Παραμονή πρωτοχρονιάς. Θα είχε βγει και
τέσσερις πέντε οργιές ο ήλιος, αν δεν έβρεχε. Μέρες έχει τώρα να κρατήσει, πριν
από τα Χριστούγεννα και χωρίς σταματημό. Ψηλά στα βουνά χιονίζει και το κρύο το
καταλαβαίνεις καλά. Μόλις είχε μπει στο σπίτι της η γιαγιά Αντιγόνη, μετά τις πρωινές
της δουλειές. Της είχε σπάσει και την ομπρέλα ο αέρας και είχε βραχεί κάμποσο.
Πριν καλά-καλά προλάβει ν’ ανάψει τη φωτιά, χτύπησε το τηλέφωνο.
- Εμπρός!...
- Έλα μάνα, καλημέρα! Χρόνια πολλά και καλή
αυριανή!
- Καλημέρα Λουκία μου! Χρόνια πολλά! Τί κάνετε;
Ο Περικλής; Το παιδί; Καλά;
- Καλά είμαστε, μάνα, καλά είμαστε. Εσύ τί
κάνεις; Είχα ξαναπάρει νωρίτερα και δεν το σήκωσες. Δεν δούλευε το τηλέφωνο, ή είχες
πάει κάπου;
- Χαλάει συνέχεια κι αυτό, παιδάκι μου. Άμα έχει
κακοκαιρία κόβεται το ρημάδι!... Πήγα πρωί-πρωί κι άναψα το καντήλι του πατέρα
σου. Θα γιόρταζε αύριο, αλλά πήγα σήμερα, γιατί άκουσα ότι θ’ αγριέψει πολύ ο
καιρός και δεν ξέρω αν θα μπορώ να πάω αύριο...
- Βρέχει ακόμα, μάνα;
- Βρέχει, παιδάκι μου, βρέχει! Δεν έχει σταματημό.
- Και πού πήγες, ρε μάνα, βρέχοντας; (Με έντονο
ύφος).
- Τί να έκανα, παιδάκι μου; Έπρεπε να πάω. Με σβηστό
το καντήλι θα κάνει πρωτοχρονιά;
- Πρόσεχε ρε, μάνα, πρόσεχε! Δεν μας έχουνε
βρει και λίγα τελευταία… Μην αρρωστήσεις κι έχουμε κι άλλα… Και δεν μπορούμε να
’ρθούμε κι εύκολα, τώρα με την πανδημία, κάπου τριακόσια χιλιόμετρα δρόμο. Τί άλλες
δουλειές έκανες βρέχοντας;
- Ότι κάνω κάθε μέρα, Λουκία μου. Τάισα τις κότες,
τάχα μου τις σκούπισα κιόλας κι έφερα και λίγα ξύλα από το κατώι. Τίναξα και
κάτι ρούχα… Τί άλλο να έκανα;
- Για πάρε εδώ την εγγονούλα σου, που κάτι
θέλει να σου πει!
- Φέρ’ τη μου!
Η Λουκία έβαλε σε ανοιχτή ακρόαση το
τηλέφωνο, κράταγε η ίδια το ακουστικό όπως είχε συμβουλέψει την εξάχρονη
Αντιγόνη, και η φωνή της εγγονής μαζί με τον ήχο από το τριγωνάκι που χτύπαγε, έφταναν με ενθουσιασμό στο αυτί της γιαγιάς:
- Γειά σου γιαγιά! Χρόνια πολλά! Να σου πω τα
κάλαντα;
- Καλώς το κορίτσι μου! Καλώς την Αντιγόνη μου!
Να μου τα πεις, καμάρι μου! Και βέβαια να μου τα πεις!...
- «Αρχιμηνιά κι αρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά…- Και του χρόνου, γιαγιά»!
Τα λίγα λεπτά που η εγγονή έλεγε τα
κάλαντα, γιαγιά προσπαθούσε να συγκρατήσει τα δάκρυά της!
- Και του χρόνου, καμάρι μου! Και του χρόνου!
Να είσαι καλά! Δεν ήρθανε φέτος παιδάκια να μου πούνε τα κάλαντα και ό,τι λεφτά
είχα να τους δώσω, θα σου τα δώσω όλα εσένα, όταν έρθετε!
Το πρόσωπο της μικρής έλαμψε περισσότερο
τώρα.
- Γιαγιά, το βράδυ θα ’ρθει ο αϊ-Βασίλης και θα
μου φέρει το δώρο μου!
- Μπράβο, αγάπη μου! Μπράβο! Καλή χρονιά!
Μα το χαμόγελο της μικρής Αντιγόνης κόπηκε
απότομα. Κοίταξε στα μάτια τη μάνα της με απορία και της λέει:
- Μαμά, κάπως ακούγεται η γιαγιά!... Σαν να
κλαίει!...
Αμέσως η Λουκία, που άκουσε κι αυτή τη φωνή της
μάνας της να πάλλεται, διέκοψε την ανοιχτή συνομιλία και έβαλε το ακουστικό στο
αυτί της.
- Έλα, μάνα! Τί έπαθες; Κλαις;
Μεσολάβησαν λίγα δευτερόλεπτα σιωπής…
- Εμ!... Συγκινήθηκα, παιδάκι μου, ακούγοντας
το παιδί! Δεν πέρασαν παιδιά για τα κάλαντα ούτε τα Χριστούγεννα, ούτε τώρα. Σήμερα,
με τα κάλαντα της Αντιγόνης από το τηλέφωνο καταλαβαίνω κι εγώ ότι έχουμε
γιορτές! Σάμπως είχαμε κι εκκλησία; Αλειτούργητοι θα μείνουμε φέτος όλο το δωδεκάημερο… Να λέμε
μοναχά να περάσει τούτο το κακό, να σμίξουμε και να κάνουμε μαζί Πάσχα!
Η Λουκία έσφιξε τα χείλη και κούνησε
διακριτικά το κεφάλι της, να μην τη δει η κόρη της. Η μοναξιά της μάνας της στη
χωριό πάντα την απασχολούσε, μα μετά το θάνατο του πατέρα της, που δεν
είχε χρονίσει, κι ακόμα περισσότερο τώρα με την πανδημία, πολύ την προβλημάτιζε.
Κατάπιε με δυσκολία έναν κόμπο που είχε σταθεί στο λαιμό της και γύρισε προς άλλη
κατεύθυνση να κρύψει το δικό της δάκρυ από τη κόρη της.
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.1.2021
Νίκος
Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.1.2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου