Παρασκευή 27 Μαΐου 2022

Η πέρδικα: Παράδοση, λαογραφία και άλλα


     «Συνώνυμο» της όμορφης, της προσεγμένης και προικισμένης γυναίκας, ιδίως της νέας η πέρδικα, ως ένα από τα ομορφότερα πετούμενα του ζωικού βασιλείου, έχει πολυτραγουδηθεί. Εκτός από την ομορφιά, δανείζει πολλά ακόμα χαρίσματά της για να εκφράσει την τελειότητα και στη λογοτεχνία και στη λαϊκή σοφία, όπως την αρχοντιά, το παράστημα, τη γυναικεία δροσιά, τη χάρη, τη χαρά, αλλά και τη λύπη. Πολλά δημοτικά τραγούδια και λαϊκές παροιμίες και παροιμιώδεις φράσεις αναφέρονται σ’ αυτήν, καθώς θα δούμε στη συνέχεια.
     «Περδικόμορφη», «περικοπερπατούσα», «περδικομάτα», «περιδικόστηθη», «αρχοντοπέρδικα», «περδικοστολισμένη», «καμαρωτή», «λυγερόκορμη» και «υπερήφανη» (σαν πέρδικα) είναι κάποια από τα κοσμητικά επίθετα που συνήθως στολίζουν και παινεύουν το «ασθενές φύλο» στη νεανική του ηλικία, θέλοντας να δώσουν έμφαση στο ιδανικό και το τέλειο του ωραίου που συμβολίζει και το πουλί. Η πολυχρωμία και η αρμονία του φτερώματός της είναι χαρακτηριστική, όπως χαρακτηριστικές είναι και οι μαύρες βούλες ή ραβδώσεις στο γκρίζο του λαιμού της, που να φαντάζουν γυναίκα με ακριβά κολιέ! Άλλη μια «ομοιότητα», είναι που η πέρδικα ασχολείται πολύ με την περιποίηση της «ενδυμασίας» της (του φτερώματός της). Όλα αυτά και πολλά ακόμα χαρίσματα του όμορφου πουλιού εξυμνεί και το δημοτικό τραγούδι, ενώ δεν αφήνει απέξω και την αυτοθυσία της, ως μητέρα, για την προστασία την παιδιών της.    
     Ας θυμηθούμε ορισμένους τίτλους ή του πρώτους στίχους κάποιων πολύ γνωστών τραγουδιών του λαού μας:
-  Ξύπνα περδικομάτα μου κι ήρθα στο μαχαλά σου.

-  Απάνω στην τριανταφυλλιά έχτισ' η πέρδικα φωλιά.
-  Πέντε πέρδικες πετούσαν και στον κάμπο 'λογυρνούσαν.
-  Μια πέρδικα παινεύτηκε σ' ανατολή και δύση,
πως δεν τη βρίσκει κυνηγός να την εκυνηγήσει.
-  Πού ήσουν πέρδικα καημένη κι ήρθες το πρωί βρεγμένη;
-  Περδικούλα, Λυγερούλα κι όμορφο πουλί,
πώς κοιμάσαι μεσ' στα πλάγια μέρα νύχτα μοναχή;
-  Ξύπνησε πετροπέρδικα, τίναξε τα φτερά σου.
-  Εδώ, σε τούτη γειτονιά, στην παρακάτω ρούγα,
ήρθε και έφτιαξε φωλιά μια πέρδικα μικρούλα.
-  Περδικούλα ημέρωνα κι αυτή αγριευότανε.
-  Ήρθε η ώρα η καλή και η ευλογημένη,
να πάρει ο αητός την πέρδικα, την χρυσοπλουμισμένη.
-  Σ' ένα δεντρί στον Παρνασσό, έγειρα ν’ αποκοιμηθώ.
κι ακούω μιας πέρδικας λαλιά, κλαίει θρηνεί μες τα βουνά.
Κλαίει και μένα η καρδιά, που μ’ από σένα μακριά.
-  Πέταξε η περδικούλα μου κι έλα στην αγκαλιά μου
     Το δημοτικό τραγούδι υμνεί και ως μάνα την πέρδικα, ως σύμβολο αφοσίωσης στα παιδιά της και προτρέπει τη γυναίκα να της μοιάσει:
«Μοιάσε της πετροπέρδικας, της αηδονολαλούσας,
που κάνει δεκαχτώ πουλιά, κανένα δεν αρνιέται.
Κι αν πέσει και πάρει ο αετός, ένα από τα πουλιά της,
κάνει καιρό να πιεί νερό, θολώνει και το πίνει».
     Γνωστό, επίσης, και το τραγούδι της μάνας που δεν είχε την υπομονή ν’ αναθρέψει το ένα της παιδί και το πήγαινε να το πετάξει στο ρέμα:
Μια μάνα που 'χε ένα γιο,
μα ήταν λωλοπαρμένη,
δεν είχε την υπομονή
για να το αναθρέψει
και στην ποδιά της το 'βαλε,
πάει να το ρεματίσει.
Στο δρόμο που επήγαινε,
στη στράτα που διαβαίνει,
μια πέρδικα την απαντά,
μια πέρδικα της λέγει:
-         Μωρή σκύλα, μωρή άπονη,
μωρή μαριολεμένη,
εγώ έχω δεκαοχτώ πουλιά,
πάσχω να τ' αναθρέψω
και συ έκανες χρυσόν υγιό,
πας να τον ρεματίσεις;
Και στην ποδιά της το 'βαλε,
στο σπίτι της πηγαίνει.
Το έβαλε στην κούνια του,
το τραγουδά και λέει:
-         Γιε μου σαν γίνεις κυνηγός,
σαν γίνεις παλληκάρι,
σαν ανταμώσεις πέρδικα,
να μην τήνε σκοτώσεις.
Η πέρδικα είναι η μάνα σου
κι εγώ η μητριά σου.
     Εκτός από τα τραγούδια της χαράς, του έρωτα, του γάμου, το όμορφο πουλί έχει θέση και στα επικά τραγούδια, όπως και σ’ αυτά της κλεφτουριάς και των αγώνων για την ελευθερία:
Τρεις περδικούλες κάθονταν στον Όλυμπο στη ράχη
μοιρολογούσαν κι έκλαιγαν, μοιρολογούν και λένε.
Εσείς πουλιά πετούμενα που πάτε στον αέρα,
να πάτε και στη Τζόρτζαινα, Ναούμη τη γυναίκα.
Να μην τα πλέξει τα μαλλιά, κοσί να μην τα φτιάξει.
Να μην τα βάλει τα φλουριά, να μην τα καμαρώνει.
Ναούμη τον βαρέσανε στου Διάκου το νταβούρι.
***
Μωρ' περδικούλα του Μοριά, κοσμοπερπατημένη
αυτού ψηλά οπού πετάς και χαμηλαγναντεύεις,  
 μην είδες κλέφτες πουθενά τους Κολοκοτρωναίους;
***
Μια Περδικούλα κάθισε στου Ζήδρου το κεφάλι.
Δεν κελαϊδούσε σαν πουλί, σαν όλα τα πουλάκια,
παρά λαλούσε κι έλεγε μ’ ανθρώπινη κουβέντα.
-         Ζήδρο μου, τ’ είσαι κίτρινος, κίτρινος σαν λεμόνι;
Μη σε βαρούνε τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-         Περδίκα μ' που με ρώτησες, θα σου το μολογήσω.
Δε με βαρούνε τ' άρματα, τα έρημα τσιαπράζια,
μον' έχασα τον Φώτο μου, το μοναχό παιδί μου».
     Αλλά και η λαϊκή σοφία δανείζεται χαρίσματα της πέρδικας να εξυμνήσει χάρες γυναικών, ιδίως νέων, όπως:
-  Στα βούρλα πάει η ξυλόκοτα κι η πέρδικα στη βρύση.
-  Της πέρδικας απ’ τη λαλιά της βρίσκουν πάντα τη φωλιά.
-  Έγινε περδίκι (π.χ., μετά από κάποια αδιαθεσία ή αρρώστια).
-  Είμαι περδίκι (είμαι πολύ καλά).
-  Κοντή γυναίκα πέρδικα.
-  Καλώς τηνε την πέρδικα την αηδονολαλούσα.
-  Καλώς τηνε την πέρδικα που περπατεί λεβέντικα.
-  Πέρδικα καμαρωτή μες το κάμπο περπατεί.
-  Το λέει η περδικούλα του.
     Σε άλλα σημεία της λαϊκής παράδοσης, θεωρείται καλό σημάδι για κάποιον οδοιπόρο, αν δει να πετάνε πέρδικες προς το μέρος της δικής του κατεύθυνσης. Για την πρόγνωση του καιρού, ο λαός υποστηρίζει ότι «η πέρδικα λαλεί νερό και η κουκουβάγια καλοκαιρία».

Η πέρδικα και σε γραμματόσημο (1970)

     Ζει ομαδικά σε χαμηλή βλάστηση και κοιλώματα του εδάφους. Είναι μονογαμικό ον. Αν χάσει το ταίρι του, δεν ζευγαρώνει με άλλο. Από τη στιγμή του ζευγαρώματος αποχωρίζεται με το σύντροφό της το κοπάδι, φτιάχνουν μαζί τη φωλιά και φροντίζουν με αυτοθυσία τα αβγά τους (περδικάβγουλα) και τα μικρά τους από τη στιγμή που θα εκκολαφθούν, μέχρι να πετάξουν. Αλλά και μετά τα πέταγμά τους έχει την έννοια τους στην αναζήτηση τροφής και στον κίνδυνο τα καλεί να προστατευτούν με κραυγή χαρακτηριστική.  Όταν η αποστολή τους αυτή ολοκληρωθεί, τότε ξανασμίγουν και ζουν σε κοπάδια με το σύντροφό της. Η κοινωνική αυτή οργάνωσή τους αυξάνει τις πιθανότητες να επιβιώσουν, αφού έτσι επιτυγχάνεται αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των εχθρών. Κατά τη διάρκεια της νύχτας κουρνιάζουν στο έδαφος και ιδίως σε ανοιχτά σημεία του.
     Η τροφή της περιορίζεται σε δημητριακούς καρπούς, σπόρους, λαχανικά, έντομα, τρυφερούς βλαστούς, και σκουλήκια από τη γη, γι’ αυτό και για τη γεωργία θεωρείται περισσότερο ωφέλιμη, παρά επιζήμια. Δεν προτιμάει ούτε τις πολύ ζεστές ούτε τις πολύ ψυχρές περιοχές και αρέσκονται στην «ηλιοθεραπεία». Τα αρσενικά επιδίδονται περισσότερο στην περιφρούρηση και πρόληψη κινδύνων, ενώ τα θηλυκά είναι αφοσιωμένα στην εκκόλαψη των αυγών και στους νεοσσούς τους. Ανήκοντας στην οικογένεια των ορνιθόμορφων, συγγενεύει με αρκετές συνήθειες της κότας, η οποία κότα την… αντιπαθεί, γιατί η ίδια δεν έχει χάρη κι αρχοντιά στο περπάτημα! Αν και δεν είναι μεγάλου μήκους (περίπου 30 εκατοστά), το βάρος της μπορεί να πλησιάζει και το ένα κιλό. Αυτό συμβαίνει γιατί είναι «στρουμπουλή».
     Άνθρωποι ορεσίβιοι, που έχουν παρατηρήσει οι ίδιοι τη συμπεριφορά της, μαρτυρούν ότι το αρσενικό πουλί, ο «πέρδικος» είναι ζηλιάρης, γι’ αυτό του δίνει κι αυτού ένα αυγό το θηλυκό να το κλωσήσει! Αν αντιληφθούν κίνδυνο, με την κραυγή τους ειδοποιούν και τα άλλα πουλιά του δάσους. Στην περίπτωση αυτή, η θηλυκή πέρδικα δεν τρέχει στα αυγά της ή στα περδικάκια της, αλλά προς διαφορετική κατεύθυνση, να παραπλανήσει τον εχθρό και να μην οδηγηθεί στη φωλιά της! Όταν ο κίνδυνος απομακρυνθεί, τότε επιστρέφει με πολλή αγωνία στα αβγά της ή στα παιδιά της. Οι ίδιοι ορεσίβιοι άνθρωποι, π.χ. κτηνοτρόφοι των βουνών, βεβαιώνουν ότι ένας τρόπος προφύλαξής της είναι να γυρίσει ανάσκελα στο έδαφος και να μείνει ακίνητη. Όπως λένε χαρακτηριστικά, «μπορεί να την πατήσεις, όχι όμως και τη δεις», αφού η κοιλιά της έχει τα χρώματα του εδάφους.
     Μαρτυρία πολύ κοντινού συγγενούς μου είναι και αυτή: Βρήκε ο ίδιος φωλιά πέρδικας, πήρε τα αβγά της και τα έβαλε στην κλώσα, από τα οποία βγήκαν περδικάκια! Η κλώσα τα φρόντιζε όπως και τα κλωσόπουλα, μα όταν εκείνα αντιλαμβανόντουσαν κίνδυνο, έπεφταν ανάσκελα κι ακίνητα στο έδαφος, χωρίς να είχαν καμία επαφή με την φυσική τους μητέρα! Όταν μεγάλωσαν λίγο «έκοψαν φτερό» κι έφυγαν! Δική του και η μαρτυρία ότι η πέρδικα δεν ζει φυλακισμένη: Μικρή έπιασε μία στο βουνό, που ακόμα δεν μπορούσε να πετάξει καλά. Στο κλουβί που την έβαλε, δεν έτρωγε, ούτε νερό έπινε, μέχρι που σε λίγες μέρες ψόφησε.
     Χαρακτηριστικό είναι και το πέταγμά της και η λαλιά της. Ο ήχος που ακούγεται από τα φτερά της που χτυπούν τον αέρα είναι δυνατός κι αν τύχει «κόψουν φτερό» (φτερουγίσουν-πετάξουν) πολλές μαζί, «ακούγεται σαν πολυβόλο», όπως μας έλεγαν μεγαλύτεροι. Η δε φωνή της, αν και κάπως μονότονη είναι καθαρή, κρυστάλλινη κι ευχάριστη. Κάποιος που δεν τη γνωρίζει, δεν μπορεί να συνειδητοποιήσει τί είναι αυτό που φτάνει στ’ αυτιά σου, σαν επαναλαμβανόμενο «τσι τσεκ πε–τι–τσεκ τσι–τσεκ». Το λάλημά της γίνεται τις πρωινές ώρες, λίγο πριν και λίγο μετά την ανατολή του ηλίου και το βράδυ κατά τη δύση του.
     Αν και τα είδη της είναι αρκετά, δεν ζουν όλα στην Ελλάδα. Εδώ είναι περισσότερο γνωστή η πέρδικα των βράχων ή πετροπέρδικα, η πέρδικα του κάμπου ή λειβαδοπέρδικα και η νησοπέρδικα, που όμως οι διαφορές τους δεν είναι μεγάλες και εντοπίζονται στα χρώματά της.

"Η βρύση της πέρδικας" στο χωριό μου:
Πολύ πιο ψηλά από την κατοικημένη περιοχή, 
 εκτός από τα ζώα και τους ανθρώπους, πίνουν νερό
και οι πέρδικες. Ίσως γι' αυτό και η ονομασία της.
(Φωτογραφία: Λευτέρης Αβραμίδης)


     Πέρα από τα διάφορα αρπακτικά ζώα και πουλιά του δάσους που αποτελούν τους εχθρούς της, εχθρός της είναι και ο άνθρωπος. Το πολύ νόστιμο κρέας της είναι μεζές για «μερακλήδες», αν και το κυνήγι της δεν είναι ιδιαίτερα εύκολο και μάλιστα χωρίς σκυλιά, που την εντοπίζουν, κυρίως, με την οσμή τους και όχι με την όρασή τους. Ανάλογη νοστιμιά με το κρέας της έχουν και τα αβγά της, για «μερακλήδες» και αυτά. Αν επιστρέφοντας στη φωλιά τη βρει άδεια, γεννάει άλλα αυγά, μπορεί και σε νέα φωλιά που θα φτιάξουν με το σύντροφό της πάντα. «Αδυναμία», όμως, στη νοστιμιά του κρέατός της, είχαν και οι αρχαίοι ημών πρόγονοι, που το θεωρούσαν ως ένα από τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, προνόμιο, μάλλον, των πλουσίων, κάτι που εκθειάζει και ο ποιητής Δίφιλος ο Σινωπεύς (4ος αιώνας π.Χ.). Επίσης, ο Αριστοφάνης στους «Αχαρνείς» αναφέρει ότι ειδικοί έμποροι από την Κωπαΐδα  διατηρούσαν περδικοτροφεία κι έφερναν τα προϊόντα τους στην Αθήνα, για τους εύπορους κατοίκους του κλεινού άστεος.  
     H πέρδικα μας είναι γνωστή από την αρχαιότητα και από έργα των Αριστοτέλη, Θεόφραστου, Αθήναιου, Αισώπου, Αρχίλοχου, Ξενοφώντος με τις ονομασίες αλεκτορίς, πέρδιξ και ατταγάς ή ατταγήν. Γενικά την θεωρούσαν πονηρό, πανούργο, δειλό και δόλιο πουλί και παρομοιάζουν μ’ αυτήν ανθρώπων. Κατά μία εκδοχή της μυθολογίας ήταν αδελφή του Δαίδαλου. Κατ’ άλλη, ήταν γυναίκα πολύ όμορφη, αλλά αναίσθητη. Καθώς κάποτε καθόταν δίπλα από ένα δέντρο, είδε τον Δαίδαλο να θάβει τον άτυχο γιο του, τον Ίκαρο. Αντί να τον συμπονέσει  για τη συμφορά αυτή, άρχισε να τον ειρωνεύεται. Τότε κάποιος θεός οργίστηκε  και την μεταμόρφωσε σε πουλί.
     Η αγάπη των ανθρώπων στην πέρδικα και στην ομορφιά της, τους έχει οδηγήσει να δίνουν το όνομά της στα χωριά τους ή σε μικρές πόλεις τους.
----------------------------------------------------------
Πηγές:
-  Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
-  Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ
-  Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ
-  Διαδίκτυο
 
Εικόνες: Διαδίκτυο
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.5.2022

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου