Δεν ήταν καθόλου διαφορετικό απ’ όλα τ’
άλλα εκείνο το πρωινό, στις πρώτες μέρες του Μάρτη του 1995, που ξεκίνησε ο
Νικήτας για τη δουλειά του στο εργοστάσιο. Πήρε μαζί του το ψωμί, το τυρί και
λίγες ελιές για το κολατσιό του, τυλιγμένα στη σταυρωτή ασπροκόκκινη πετσέτα,
που του είχε ετοιμάσει η γυναίκα του, η Αγλαΐα, από το βράδυ, όπως έκανε πάντα.
Όπως και κάποια άλλα πρωινά, βρήκε επάνω στην
δεμένη σταυρωτά πετσέτα κι ένα γαρύφαλλο από τις γλάστρες της αυλής τους, που
με περισσή αγάπη φρόντιζε η Αγλαΐα. Το πήρε, απόλαυσε με κελιστά μάτια τη μοσχοβολιά του για λίγα δευτερόλεπτα, χαμογέλασε και
γύρισε πάλι στο κρεβάτι που εκείνη κοιμόταν και της έδωσε ένα απαλό φιλί, με
προσοχή να μην την ξυπνήσει.
Μόλις τράβηξε την αυλόπορτα και βγήκε στο πεζοδρόμιο, τι να δει! Ένα κουταβάκι, που έμοιαζε μόλις λίγων ημερών, αδύναμο και να τρέμει από το κρύο, που τον κοίταζε στα μάτια σαν να τον εκλιπαρούσε για προστασία κουνώντας με κάποια δυσκολία την μικρή ουρά του. Χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη ο Νικήτας, το πήρε προσεκτικά και το έβαλε μέσα στο παλτό του για να ζεσταθεί. Με το που έφτανε σε λίγη ώρα στο εργοστάσιο, σταμάτησε σ’ ένα κοντινό μπακάλικο και του πήρε γάλα. Λίγο μετά, πήρε και από το φαρμακείο ένα μπιμπερό.
Πρώτη του δουλειά πριν βάλει μπροστά τα μηχανήματα, ήταν να του ζεστάνει γάλα στο μπρίκι του έφτιαχνε τον καφέ του και να του το δώσει με το μπιμπερό. Το καημένο! Ρούφαγε με βουλιμία το φαγητό του -ποιος ξέρει από πότε είχε να φάει-, τον κοίταζε μ’ ευγνωμοσύνη στα μάτια, του κουνούσε χαρούμενο κι ευτυχισμένο αυτή τη φορά την ουρά. Τώρα δεν έτρεμε από το κρύο, όπως όταν το βρήκε. Το ίδιο έκανε και λίγο αργότερα ο Νικήτας και πάλι το μεσημέρι πριν σχολάσει. Παρακάλεσε δυο συναδέλφους του της απογευματινής βάρδιας να το φροντίσουν το απόγευμα με τον ίδιο τρόπο και πριν νυχτώσει ξαναπήγε στο εργοστάσιο να το φροντίσει και πάλι ο ίδιος. Είχε πάρει μαζί του και παλιά κουβέρτα από το σπίτι τους και μ’ αυτή του έφτιαξε και το πρώτο του ζεστό κρεβάτι, αντικαθιστώντας μια πολύ φθαρμένη μπλούζα που του είχε βάλει το πρωί.
Αφού πέρασαν με τον ίδιο τρόπο και οι επόμενες μέρες, το πήγε στον κτηνίατρο. Εκείνος το εξέτασε και το βρήκε καλά στην υγεία του. Δεν έκρυψε τον πόνο του από το πρώτο εμβόλιο, τον οποίο εκδήλωσε με γοερό κλάμα. Από τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν έβλεπε άνθρωπο με άσπρη μπλούζα ή ακόμα και άσπρο πουκάμισο, γαύγιζε δυνατά και έτρεχε προς αντίθετη κατεύθυνση!
Μόλις τελείωσε η εξέταση και ο εμβολιασμός, ο κτηνίατρος ρώτησε τον Νικήτα:
- Έχετε χώρο στην αυλή για το σκυλάκι σας; Αυτό θα γίνει πολύ μεγάλο και χρειάζεται το χώρο του. Οι πατούσες του και τα αυτιά του δείχνουν ότι θα γίνει όπως ο Ρεξ, της γνωστής αστυνομικής σειράς που προβάλλεται στην τηλεόραση.
Έδειξε να απόρησε ο Νικήτας με την πρόβλεψη του γιατρού. Αμέσως σκέφθηκε, όμως, ότι «κάτι ξέρει ο γιατρός».
- Χμ... Θα το έχω στο εργοστάσιο και θα το φροντίζω εκεί, μαζί με τους άλλους εργάτες. Εκεί έχει πολύ χώρο, απάντησε ο Νικήτας.
Η ημέρα εκείνη, της πρώτης του επίσκεψης στον κτηνίατρο, ήταν και η ημέρα της «βάφτισής» του. Ο Νικήτας του έδωσε το όνομα «Ρεξ», αφού ο γιατρός τον βεβαίωσε ότι θα έμοιαζε και στον πρωταγωνιστή «υπαστυνόμο».
Όσο μεγάλωνε ο Ρεξ, τόσο αποκτούσε και περισσότερους φίλους στο εργοστάσιο, που όλοι τον φρόντιζαν. Μεταξύ αυτών και ο προσωπάρχης και το «αφεντικό», που τις πρώτες μέρες είχαν εκφράσει μεγάλες αντιρρήσεις και απαιτούσαν από τον Νικήτα να τον πάρει από εκεί. Στον σωτήρα του, τον Νικήτα, πάντα έδειχνε μεγαλύτερη αδυναμία όμως. Τα πρωινά που άνοιγε το εργοστάσιο, κοίταζε με αγωνία να τον δει ανάμεσα στους άλλους εργάτες που έμπαιναν. Τις ημέρες που ήταν απογευματινός, γαύγιζε σαν δεν τον έβλεπε τα πρωινά, αλλά οι χαρές του τα μεσημέρια που εκείνος έμπαινε στην πύλη ήταν απερίγραπτες. Πάντα θα του κράταγε κάτι για το φαγητό του, που το απολάμβανε με βουλιμία και με τον δικό του γνωστό τρόπο τον ευχαριστούσε.
Σε λιγότερο από δυο χρόνια από την ημέρα της σωτηρίας του, είχε αναπτυχθεί κανονικά. Ξένους και επισκέπτες που έμπαιναν στην αυλόπορτα του εργοστασίου, τους κοιτούσε ερευνητικά, μα σπάνια τους γαύγιζε. Τότε οι φύλακες τον κρατούσαν να τους μυρίσει κι αυτή ήταν η «επίδειξη» της «ταυτότητάς» του. Στο ένστικτο του ζώου έδειχναν εμπιστοσύνη όλοι οι εργαζόμενοι και πάντα παρακολουθούσαν και κοιτούσαν καχύποπτα αγνώστους που τους επισκέπτονταν.
Την αγάπη όλων την ανταπέδιδε με τον καλύτερο τρόπο ο Ρεξ: Φρόντιζε κι αυτός για τη φύλαξη του εργοστασίου, μαζί με το φύλακα, ειδικά της νυχτερινής βάρδιας. Από τότε, μάλιστα, που προσπάθησαν ν’ ανεβούν από τη μάντρα, σε σημείο που δεν είχε επαρκή φωτισμό δυο διαρρήκτες και το σκυλί τους έτρεψε σε άτακτη φυγή, όλοι στηρίζονταν στον πιστό τους φίλο. Ακόμα και το αφεντικό, που καθόλου δεν τον ήθελε στην αρχή, είχε αλλάξει γνώμη κι έλεγε: «Τώρα που έχουμε τον Ρεξ, κοιμάμαι ήσυχος». Είχε γίνει ο «υπαστυνόμος Ρεξ» του εργοστασίου και η ετοιμότητά του και η εξυπνάδα του τους εντυπωσίαζε και τους τελευταίους δύσπιστους.
Θες από ένστικτο, θες επειδή είχε μάθει τη γλώσσα των ανθρώπων το πανέξυπνο ζωντανό, όσο πλησίαζε η ημέρα της συνταξιοδότησης του Νικήτα, εκείνο έδειχνε όλο και πιο μελαγχολικό και τα παιχνίδια του που είχαν περιοριστεί μαρτυρούσαν την κατήφειά του. Σπάνια αντιδρούσε στα καλέσματα και στις προσταγές όλων, κάποιες φορές και του ίδιου του αγαπημένου φίλου και σωτήρα του. Τα βράδια ακουγόταν μακριά το χαρακτηριστικό κλάμα του και ορισμένοι προληπτικοί έλεγαν ότι «κάτι κακό θα συμβεί». Στον κτηνίατρο που το πήγε και πάλι ο Νικήτας, δεν διέγνωσε κάτι. Το μόνο που τον ρώτησε, ήταν αν έχει αλλάξει κάτι στη ζωή του, γιατί έδειχνε εικόνα κατάθλιψης.
Την τελευταία ημέρα της εργασίας του Νικήτα, τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Μάλλον και ο ίδιος κατάλαβε το λόγο και όλο, σχεδόν, το πρωινό το πέρασε μαζί του, χαϊδεύοντάς τον και δεν έπαυε να του επαναλαμβάνει και να του υπόσχεται ότι θα πήγαινε κάθε μέρα να τον φροντίζει. Έτσι κι έγινε. Ο αγαπημένος του φίλος και σωτήρας του κράτησε την υπόσχεσή του και οι επισκέψεις του ήταν καθημερινές, με τα «δώρα», τα παιχνίδια και τη συντροφιά που έκανε με τον Ρεξ.
Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, η αρρώστια της μητέρας του Νικήτα στο χωριό του, τον ανάγκασε να λείψει από την πόλη και το φίλο του για τρία χρόνια, μέχρι που η πλήρης ημερών μητέρα του έφυγε από τη ζωή. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην πόλη, πήγε να συναντήσει πρώην συναδέλφους του και τον πιστό φίλο του. Φτάνοντας στην πύλη του εργοστασίου, ο νεαρός φύλακας δεν τον γνώριζε. Ρώτησε το όνομά του και το λόγο της επίσκεψής του.
- Είμαι παλαιός εργαζόμενος στο εργοστάσιο και ήρθα να δω φίλους μου…
Μα πριν τελειώσει την κουβέντα του, ούτε καν το όνομά του δεν πρόλαβε να πει, ο Ρεξ που άκουσε τη φωνή του εμφανίστηκε τρέχοντας με άλματα και δυνατά γαυγίσματα χαράς! Ο Νικήτας άνοιξε τα χέρια του κι αυτός όρθιος, στηριγμένος στα πισινά του πόδια όρμησε στην αγκαλιά του! Αγκαλιασμένοι κι οι δυο, ο Ρεξ τον έγλυφε με φωνές χαράς στο πρόσωπο, στα χέρια, παντού κι ο Νικήτας τον χάιδευε και τον φιλούσε! Ο νεαρός φύλακας, που είχε μείνει εμβρόντητος μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή, αρκέστηκε να πει στον άγνωστο γι’ αυτόν επισκέπτη:
- Εντάξει!... Σας πιστοποίησε ο Ρεξ!, του είπε με χαμόγελο. Μπορείτε να περάσετε! Αφήστε μου μόνο το όνομά σας και το όνομα ενός υπαλλήλου που θα επισκεφθείτε… Για το τυπικό είναι… Καταλαβαίνετε…
---------------------------------------
Εικόνα
ανάρτησης: Από την τηλεοπτική σειρά «υπαστυνόμος Ρεξ». Πηγή: https://luben.tv/stream/105892
Μόλις τράβηξε την αυλόπορτα και βγήκε στο πεζοδρόμιο, τι να δει! Ένα κουταβάκι, που έμοιαζε μόλις λίγων ημερών, αδύναμο και να τρέμει από το κρύο, που τον κοίταζε στα μάτια σαν να τον εκλιπαρούσε για προστασία κουνώντας με κάποια δυσκολία την μικρή ουρά του. Χωρίς να κάνει δεύτερη σκέψη ο Νικήτας, το πήρε προσεκτικά και το έβαλε μέσα στο παλτό του για να ζεσταθεί. Με το που έφτανε σε λίγη ώρα στο εργοστάσιο, σταμάτησε σ’ ένα κοντινό μπακάλικο και του πήρε γάλα. Λίγο μετά, πήρε και από το φαρμακείο ένα μπιμπερό.
Πρώτη του δουλειά πριν βάλει μπροστά τα μηχανήματα, ήταν να του ζεστάνει γάλα στο μπρίκι του έφτιαχνε τον καφέ του και να του το δώσει με το μπιμπερό. Το καημένο! Ρούφαγε με βουλιμία το φαγητό του -ποιος ξέρει από πότε είχε να φάει-, τον κοίταζε μ’ ευγνωμοσύνη στα μάτια, του κουνούσε χαρούμενο κι ευτυχισμένο αυτή τη φορά την ουρά. Τώρα δεν έτρεμε από το κρύο, όπως όταν το βρήκε. Το ίδιο έκανε και λίγο αργότερα ο Νικήτας και πάλι το μεσημέρι πριν σχολάσει. Παρακάλεσε δυο συναδέλφους του της απογευματινής βάρδιας να το φροντίσουν το απόγευμα με τον ίδιο τρόπο και πριν νυχτώσει ξαναπήγε στο εργοστάσιο να το φροντίσει και πάλι ο ίδιος. Είχε πάρει μαζί του και παλιά κουβέρτα από το σπίτι τους και μ’ αυτή του έφτιαξε και το πρώτο του ζεστό κρεβάτι, αντικαθιστώντας μια πολύ φθαρμένη μπλούζα που του είχε βάλει το πρωί.
Αφού πέρασαν με τον ίδιο τρόπο και οι επόμενες μέρες, το πήγε στον κτηνίατρο. Εκείνος το εξέτασε και το βρήκε καλά στην υγεία του. Δεν έκρυψε τον πόνο του από το πρώτο εμβόλιο, τον οποίο εκδήλωσε με γοερό κλάμα. Από τότε και για μεγάλο χρονικό διάστημα, όταν έβλεπε άνθρωπο με άσπρη μπλούζα ή ακόμα και άσπρο πουκάμισο, γαύγιζε δυνατά και έτρεχε προς αντίθετη κατεύθυνση!
Μόλις τελείωσε η εξέταση και ο εμβολιασμός, ο κτηνίατρος ρώτησε τον Νικήτα:
- Έχετε χώρο στην αυλή για το σκυλάκι σας; Αυτό θα γίνει πολύ μεγάλο και χρειάζεται το χώρο του. Οι πατούσες του και τα αυτιά του δείχνουν ότι θα γίνει όπως ο Ρεξ, της γνωστής αστυνομικής σειράς που προβάλλεται στην τηλεόραση.
Έδειξε να απόρησε ο Νικήτας με την πρόβλεψη του γιατρού. Αμέσως σκέφθηκε, όμως, ότι «κάτι ξέρει ο γιατρός».
- Χμ... Θα το έχω στο εργοστάσιο και θα το φροντίζω εκεί, μαζί με τους άλλους εργάτες. Εκεί έχει πολύ χώρο, απάντησε ο Νικήτας.
Η ημέρα εκείνη, της πρώτης του επίσκεψης στον κτηνίατρο, ήταν και η ημέρα της «βάφτισής» του. Ο Νικήτας του έδωσε το όνομα «Ρεξ», αφού ο γιατρός τον βεβαίωσε ότι θα έμοιαζε και στον πρωταγωνιστή «υπαστυνόμο».
Όσο μεγάλωνε ο Ρεξ, τόσο αποκτούσε και περισσότερους φίλους στο εργοστάσιο, που όλοι τον φρόντιζαν. Μεταξύ αυτών και ο προσωπάρχης και το «αφεντικό», που τις πρώτες μέρες είχαν εκφράσει μεγάλες αντιρρήσεις και απαιτούσαν από τον Νικήτα να τον πάρει από εκεί. Στον σωτήρα του, τον Νικήτα, πάντα έδειχνε μεγαλύτερη αδυναμία όμως. Τα πρωινά που άνοιγε το εργοστάσιο, κοίταζε με αγωνία να τον δει ανάμεσα στους άλλους εργάτες που έμπαιναν. Τις ημέρες που ήταν απογευματινός, γαύγιζε σαν δεν τον έβλεπε τα πρωινά, αλλά οι χαρές του τα μεσημέρια που εκείνος έμπαινε στην πύλη ήταν απερίγραπτες. Πάντα θα του κράταγε κάτι για το φαγητό του, που το απολάμβανε με βουλιμία και με τον δικό του γνωστό τρόπο τον ευχαριστούσε.
Σε λιγότερο από δυο χρόνια από την ημέρα της σωτηρίας του, είχε αναπτυχθεί κανονικά. Ξένους και επισκέπτες που έμπαιναν στην αυλόπορτα του εργοστασίου, τους κοιτούσε ερευνητικά, μα σπάνια τους γαύγιζε. Τότε οι φύλακες τον κρατούσαν να τους μυρίσει κι αυτή ήταν η «επίδειξη» της «ταυτότητάς» του. Στο ένστικτο του ζώου έδειχναν εμπιστοσύνη όλοι οι εργαζόμενοι και πάντα παρακολουθούσαν και κοιτούσαν καχύποπτα αγνώστους που τους επισκέπτονταν.
Την αγάπη όλων την ανταπέδιδε με τον καλύτερο τρόπο ο Ρεξ: Φρόντιζε κι αυτός για τη φύλαξη του εργοστασίου, μαζί με το φύλακα, ειδικά της νυχτερινής βάρδιας. Από τότε, μάλιστα, που προσπάθησαν ν’ ανεβούν από τη μάντρα, σε σημείο που δεν είχε επαρκή φωτισμό δυο διαρρήκτες και το σκυλί τους έτρεψε σε άτακτη φυγή, όλοι στηρίζονταν στον πιστό τους φίλο. Ακόμα και το αφεντικό, που καθόλου δεν τον ήθελε στην αρχή, είχε αλλάξει γνώμη κι έλεγε: «Τώρα που έχουμε τον Ρεξ, κοιμάμαι ήσυχος». Είχε γίνει ο «υπαστυνόμος Ρεξ» του εργοστασίου και η ετοιμότητά του και η εξυπνάδα του τους εντυπωσίαζε και τους τελευταίους δύσπιστους.
Θες από ένστικτο, θες επειδή είχε μάθει τη γλώσσα των ανθρώπων το πανέξυπνο ζωντανό, όσο πλησίαζε η ημέρα της συνταξιοδότησης του Νικήτα, εκείνο έδειχνε όλο και πιο μελαγχολικό και τα παιχνίδια του που είχαν περιοριστεί μαρτυρούσαν την κατήφειά του. Σπάνια αντιδρούσε στα καλέσματα και στις προσταγές όλων, κάποιες φορές και του ίδιου του αγαπημένου φίλου και σωτήρα του. Τα βράδια ακουγόταν μακριά το χαρακτηριστικό κλάμα του και ορισμένοι προληπτικοί έλεγαν ότι «κάτι κακό θα συμβεί». Στον κτηνίατρο που το πήγε και πάλι ο Νικήτας, δεν διέγνωσε κάτι. Το μόνο που τον ρώτησε, ήταν αν έχει αλλάξει κάτι στη ζωή του, γιατί έδειχνε εικόνα κατάθλιψης.
Την τελευταία ημέρα της εργασίας του Νικήτα, τα μάτια του ήταν δακρυσμένα. Μάλλον και ο ίδιος κατάλαβε το λόγο και όλο, σχεδόν, το πρωινό το πέρασε μαζί του, χαϊδεύοντάς τον και δεν έπαυε να του επαναλαμβάνει και να του υπόσχεται ότι θα πήγαινε κάθε μέρα να τον φροντίζει. Έτσι κι έγινε. Ο αγαπημένος του φίλος και σωτήρας του κράτησε την υπόσχεσή του και οι επισκέψεις του ήταν καθημερινές, με τα «δώρα», τα παιχνίδια και τη συντροφιά που έκανε με τον Ρεξ.
Λιγότερο από ένα χρόνο μετά, η αρρώστια της μητέρας του Νικήτα στο χωριό του, τον ανάγκασε να λείψει από την πόλη και το φίλο του για τρία χρόνια, μέχρι που η πλήρης ημερών μητέρα του έφυγε από τη ζωή. Αμέσως μετά την επιστροφή του στην πόλη, πήγε να συναντήσει πρώην συναδέλφους του και τον πιστό φίλο του. Φτάνοντας στην πύλη του εργοστασίου, ο νεαρός φύλακας δεν τον γνώριζε. Ρώτησε το όνομά του και το λόγο της επίσκεψής του.
- Είμαι παλαιός εργαζόμενος στο εργοστάσιο και ήρθα να δω φίλους μου…
Μα πριν τελειώσει την κουβέντα του, ούτε καν το όνομά του δεν πρόλαβε να πει, ο Ρεξ που άκουσε τη φωνή του εμφανίστηκε τρέχοντας με άλματα και δυνατά γαυγίσματα χαράς! Ο Νικήτας άνοιξε τα χέρια του κι αυτός όρθιος, στηριγμένος στα πισινά του πόδια όρμησε στην αγκαλιά του! Αγκαλιασμένοι κι οι δυο, ο Ρεξ τον έγλυφε με φωνές χαράς στο πρόσωπο, στα χέρια, παντού κι ο Νικήτας τον χάιδευε και τον φιλούσε! Ο νεαρός φύλακας, που είχε μείνει εμβρόντητος μπροστά σ’ αυτή τη σκηνή, αρκέστηκε να πει στον άγνωστο γι’ αυτόν επισκέπτη:
- Εντάξει!... Σας πιστοποίησε ο Ρεξ!, του είπε με χαμόγελο. Μπορείτε να περάσετε! Αφήστε μου μόνο το όνομά σας και το όνομα ενός υπαλλήλου που θα επισκεφθείτε… Για το τυπικό είναι… Καταλαβαίνετε…
---------------------------------------
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 18.4.2024
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου