Βρήκα
σε λεξικό το ρήμα «σβερκώνω» και
μπορώ να πω ότι εξεπλάγην, αφού αυτό αποτελεί λέξη της Πελοποννησιακής, κυρίως,
ντοπιολαλιάς. Το αναζήτησα και σε δύο μεγάλα λεξικά που έχω στη βιβλιοθήκη μου,
χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η κύρια σημασία του προέρχεται,
πιθανότατα, από τη λέξη «σβερκιά», που σημαίνει δυνατό χτύπημα στον αυχένα (στο
«σβέρκο»). Προφέρεται με το πρώτο γράμμα ως «ζ», όπως και όλες που αρχίζουν από «σ» και το δεύτερο είναι β,
γ, ή μ. Στο ουσιαστικό σβερκιά
οφείλει και τη σημασία του το ρήμα της ενεργητικής φωνής και δεν το συναντάμε
τόσο στον ενεστώτα ούτε σε πρώτο πρόσωπο, αλλά σε χρόνους του παρελθόντος και
του μέλλοντος, π.χ. σε σβέρκωσε, θα τον σβερκώσει.
Στη μέση-παθητική φωνή, όμως, η σημασία
του ρήματος είναι διαφορετική. Το «σβερκώνομαι»
έχει δύο έννοιες και τελείως διαφορετικές από το ενεργητικό ρήμα, αλλά και
διαφορετικές μεταξύ τους. Σημαίνει: 1:
πέφτω (από απροσεξία) στο έδαφος με σοβαρές συνέπειες και, 2: πέφτω/ξαπλώνω να κοιμηθώ ύστερα από μεγάλη κούραση
(σβερκώθηκα=κοιμήθηκα πολύ βαριά). Σε επιτακτική/προστακτική σημασία («πήγαινε
σβερκώσου») έχει την έννοια «πήγαινε κοιμήσου, (π.χ. να ησυχάσουμε από σένα)»,
(βαριά, σαν να είσαι πολύ κουρασμένος)! Επίσης, αποτελεί και κατάρα: Να
σβερκωθείς=να γκρεμιστείς, να τσακιστείς! Το συναντάμε και εδώ στη μέση φωνή,
σε δεύτερο και τρίτο πρόσωπο, όπως επίσης και σε χρόνους του παρελθόντος και
του μέλλοντος.
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 14.7.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου