Όσοι γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε σε ορεινές
περιοχές, είχαμε την ευλογία να ζήσουμε και στη φύση. Έτσι, μας δόθηκε η
ευκαιρία να παρατηρήσουμε τον κόσμο της και ν’ αποκτήσουμε αρκετές εμπειρικές
γνώσεις γι’ αυτόν. Παράλληλα, είχαμε και πολλές προσλαμβάνουσες πληροφορίες από
τους περισσότερο ημών ορεσίβιους γονείς και παππούδες μας. Ένα από τα ευχάριστα
«φαινόμενα» της άνοιξης, που πάντα μαγεύει με το ξανάνιωμα της φύσης, είναι και
ο κούκος και ως παιδιά «στήναμε αυτί» και «πως και πώς» περιμέναμε να λαλήσει
για να τον ακούσουμε! Τέτοιες παιδικές μνήμες μου δίνουν την αφορμή να ασχοληθώ
επιγραμματικά με το πουλί αυτό και να μοιραστώ το αποτέλεσμα μαζί σας, φίλες
και φίλοι του ιστολογίου μου.
Ο κούκος είναι ένα όμορφο, αποδημητικό
πουλί της οικογενείας των Κοκκυγιδών, που περιλαμβάνει τέσσερα υποείδη. Επιστημονικά
το συναντάμε με τη λατινική ονομασία canorus, που σημαίνει καλλίφωνος,
μελωδικός. Μια ακόμα ονομασία του είναι και "κόκκυγας ο μελωδικός". Έχει μέγεθος μεγαλύτερο του περιστεριού και ανάλογο βάρος. Στη χώρα
μας έρχεται την άνοιξη από χώρες της Αφρικής και μένει ένα μεγάλο μέρος του
καλοκαιριού, αν και όταν «σφίξουν» οι ζέστες δεν κελαηδάει. Γνωστή, άλλωστε,
και η φράση «βουβάθηκε σαν ο κούκος τ’ αϊ-Γιαννιού», εννοώντας στο γενέθλιο του
αγίου Ιωάννου του Προδρόμου-24 Ιουνίου-, που αρχίζει να ζεσταίνει περισσότερο ο
καιρός. Στη μονότονη, ρυθμική, ευχάριστη και σε σταθερά χρονικά διαστήματα
επαναλαμβανόμενη φωνή του, «κούκου, κούκου» οφείλεται και το όνομά του, που,
πιθανότατα, αυτή είναι και το ερωτικό του κάλεσμα.
Αν και συνηθίζουμε να γράφουμε τον όνομά
του με ένα «κ», το ορθότερο είναι με δύο (κούκκος) και τούτο γιατί προέρχεται
από το αρχαίο κόκκυξ. Με αυτή τη γραφή τον συναντάμε και στις «όρνιθες» του
Αριστοφάνη: «Φοινίκης πάσης κόκκυξ βασιλεὺς ἦν.
Χὠπόθ᾽ ὁ κόκκυξ εἴποι “κόκκυ” τότ᾽ άν οἱ Φοίνικες ἅπαντες τοὺς πυροὺς ἂν καὶ τὰς
κριθὰς ἐν τοῖς πεδίοις ἐθέριζον». (Στη Φοινίκη βασιλιάς ήταν ο κούκος και
κάθε φορά που τους φώναζε ο κούκος «κούκου», τότε όλοι οι Φοίνικες έτρεχαν στα
χωράφια και θέριζαν τα στάρια και τα κριθάρια). Η αρχαία αυτή ονομασία του,
ίσως να οφείλεται στην ομοιότητα του ράμφους του
με οστάριο της κατώτερης μοίρας της σπονδυλικής στήλης, τον κόκκυγα.
Είναι αγαπημένο πουλί και όχι μόνο για έναν
μόνο λόγο. Αν και «ακριβοθώρητο» (ζει μακριά από τον άνθρωπο), είναι πολύ
όμορφο και επιβεβαιώνει με το κελάηδημά του τον ερχομό της άνοιξης. Το χρώμα
του είναι βαθύ γκρίζο ή καστανό-καφέ με γκρίζες βούλες και ραβδώσεις στο λαιμό,
ανάλογα με την ηλικία του. Τρέφεται κυρίως με έντομα, έχοντας μεγάλη αδυναμία
στην κάμπια του πεύκου, ενώ λέγεται ότι του αρέσει πολύ κι ένα φυτό που βγάζει
μπλε άνθος την άνοιξη, το λεγόμενο «φαΐ του κούκου» ή «σταφύλι του κούκου». Σπανίζει
ακόμα και σε πολύ ορεινές περιοχές, αφού και ο πληθυσμός του δεν είναι
ιδιαίτερα μεγάλος. Στη μικρή αυτή πληθυσμιακή του κατάσταση, που κι αυτή
συνεχώς μειώνεται, πιστεύεται ότι συμβάλλουν δύο παράγοντες: Τα χημικά
φυτοφάρμακα που εξοντώνουν τα έντομα και η μοναχική του ζωή, που παίζει ρόλο
στην αναπαραγωγή του.

"Το φαΐ του κούκου"

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου