«Θανάάάάσ’!», φώναξε δυνατά ο Πάνος το
γείτονά του, καθώς περνούσε κάτω από το σπίτι του, γυρνώντας το βράδυ από τα
χωράφια του. Αφού δεν πήρε απάντηση κοντοστάθηκε και σε λίγο ξαναφώναξε ακόμα πιο δυνατά:
«Ρε, Θανάσηηηηηη!».
«Όπα!», ακούστηκε βαθιά η απάντηση μέσα
από το σπίτι κι ο Θανάσης βγήκε στο ξύλινο μπαλκόνι του.
«Πού είσαι, ρε, και δεν ακούς; Μες το
βαγένι;1», ρώτησε με διάθεση αστεϊσμού ο Πάνος, κάτι που πάντα το
συνήθιζε κι ας ήταν κατάκοπος από τις δουλειές της ημέρας.
«Έβαζα ψωμί στο ταγάρι μου, γιατί θα φύγω
νύχτα, να πάω να ποτίσω το καλαμπόκι…».
«Να ειπείς στη κυρά σου, της παραγγέλνει ο
αδερφός της να πάει στο χωριό της να πάρει πατάτες!».
Ακούγοντας την κουβέντα, βγήκε και η
«κυρά» του Θανάση στο μπαλκόνι, η Βασίλω, και ο Πάνος απευθύνθηκε σ’ αυτή:
«Βασίλω, είπα στον άντρα σου, άκουσέ το κι
εσύ: Είδα τον αδελφό σου το Γρηγόρη και σου παραγγέλνει να πας τούτες τις μέρες
στο χωριό σου με το γαϊδούρι να το φορτώσεις. Έβγαλε πολλή πατάτα και θέλει να σου
δώσει κι εσένα…».
Θανάσης και Βασίλω ευχαρίστησαν τον Πάνο
και μπήκαν πάλι μέσα.
«Να μην πας πουθενά! Ο αδελφός σου θα σε κοροϊδέψει, όπως το έχει
κάνει τόσες φορές!», είπε στη γυναίκα του ο Θανάσης. «Θυμάσαι πέρυσι με τη φακή
και πρόπερσι με το τριφύλλι; Σε κουβάλησε στο χωριό, τάχα μου να σου δώσει και γύρισες με άδεια χέρια!»,
συμπλήρωσε.
«Δεν θα μου κάμει τα ίδια τώρα! Αν μου το
κάμει και τώρα, θα κόψουμε την καλημέρα κι ας είμαστε δίδυμοι!».
Μη θέλοντας να επιμείνει άλλο ο Θανάσης,
υποχώρησε λέγοντας: «Καλά… Αδέρφια είστε εσείς, θα τα βρείτε…», ξέροντας ότι η
γυναίκα του ήταν πάντα ευκολόπιστη.
Σε τρεις-τέσσερις μέρες η Βασίλω πήρε το
γάιδαρο και δύο μεγάλα σακιά, να φορτώσει τις πατάτες, κάνα δυο ώρες πήγαινε κι άλλες τόσες έλα. Το απόγευμα γύρισε και
αντί να έχει φορτωμένο στο ζώο πατάτες, είχε ανέβει η ίδια! Ο άντρας της την
είδε από μακριά και είχε έτοιμο το σκωπτικό πείραγμά του:
«Πού είναι το φόρτωμα οι πατάτες,
Βασίλω;»!
Η Βασίλω «έσκαγε το κάφυρο2»!
Ύστερα από μια σύντομη κουβέντα με ένταση που είχαν με τον άντρα της, έπρεπε να
δικαιολογήσει και το πάθημά της:
«Πέρασ' ένας έμπορας εχτές και πούλησε όλη
την παραγωγή!... Κράτησε για την οικογένειά του μόνο...»!
Ο Θανάσης παρατήρησε ότι δεν ήταν στρωμένο
στο σαμάρι του γαϊδουριού το καινούργιο πολύχρωμο απλάδι, που είχε υφάνει
τελευταία η γυναίκα του στον αργαλειό και τη ρώτησε όλος απορία:
«Καλά… Το πρωί που έφυγες δεν είχες στρώσει
και απλάδι στο σαμάρι; Πού είναι τώρα;…».
H Βασίλω ξεροκατάπιε και μη μπορώντας να
κρύψει κι αυτό το πάθημά της, απάντησε συνεσταλμένη:
«Αρέσανε και τα χρώματα και το σχέδιο στη
νύφη μου (τη γυναίκα του αδελφού της), μου το ζήτησε και της το έδωσα!
-------------------------------------
1 Βαγένι:
Πολύ μεγάλο κρασοβάρελο, με «πόρτα», για να μπαίνει μέσα άνθρωπος να το
καθαρίζει. Ευνόητο είναι τότε να μην ακούει τι γίνεται έξω, γι’ αυτό και η
φράση λέγεται και ειρωνικά σε βαρήκοους.
2
Δείτε τη σημασία της έκφρασης εδώ:
https://nikolpapak.blogspot.com/2020/05/blog-post_30.html
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 17.5.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου