάσουµε µετά. Έπρεπε µε κάθε τρόπο να µη χαθεί αυτή η ευκαιρία, που θα ήταν και µια πρωτόγνωρη εµπειρία! Θεωρούσαµε ιδιαίτερα τυχερούς τους Σοποτινούς και όσους µαθητές έµεναν στο Σοποτό. Πέρναγε από το µυαλό µου και η σκέψη, πως, αν ήξερα κάτι τέτοιο από την αρχή της χρονιάς, θα απαιτούσα από τους δικούς µου να έχω νοικιάσει σπίτι στο Σοποτό και όχι να µένω στους θείους, στο Αγρίδι!!! Πώς θα πήγαινα νυχτιάτικα από το ένα χωριό στο άλλο, περισσότερο από µισή ώρα δρόµο; Ήθελα οπωσδήποτε να µη χάσω αυτή την ευκαιρία, αλλά πώς;
Την ανείπωτη αυτή λαχτάρα µου, ήλθαν να ικανοποιήσουν στο τελευταίο διάλειµµα δυο άλλοι συµµαθητές από το Αγρίδι, ο Θανάσης µε τον Αρίστο, που ήταν συνάµα συγγενείς κι ακόµα περισσότερο φίλοι:
«Θα ’ρθούµε σινεµά το βράδυ;».
Προσπάθησα να καταλάβω αν ακούω καλά!
«Ε;», ρώτησα.
«Το βράδυ θα ’ρθεις σινεµά;», µε ξαναρώτησε ο Αρίστος και συµπλήρωσε ο Θανάσης:
«...Είπαµε και µε κάτι άλλα παιδιά από το Αγρίδι, να µαζευτούµε στο νύχτωµα και να ’ρθούµε να δούµε το σινεµά, που µας είπε ο γυµνασιάρχης... Θέλεις να ’ρθεις και συ;…».
∆εν το πίστευα και επέµενα να βεβαιωθώ αν ακούν καλά τα αυτιά µου! Μου φάνηκε τόσο αναπάντεχο, µα και τόσο αληθινό υπερκόσμιο! Είχα λόγους να το σκεφτώ; Όχι, βέβαια! Από τη στιγµή εκείνη, µέχρι αργά το απόγευµα, δεν έκανα άλλη δουλειά, από το να κοιτάζω συνέχεια το ρολόι. Φαντάζοµαι ότι το ίδιο έκαναν και όλοι οι υπόλοιποι!
Άρχιζε να νυχτώνει γύρω στις εφτάµισι. Από το παράθυρο του σπιτιού του µπάρµπα – Σωτήρη και της Θειά – Φώτως, που κοίταζε στον κεντρικό δρόµο του χωριού, έβλεπα κάποια παιδιά να έχουν αρχίσει να µαζεύονται από τις πέντε και να παίζουν, µέχρι να έλθει η ώρα. Σε λίγο κατέβηκα κι εγώ και κατά τις εφτά είχαµε µαζευτεί καµιά δωδεκαριά, αγόρια και κορίτσια.
Με ανείπωτο το κέφι, τον ενθουσιασµό και την περιέργεια, ξεκινήσαµε. Η βεβαιότητα ότι το έργο «θα είναι καλό», ήταν δεδοµένη, τόσο από τα λόγια του γυµνασιάρχη, όσο και από την ίδια µας την αισιοδοξία! ∆υο – τρεις ακόµα, καθυστερηµένοι, κατέβαιναν από τα ψηλότερα σπίτια του Αγριδού, την ώρα που εµείς είχαµε διανύσει τα πρώτα τριακόσια – τετρακόσια µέτρα, από το σηµείο «εκκίνησης» και άρχισαν να φωνάζουν:
«Περιµένετε, ρέέέέέ! Ερχόµαστε κι εµείείείείς!!!».
Επιβραδύναµε λίγο το βήµα µας, αφού είχαµε ακόµα ώρα µπροστά µας και µας έφτασαν...
Ο εσωτερικός χώρος του «µεγάλου καφενείου» στην πλατεία – κέντρο του Σοποτού, των αδελφών Οικονοµόπουλου, είχε διαµορφωθεί σε µία πραγµατική αίθουσα κινηµατογράφου! Όλες οι καρέκλες τοποθετηµένες σε «σειρές», να «βλέπουν» προς την έξοδο και µε πλάτη προς τον πάγκο του καφενείου. Πίσω από τις καρέκλες και µπροστά από τον πάγκο – στον ενδιάµεσο χώρο –, είχε τοποθετηθεί ένα µεγάλο τραπέζι και πάνω σ’ αυτό µια τεράστιακινηµατογραφική µηχανή προβολής, µε πολλά καλώδια. ∆ύο φαντάροι χειριστές και ένας επικεφαλής, µάλλον υπαξιωµατικός – λοχίας, θα µας µετέφεραν σε πρωτόγνωρους κόσµους...
Μπροστά, απέναντι από τις «θέσεις των θεατών» και ακριβώς πάνω από τη µεγάλη κεντρική πόρτα, είχαν «κρεµάσει» ένα λευκό σεντόνι, τεντωµένο, που να µη σχηµατίζει πτυχές. Έφτανε όµως µέχρι χαµηλά, στο επάνω µέρος της πόρτας, που έπρεπε ν’ ανοίγει µε προσοχή, ώστε να µη «φύγει» από τη θέση του. Και πώς να µη σχηµατίζει πτυχές και πώς να µη φεύγει από τη θέση του, αφού η πόρτα ανοιγόκλεινε συνέχεια για να µπουν και νέοι «θεατές». Κανένας µας δεν ήξερε τι ρόλο είχε ένα σεντόνι εκεί. Από κουβέντες µεγαλύτερων, µέσα στην «κινηµατογραφική αίθουσα», µάθαµε ότι θα ήταν η οθόνη!
Στο «σινεµά» αυτό είχαν έλθει και καθηγητές µας, κάτι που µας έκανε να ήµαστε πολύ πέρα από το σύνηθες συνεσταλµένοι. Κι αν φανταστεί κανείς ότι το µισό σχεδόν «φιλοθεάµον κοινόν» ήµαστε µαθητές και δεν ακουγόταν «κιχ» µέσα στο καφενείο, λες και βρισκόµαστε σε εκκλησία, µπορεί να καταλάβει πώς βλέπαµε και πώς υπολογίζαµε τους καθηγητές µας!
Ακούστηκε σε λίγο ένα «γρύλισµα», στο ξεκίνηµα λειτουργίας της κινηµατογραφικής µηχανής και µία ελαφρώς «αποκλίνουσα» δέσµη φωτός «χυνόταν» πάνω στην «οθόνη». Καταλήγοντας εκεί «σχηµάτιζε» την εικόνα του περιβόητου σινεµά, για το οποίο τόσος λόγος είχε γίνει από τη στιγµή που µας ανακοινώθηκε: Καθένας µας φανταζόταν µε το δικό του τρόπο για το πώς θα µπορούσε να λειτουργεί, µέχρι τη στιγµή που το πρωτοαντικρίσαµε. Όχι βέβαια πως µας λύθηκαν οι απορίες, αλλά είδαµε κι εµείς «κάτι»! ∆εκάδες, ή µάλλον εκατοντάδες ορθάνοιχτα ζευγάρια µάτια και άλλα τόσα τεντωµένα αυτιά παρακολουθούσαµε, προσέχοντας να µη µας ξεφύγει το παραµικρό! Ούτε µια λέξη, ούτε µια κίνηση! Από τις πρώτες στιγµές της προβολής ακούστηκαν κάποιες γνώµες, κάποιες «κριτικές», κυρίως από µεγάλους:
«Ωραίο θα είναι!».
«Καλό φαίνεται!».
Και σε κάθε στόµα που άνοιγε να πει κάτι, δεκάδες µακρόσυρτα «σσσσσσσσς» του υπενθύµιζαν την υποχρέωση που είχε να τιθασεύσει τα συναισθήµατά του και τους ενθουσιασµούς του, χάρη στη µοναδικότητα και σπανιότητα της ώρας.
∆ε θυµάµαι τον τίτλο του έργου, ούτε τους ηθοποιούς που έπαιζαν. Άλλωτε αυτοί δεν ένοιωθα να µ’ ενδιαφέρουν τότε. Χρειάστηκε να περάσουν κάποια χρόνια ακόµα να µάθω τους πιο γνωστούς καλλιτέχνες στην Ελλάδα... Θυµάµαι όµως πολύ καλά ότι το έργο ήταν ελληνικό, πολεµικό, που διαδραµατιζόταν στα βουνά της Πίνδου, µετά το «ΟΧΙ», το 1940. Είχε πολλή δράση και πολλή περιπέτεια που προκαλούσαν µεγάλη αγωνία, κάτι που µας έκανε να το παρακολουθούµε µε κοµµένη την ανάσα και πολύ καρδιοχτύπι. Που και που ακούγονταν κάποιες φωνές αγωνίας από τους θεατές, όταν οι σκηνές το απαιτούσαν, επιδοκιµάζοντας ή αποδοκιµάζοντας. Πάλι τότε τα «σσσσσσς» «επέβαλαν» ησυχία. Αγωνιούσαµε ακόµα για το ποιος θα επικρατήσει, αν και ξέραµε ότι αυτές θα είναι οι Ελληνικές δυνάµεις. Η πλοκή και η σκηνοθεσία όµως, «άφηναν» και το άλλο ενδεχόµενο! Το ολιγόλεπτο διάλειµµα, µεταξύ «πρώτου» και «δευτέρου µέρους», έκοψε όλων µας
τη «φούρια». Χωρίς να χάσουµε το κέφι µας, βρήκαµε την ευκαιρία να αστειευτούµε µεταξύ µας:
«Πού πήγανε, ρε;!».
«Τι γίνανε;».
«Γιατί φύγανε από το πανί;!»...
Ο ηθοποιός που έπαιζε το σηµαντικότερο ρόλο, έµαθα από τότε ότι λέγεται «πρωταγωνιστής», που πολλές φορές κινδύνευσε. Πίστεψα – πιστέψαµε οι περισσότεροι πως κάποια στιγµή στη διάρκεια του έργου θα σκοτωθεί και όταν στο τέλος βγήκε νικητής και δικαιωµένος, ανακουφιστήκαµε και χαρήκαµε, νοιώθοντας κι εµείς δικαιωµένοι µαζί του, αφού είχαµε ευθυγραµµιστεί µε τα δικά του πιστεύω.
Την «παρθενική» αυτή εµπειρία επισκίαζε η αίσθηση ότι το έργο τελείωσε γρήγορα! Θα θέλαµε να διαρκέσει... πολλές ώρες ακόµα!
Στην επιστροφή µας, µέσα στη νύχτα και µε το φως του φεγγαριού στη χάση του, όλο το Αγριδέικο γκρουπ συζητούσαµε τους προβληµατισµούς που µας προκάλεσε η ταινία. Σχολιάζαµε πολλά από όσα πριν λίγο είχαµε δει και που έµελλαν να µείνουν ολοζώντανα στη µνήµη µας σε όλη µας τη ζωή:
«Είδες, ρε, πώς τη γλίτωσε ο "τάδε" ή ο "τάδε"; Παρά τρίχα!».
«...Και κείνος που τραυµατίστηκε στο πόδι, πόσο αίµα έχασε, ρε παιδιά!
Αν αργούσαν λίγο να τον πάνε στο ιατρείο, θα τους έµενε στο δρόµο!». «Και κείνη η δόλια η µάνα και κείνος ο δόλιος ο πατέρας, που πήρανε το τηλεγράφηµα ότι ο γιός τους έπεσε στο Μέτωπο, είδες µε τι ψυχραιµία το αντιµετωπίσανε;...».
«Ναι, ρε! Σαν αρχαίοι Σπαρτιάτες!».
«Η καρδούλα τους το ξέρει!», παρατήρησε ένα κορίτσι.
«Ρε, είδατε πώς ρίχνανε τα αεροπλάνα τις µπόµπες, ρε! Εγώ σκιαζόµουνα µην έρθει καµία κατά πάνω µου!... Πωωω, πω, πω!».
«Ρε, στ’ αλήθεια σκοτώνουνε τους ανθρώπους, για να γυρίσουνε µια ταινία;»!!!
«Τι λες, ρε, µ...! Αυτά είναι τα τρυκ του κινηµατογράφου! ∆εν έχεις ακούσει γι’ αυτά;».
Πού να κλείσω µάτι όλη νύχτα! Το µυαλό µου συνέχεια απορροφηµένο στη µαγεία του «απόηχου» της έβδοµης τέχνης, που πρώτη φορά είδαν ζωντανά τα µάτια µου. Μου φαινόταν τόσο εξωπραγµατικό, τόσο σπουδαίο, τόσο µαγευτικό, τόσο ανεξήγητο το πώς γίνεται να εµφανίζονται, να κινούνται και να µιλάνε άνθρωποι επάνω σ’ ένα πανί! ...Και µόλις σταµάταγε η µηχανή κι ανάβανε τα φώτα, τίποτα! Το άσπρο πανί µόνο!!!...
Την άλλη µέρα και για πολλές µέρες ακόµα τις κουβέντες µας µονοπωλούσε αυτή µας η εµπειρία, που ήταν και σαν µια «συνέχεια» των δικών µου αποριών όλης της νύχτας εκείνης. Και κάποιοι που κάτι ήξεραν, που έτυχε κάτι να έχουν ακούσει από πριν, υπερηφανεύονταν «δικαιωµένοι» για τις«γνώσεις» τους:
«Είδατε, ρε, που σας το έλεγα εγώ ότι δουλεύει έτσι και όχι όπως µου λέγατε σεις;...».
Πώς να καταλάβουµε και τι να πρωτοχωρέσει το µυαλό µας όµως από όλα αυτά! Οι περισσότεροι αρκούµαστε σε εικασίες, σύµφωνα µε τη φαντασία του ο καθένας, που... έλυναν τις απορίες µας, στο κάθε «πώς» και στο κάθε «γιατί», τόσο στη λειτουργία της κινηµατογραφικής µηχανής, όσο και στην ερµηνεία των ρόλων! Εκεί που οι «απόψεις» των περισσοτέρων «συµφωνούσαν», ήταν πως σε όλη αυτή την «ιστορία» σηµαντικό ρόλο πρέπει να παίζει το µαγνητόφωνο. Αυτό µόνο ξέραµε και µόνο γι’ αυτό µπορούσαµε να µιλήσουµε µε κάποια σχετική βεβαιότητα!
Ένα ακόµα από τα πρώτα «σινεµά» της ζωής µου, ήταν στη ∆άφνη, στην τετάρτη του ΣΤ/ταξίου γυµνασίου αυτή τη φορά. Νοικιάζαµε κι εκεί όπως και στο Σοποτό, αλλά είχαµε απαλλαχθεί από τα µαγειρέµατα και τα στοιβαγµένα για µέρες άπλυτα πιάτα στο νεροχύτη, αφού πρωί – µεσηµέρι – βράδυ τρώγαµε στη «Μαθητική Εστία». Ήταν µια σχετικά µεγάλη αίθουσα, που τις ώρες του φαγητού ήταν εστιατόριο και τα απογεύµατα αίθουσα µελέτης. Πηγαίναµε και διαβάζαµε εκεί τα µαθήµατα την επόµενης ηµέρας, µε την επίβλεψη και τη βοήθεια δύο καθηγητών µας, όπουτη χρειαζόµαστε. Ο διευθυντής της ήταν ένας χρυσός άνθρωπος και προσπαθούσε πάντα να µας διευκολύνει στο κάθε τι.
Πρέπει να ήταν κάπου µετά το Πάσχα του 1974, που µας ανακοίνωσε ότι το απόγευµα µετά το φαγητό, θα µας «παίζανε» ταινία! Χαράς Ευαγγέλια, φυσικά, εµείς, αφού είχαµε – δεν είχαµε δει τρεις τέσσερις φορές σινεµά µέχρι τότε! Φάγαµε λίγο νωρίτερα από τις άλλες µέρες και αµέσως µετά βάλαµε όλοι ένα χεράκι, να διαµορφωθεί η «Εστία» σε «αίθουσα κινηµατογράφου». Το κέφι περίσσευε, όπως και η βεβαιότητα πως η ταινία θα ήταν καλή, αφού µας το είχε προαναγγείλει και ο ίδιος ο διευθυντής. ∆εν θυµάµαι αν το «συνεργείο του κινηµατογράφου» ήταν στρατιωτικό, µου φαίνεται όµως ότι δεν ήταν...
Ξεκίνησε να «παίζει το σινεµά» και παρακολουθούσαµε µε κοµµένη την ανάσα. Με παραδοσιακές στολές ντυµένοι οι ηθοποιοί και, αν µπορώ να θυµάµαι καλά, το έργο ήταν «ο Τάσος και η Γκόλφω». Μετά την «απαγωγή» της νύφης από το γαµπρό, οι δυο αντίδικες οικογένειες όρισαν να ανταµώσουν σε µια ποταµιά, να «ξεκαθαρίσουν» τους λογαριασµούς τους. Έδειχνε τη µια, έδειχνε και την άλλη, µαζί µε πολλούς ακόµα συγγενείς που ακολουθούσαν, φωνάζοντας, βρίζοντας, απειλώντας και κρατώντας όπλα, µαχαίρια, τσεκούρια και ότι µπορεί να φανταστεί κανείς για τη «µάχη». Η αγωνία είχε φτάσει στο αποκορύφωµά της και δεν ακουγόταν «άχνα»! Την απόλυτη σιωπή και την αγωνία µας ήλθε να διακόψει το τρίξιµο της πόρτας της «Εστίας», που άνοιξε και µπήκε η Γυµνασιάρχης, συνοδευόµενη από άλλα δυο – τρία άτοµα. Έµελλε ο περίπατός τους εκείνη την ώρα, στο δρόµο που πέρναγε δίπλα, να είναι για κακή µας τύχη. Μαλτίδου ήταν το επώνυµό της και το µικρό της, νοµίζω Αικατερίνη. Μια γυναίκα αρκετά «φωνακλού» και µε µεγάλη ευχέρεια στην καθαρεύουσα, αφού και η ίδια ήταν φιλόλογος, αλλά και η επίσηµη γλώσσα εκείνο τον καιρό ήταν αυτή. Φόραγε πάντα µαύρα και σπάνια την έβλεπε κανείς να χαµογελάει. Ειδικά στα µάτια όσων πήγαµε για πρώτη χρονιά σ’ εκείνο το σχολείο, φάνταζε σαν «ξερακιανή» και υπερβολικά απρόσιτη.
Ένα από τα άτοµα που τη συνόδευαν, ήταν και ο αστυνόµος της ∆άφνης, µε βαθµό ενωµοτάρχη, που είχε έλθει λίγες µέρες πριν, αντικαθιστώντας τον προηγούµενο. Ήταν ένας άντρας στα τριάντα – τριανταπέντε, ψηλός και γεροδεµένος, µ’ ένα «χιτλερικό» µουστάκι, που από την πρώτη στιγµή έγινε γνωστός σε µικρούς και µεγάλους για την αυστηρότητά του. Το σχετικά µικρό χρονικό διάστηµα που έµεινε εκεί, ποτέ δεν τον είχαµε δει να φοράει πολιτικό ρούχο επάνω του. Πάντα κυκλοφορούσε ένστολος και ατσαλάκωτος: Πρωί, µεσηµέρι, απόγευµα, µεσάνυχτα... Η «φήµη» του και η σωµατική του διάπλαση µας έκανε να τον βλέπουµε περισσότερο «άγριο», εχθρικό απέναντί µας και να είναι «έτοιµος» να µπουζουριάσει* στο κρατητήριο όποιον του «κάτσει» στο µάτι!
Αµέσως τα βλέµµατα όλων γύρισαν προς τα εκεί και το ένστικτό µας µας έλεγε ότι δεν ήλθαν για καλό! ∆ίπλα στην πόρτα καθόταν ο διευθυντής της «Εστίας», µαζί τους δυο µαγείρους, που σηκώθηκε και κάτι τους είπε ψιθυριστά και µε χαµόγελο. Έδειξαν ξεκάθαρα ότι δεν του έδωσαν καθόλου σηµασία και πριν περάσουν λίγα δευτερόλεπτα, η γυµνασιάρχης χτύπησε δυνατά τα χέρια της τρεις – τέσσερις φορές παλαµάκια, που ο κλειστός χώρος και η ησυχία τα έκαναν να ακουστούν περισσότερο, µη αφήνοντας έτσι περιθώριο για καµία αµφισβήτηση, καµία διαπραγµάτευση. Το ίδιο δυνατά ακούστηκε και η αυστηρή σε τόνο διαπεραστική φωνή της:
«Εµπρός! Οι µαθηταί και αι µαθήτριαι εις τας οικίας των! Απαγορεύεται να κυκλοφορούν ή παρακολουθούν δηµόσια θεάµατα τας βραδυνάς και τας νυχτερινάς ώρας! Πρέπει να µελετούν τα µαθήµατά των! Αυτή είναι η αποστολή των!»!
Σαν να µας πήρε το φαί από το στόµα! Σαν να είχαµε φτάσει στη βρύση διψασµένοι και δε µας άφησε να πιούµε νερό! ...Κάτι, που δε µπορώ να το περιγράψω! Ήταν το µεγαλύτερο «σπάσιµο» και η µεγαλύτερη αδικία που είχα νοιώσει ποτέ µέχρι τότε! ∆εν ξέρω αν υπήρχε τέτοια απαγόρευση εκείνο τον καιρό, γιατί «αι διατάξεις» άλλαζαν καθηµερινά, ή και πολλές φορές την ηµέρα! Σάµπως και ποιος είχε τη δυνατότητα να ενηµερώνεται γι αυτά;
Τι όµως κι αν δεν υπήρχε «σχετική διάταξις»; Την... επέβαλε η ίδια, χωρίς κανείς µας να µπορεί να την ελέγξει ή να την αµφισβητήσει, χωρίς να χρειαστεί να δώσει και αυτή λογαριασµό σε κανέναν! Γι αυτό δεν τολµήσαµε ν’ ανασάνουµε, όχι µόνο εµείς, αλλά ούτε και ο ίδιος ο διευθυντής της «Εστίας», που είχε καταπιεί τη γλώσσα του κι ας είχε φροντίσει ο ίδιος γι’ αυτή την πολύ σπάνια ψυχαγωγία µας. Άλλως τε, η εξουσία ήταν διπλή: γυµνασιάρχης και αστυνόµος µαζί. Ποιος µπορούσε να κουνηθεί;
Αµέσως όλοι «οι µαθηταί και αι µαθήτριαι», µε κατεβασµένο το κεφάλι και «ψέλνοντάς» τους ό,τι είχαν και δεν είχαν, από µέσα µας, φυσικά, βγήκαµε έξω να πάρουµε το δρόµο του γυρισµού, τόσο άδοξα. Κάποιοι που έµειναν τελευταίοι, άκουσαν και τον αστυνόµο να τους λέει αυστηρά, κάτι που το ακούσαµε κι εµείς που είχαµε βγει ήδη έξω και είχαµε αποµακρυνθεί, πηγαίνοντας «δια τας οικίας µας»:
«Εµπρός! Εµπρός! Η αίθουσα έπρεπε να έχει εκκενωθεί ήδη!...».
Για πολύ καιρό µετά, δεν κάναµε τίποτα άλλο, παρά να τους βρίζουµε και να τους αναθεµατίζουµε. Εκείνη δε την ταινία, δεν την ξαναείδα και το τι απέγινε τελικά, δεν το έχω µάθει! Γι’ αυτό και ύστερα από τόσα χρόνια, ακόµα θυµώνω, όταν το θυµάµαι!
-------------------------------------
Εικόνα ανάρτησης: https://www.dnews.gr/eidhseis/ellada/431319/anoiksan-ta-therina-sinema-se-poies-geitonies-tis-attikis-tha-parakolouthisete-tainies
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος. 30.10.2025
(Από
τη συλλογή βιωματικών διηγημάτων, με τίτλο «η φωτογραφία»
Εκδόσεις
ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ, 2012

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου