Δευτέρα 13 Ιουλίου 2020

Εύθυμες ιστορίες του χωριού: Ο «Γρηγόρης» κι ο «Σταμάτης»!



     Πάντα μετρημένες οι κουβέντες του μπάρμπα-Θανάση σε όλη του τη ζωή. Όλοι στο χωριό του ήξεραν πως όταν άνοιγε το στόμα του να μιλήσει, θα έλεγε πάντα ή κάτι πολύ ζουμερό ή κάτι πολύ αστείο, αφού αντιμετώπιζε τη ζωή με φιλοσοφία και θυμοσοφία, αλλά και με ευθυμία.
     Δεν ήταν τακτικός θαμώνας στα καφενεία, μα όταν πήγαινε όλοι κάτι καλό περίμεναν ν’ ακούσουν από το στόμα του. Και το καλό αυτό ερχόταν κυρίως τις Κυριακές, μετά την εκκλησία, που ένα από αυτά ήταν στο δρόμο για το σπίτι του.  
     Έτσι, λοιπόν, κι αυτή τη φορά. Είχε λείψει κάμποσο καιρό από την παρέα του, αφού είχε πάει στην Αθήνα να ιδεί τα παιδιά του.  
     «Καλημέρα, λεβέντες», ήταν ο χαιρετισμός του, όπως πάντα, απευθυνόμενος σε γεροντότερους, συνομηλίκους και νεότερους θαμώνες, που άλλοι έπιναν κι άλλοι περίμεναν τον καφέ τους από τον καφετζή, μετά τον εκκλησιασμό της Κυριακής εκείνου του Σεπτέμβρη.
     «Καλώς το Θανάση» και «καλώς το μπάρμπα-Θανάση, ανταπέδωσαν όλοι, ανάλογα με την ηλικία τους.
     Αφού οι πρώτες ερωτήσεις για την υγεία των παιδιών του «τελείωσαν», δεν πέρασε πολλή ώρα και ο φίλος του, γείτονάς του, συμπολεμιστής του στη Μικρά Ασία και συνομήλικός του, ο μπάρμ’-Αλέκος, του είπε:
     «Για πες μας καμιά ιστορία από την Αθήνα», ρε Θανάση!».
     Επεκράτησε ησυχία, όλοι κρεμάστηκαν από τα χείλη του και σε λίγο εκείνος άρχισε, μ ε λίγα λόγια, όπως πάντα:
     «Πήγαινα να περάσω τη διασταύρωση κi ένας τροχονόμος μ’ έπιασε από το μπράτσο και με σταμάτησε.
      “Πού πάς, μπάρμπα;”, μου λέει. “Θες να σε σκοτώσει κάνα αυτοκίνητο; Το κόκκινο φανάρι δεν το είδες;”.
     “Μωρ’ εκείνο το είδα… Εσένα δεν είδα”, του είπα», τέλειωσε την ιστορία του χωρίς να γελάσει! Το τι έγινε, όμως, μέσα και έξω από το καφενείο από τα γέλια των άλλων, δεν λέγεται!  

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.7.2020
( Σύντομο βιογραφικό δείτε ΕΔΩ )


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου