Αν και τις τελευταίες δεκαετίες το σαπούνι
σε υγρή μορφή γίνεται όλο πιο εύχρηστο και τα επίσης σε υγρή μορφή και σε σκόνη
διαφόρων χρήσεων απορρυπαντικά κερδίζουν συνεχώς το αγοραστικό κοινό, το στερεάς μορφής σαπούνι δεν έχει χάσει την αξία του. Ιστορικές πηγές μας πληροφορούν ότι ο
άνθρωπος χρησιμοποιούσε κάποιο είδος σαπουνιού για την καθαριότητά του πολλούς
αιώνες προ Χριστού. Συν τω χρόνω και με την πρόοδο της τεχνολογίας,
αναμφισβήτητα του η ποιότητά του βελτιώθηκε, μέχρι που στις μέρες μας τα
πολύχρωμα μοσχοσάπουνα έγιναν προϊόντα του σύγχρονου πολιτισμένου ανθρώπου.
Πιθανότατα η Ελληνική ονομασία του (στην καθαρεύουσα ο σάπων-του σάπωνος), προέρχεται
από τη λατινική λέξη sapo,
που σημαίνει σαπούνι. Το γνωστό πράσινο σαπούνι, κύριο συστατικό
του οποίου είναι το ελαιόλαδο, μεσουράνησε για πολλές δεκαετίες στην ατομική
καθαριότητα, την υγιεινή και την καθαριότητα του ιματισμού. Παρ’ όλο που η αξία
του ήταν σχετικά ευτελής, οι οικονομικές δυσχέρειες των νοικοκυριών μέχρι πριν
λίγα χρόνια αναζητούσαν εναλλακτικές λύσεις για την εξασφάλισή του, προκειμένου
να επωφεληθούν περισσότερο. Έτσι, χρυσοχέρες νοικοκυρές μάθαιναν την τέχνη
παρασκευής του από τις μεγαλύτερες και συνεχίστηκε έτσι η παράδοση από «μάνα σε
κόρη». Η
γνώση ήταν «κλειστή», δηλαδή δεν διδασκόταν από τους γνώστες (ιδίως γυναίκες)
σε οποιονδήποτε, κυρίως για δύο λόγους: Ο πρώτος, για να μείνει η τέχνη στους
στενής συγγένειας απογόνους και ο δεύτερος, επειδή η νοικοκυρά, αλλά και η ίδια
η διαδικασία παρασκευής ματιάζονται εύκολα! Γι’ αυτό επέλεγαν απόμερα και καλυμμένα
σημεία του σπιτιού, μακριά από περαστικούς και περίεργα μάτια! Ακόμα και η ίδια
η νοικοκυρά το «φτύνει» συχνά κατά τη διαδικασία παρασκευής να μη ματιαστεί(!),
γιατί θα «κόψει» και θα είναι άχρηστο. Στην «κλειστή» γνώση, όμως, συνέβαλε κι
ένα ακόμα πρακτικό εμπόδιο: Ειδικά στις ορεινές περιοχές δεν ευδοκιμεί η ελιά
και η ελαιοπαραγωγή είναι ανύπαρκτη ή περιορισμένη. Έτσι, οι «μαστόρισσες» στρέφονταν στην
αναζήτηση ζωικού λίπους. Αλλά και πάλι, το ζωικό λίπος ήταν πολύτιμο, γιατί το
χρησιμοποιούσαν είτε στα φαγητά, λόγω έλλειψης ελαιόλαδου, είτε το είχαν για διάφορες άλλες χρήσεις, π.χ. το γυάλισμα και την «στεγανοποίηση» των υποδημάτων. Το λίπος, εκτός ότι
δίνει γυαλάδα στο παπούτσι, και ειδικά το δερμάτινο, δεν ευνοεί την απορρόφηση της υγρασίας από το έδαφος, ειδικά τους χειμερινούς μήνες. Οι «μαστόρισσες» νοικοκυρές είχαν
πάντα τον τρόπο να συγκεντρώνουν ικανοποιητικές ποσότητες λίπους, ιδίως την
εποχή που έσφαζαν τα γουρούνια (π.χ. την Τσικνοπέμπτη). Από το χοιρινό λίπος
έχει επικρατήσει η ονομασία του ως «γουρνοσάπουνο», που ο όρος είναι μάλλον
περιφρονητικός και δηλώνει κατώτερης ή κακής ποιότητος προϊόν. Τρόπος παρασκευής οικιακού σαπουνιού Αν και η «συνταγή» περιγράφεται με «γενικότητες»,
αφού πολύ λίγες ήταν οι φορές που στα παιδικά μου χρόνια η μητέρα μου έφτιαξε
σαπούνι (θυμάμαι μόνο δύο κι αυτές σε ηλικία δημοτικού), εν τούτοις πιστεύω ότι
πρέπει να καταγραφεί για λόγους λαογραφικούς. Το σαπούνι είναι προϊόν χημικής ενώσεως. Κύρια
στοιχεία/συστατικά της είναι το λίπος, ως προαναφέρθηκε, η στάχτη (που περιέχει ανθρακικό κάλιο),
το νερό (στάχτη και νερό = αλισίβα**) και η καυστική ποτάσα (υδροξείδιο του
καλίου) ή καυστική σόδα (καυστικό νάτριο), των οποίων η προμήθεια από το εμπόριο είναι εύκολη και οικονομική. Ίσως
πριν την εφεύρεση της ποτάσας, η παρασκευή του προϊόντος να γινόταν μόνο με αλισίβα
και λίπος, ενδεχομένως και αλάτι. Πρώτη δουλειά είναι να τεμαχιστούν τα μεγάλα
κομμάτια λίπους σε μικρά έως πολύ μικρά. Μετά βράζονται σε μεγάλα σκεύη
(συνήθως κακάβια) σε σιγανή φωτιά και για πολλή ώρα, έτσι που όλο το υλικό να
ομογενοποιηθεί. Μέσα στο λίπος αυτό ρίχνουν κι άλλα άχρηστα λάδια και λίπη
(π.χ. τηγανόλαδα, κατακάθια λαδιού-τη γνωστή μας μούργα). Κατόπιν το στραγγίζουν/το «σουρώνουν», για ν’ απομακρυνθεί
ό,τι άχρηστο υπάρχει, όπως σκουπίδια, ίνες κρέατος, κλπ. Παράλληλα με το βράσιμο
του λίπους, το οποίο θέλει συχνό ανακάτεμα, σε άλλο σκεύος βράζουν νερό, μέσα
στο οποίο διαλύεται η ποτάσα. Η αλισίβα είναι ήδη φτιαγμένη νωρίτερα. Αφού το λίπος με τα προστιθέμενα λάδια
έχει στραγγιστεί, μπαίνει πάλι στη φωτιά και ο βρασμός συνεχίζεται. Τότε
ρίχνουν λίγη-λίγη μέσα καυτή τη διαλυμένη ποτάσα και την αλισίβα και συνεχώς
ανακατεύουν με μεγάλη ξύλινη κουτάλα. Συνήθως οι δοσολογίες δεν είναι απόλυτα συγκεκριμένες,
αλλά περισσότερο η επιτυχία στηρίζεται στο εμπειρικό μάτι της νοικοκυράς. Το
ανακάτεμα πρέπει να εντείνεται παρ’ όλη τη δυσκολία, γιατί σε λίγο το μείγμα γίνεται
παχύρευστο. Εδώ χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή: το παχύρευστο υλικό εκτοξεύεται
με ορμή σε μικρές σταγόνες με το βρασμό (πιτσιλάει) κι αλίμονο αν πέσει επάνω
στο δέρμα. Πέρα από το έγκαυμα που θα προκαλέσει η θερμοκρασία του, ακόμα πιο
επικίνδυνο και δυσεπούλωτο έγκαυμα προκαλεί η ποτάσα, που έτσι κι αλλιώς είναι
από μόνη της επικίνδυνη. Η χρήση ελαστικών γαντιών κουζίνας, ακόμα και
δερμάτινων, μπορεί να μην είναι ασφαλής, αφού κι αυτά τα τρυπάει. Οι
παρασκευαστές του πρέπει οπωσδήποτε να παίρνουν μέτρα και από τις αναθυμιάσεις της
ποτάσας. Όταν το μείγμα γίνει αρκετά παχύρευστο, το
αδειάζουν σε καλούπια ή σ' ένα μεγάλο αυτοσχέδιο καλούπι από σανίδες
περιμετρικά. Προτού κρυώσει πολύ και «σφίξει» το κόβουν σε πλάκες με το μαχαίρι.
Ως βάση στα μεγάλα αυτοσχέδια καλούπια, συνήθως βάζουν εφημερίδες, οι οποίες
είτε ξεκολλάνε εύκολα όταν το υλικό κρυώσει, είτε φεύγουν με το που θα έλθουν
σε επαφή με το νερό. Το σαπούνι είναι έτοιμο και απομένει σε λίγο η αποθήκευσή
του και η χρήση του. Αν χρησιμοποιηθεί μόνο άσπρο ζωικό λίπος
για την παρασκευή του, το χρώμα του θα είναι κι αυτό άσπρο ή ελαφρώς κίτρινο.
Αν είναι από καμένα λίπη και λάδια, θα έχει χρώμα κίτρινο ή βαθύ κίτρινο («κροκί»). Μετά τη διαδικασία, πρέπει απαραίτητα να
επικασσιτερωθούν (γανωθούν) τα σκεύη, ιδίως τα χάλκινα, γιατί η ποτάσα
καταστρέφει το προηγούμενο γάνωμα. Χρήσεις και άλλα λαογραφικά του σαπουνιού
Η
γνώση ήταν «κλειστή», δηλαδή δεν διδασκόταν από τους γνώστες (ιδίως γυναίκες)
σε οποιονδήποτε, κυρίως για δύο λόγους: Ο πρώτος, για να μείνει η τέχνη στους
στενής συγγένειας απογόνους και ο δεύτερος, επειδή η νοικοκυρά, αλλά και η ίδια
η διαδικασία παρασκευής ματιάζονται εύκολα! Γι’ αυτό επέλεγαν απόμερα και καλυμμένα
σημεία του σπιτιού, μακριά από περαστικούς και περίεργα μάτια! Ακόμα και η ίδια
η νοικοκυρά το «φτύνει» συχνά κατά τη διαδικασία παρασκευής να μη ματιαστεί(!),
γιατί θα «κόψει» και θα είναι άχρηστο.
Πέρα από μέσο καθαριότητος, χρησιμοποιείται
και για ιατρικούς λόγους. Π.χ., πριν τα έτοιμα φαρμακευτικά σκευάσματα
κυκλοφορήσουν ευρέως (γλυκερίνης κλπ), η σαπουνάδα ήταν (και εν πολλοίς
εξακολουθεί να είναι) το «φάρμακο» πρώτης επιλογής του υποκλυσμού. Η χρήση του
στην «πρακτική ιατρική» είναι εξ ίσου σημαντική, π.χ. σε διάφορα ξόρκια. Έχω
δει «ειδικούς» να σταυρώνουν ματιασμένο με σαπούνι κι άλλα αντικείμενα (συνολικά τρία), όπως
τσατσάρα και ψαλίδι, λέγοντας παράλληλα τα «ειδικά λόγια». Για ορισμένους το σαπούνι είναι απαραίτητο
και ως μέσο περιορισμού του απλού οιδήματος (καρούμπαλου), που προέρχεται από χτύπημα και ρήξη αιμοφόρων αγγείων του δέρματος και ιδίως της κεφαλής: Με συνεχή πίεση στο
σημείο, περιορίζει την τοπική εσωτερική ή και εξωτερική αιμορραγία. Ειδικά μετά το λούσιμο του κεφαλιού με
χειροποίητο ή με πράσινο σαπούνι, έβαζαν/«πέρναγαν» στα μαλλιά τους με λίγο
ξύδι. Αν και δεν είχαν χημικές γνώσεις οι άνθρωποι, είχαν παρατηρήσει ότι το
ξύδι φρόντιζε το τριχωτό της κεφαλής. Τούτο εύκολα εξηγείται, αφού εξισορροπεί
το αλκαλικό ph του σαπουνιού. Με τον ίδιο
τρόπο αντιμετώπιζαν και την προκαλούμενη ξηροδερμία. Χρησιμοποιείται ακόμα και ως "γιατρικό", στο "λύσιμο του αφαλού". Δείτε/διαβάστε περισσότερα για το θέμα σε άρθρο μου στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ ΝΕWS, ΕΔΩ Δεν θα μπορούσε να μείνει «μακριά» από το
είδος αυτό πρώτης ανάγκης για τον άνθρωπο και η λαϊκή σοφία. Αρκετές οι γνωστές παροιμίες
για το σαπούνι, όπως:- Τον
αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς.- Σαπουνίζοντας
γουρούνι χάνεις χρόνο και σαπούνι.- Τον
αράπη σαπουνίζεις, το σαπούνι χαραμίζεις. Από τις πλέον γνωστές προλήψεις, είναι κι αυτή που δεν επιτρέπεται να δώσει ο ένας στον άλλον σαπούνι «χέρι με χέρι», γιατί θα... μαλώσουν! Δεν
θα ξεχάσω και μια «ιστορία» που ακούγαμε κάποιες φορές από τους παππούδες μας:
Κάποιος πήγε στην αγορά και μεταξύ άλλων πήρε και τυρί. Δεν ήξερε όμως και αντί για το τυρί πήρε σαπούνι κι έβαλε στο ταγάρι του. Όταν ήλθε η ώρα να το φάει στο σπίτι
του, είδε ότι άφριζε στο στόμα του! Τότε είπε: «Αφρίζεις - ξαφρίζεις, εγώ θα σε
φάω γιατί σ’ έχω πληρωμένο»! «Σαπούνι»
αποκαλούμε προσβλητικά και τον παχύσαρκο άνθρωπο ή ζώο. «Αυτός είναι σαπούνι»,
λέμε, που σημαίνει ότι το λίπος του μπορεί να βγάλει πολύ!============================
*
Η ανάρτηση είναι αφιερωμένη στη φίλη κ. Μάχη Κιούση, που μου έδωσε αφορμή για τη
συγκεκριμένη καταγραφή και την ευχαριστώ πολύ.
**
Δείτε περισσότερα για την αλισίβα ΕΔΩ.
Πιθανότατα η αλισίβα για την παρασκευή σαπουνιού, είναι μεγαλύτερης περιεκτικότητας σε
στάχτη από αυτή για την καθαριότητα.
Πηγές:
- Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ
- Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 28.1.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου