Ήταν ανείπωτη η χαρά του Θοδωράκη, πολύ
καλού μαθητή στο λύκειο του χωριού του, που με τις πανελλήνιες εξετάσεις πέρασε
στην πρώτη σχολή της επιλογλης του. Και ήταν και η άλλη
χαρά πολύ μεγάλη, αυτή που τον έφερε στην πόλη για τις σπουδές του. Ναι, χαρά κι αυτή, αφού
το όνειρό να ξεφύγει από τη δύσκολη ζωή του χωριού έπαιρνε σάρκα και οστά. Ο πρώτος καιρός εκεί ελιχε περισσότερο ερευνητικό χαρακτήρα, αφού ο τρόπος και οι ρυθμοί ζωής δεν είχαν
καμία σχέση μ’ αυτές του χωριού του.
Δεν είχε περάσει ένας μήνας κι ένα απόγευμα ξεκίνησε να κάνει έναν μεγάλο
περίπατο στο φθινοπωρινό φόντο της πόλης, να ξεθολώσει κι από το διάβασμα, που από τις πρώτες
μέρες έβλεπε να επιβεβαιώνονται τα λόγια των καθηγητών του στο λύκειο: «Στα
πανεπιστήμια τα πράγματα δεν είναι εύκολα». Πλησιάζοντας στην κεντρική πλατεία,
μια γυναίκα, που το ντύσιμό της θύμιζε περισσότερο τσιγγάνα, τού έκλεισε το
δρόμο. Κράταγε στα χέρια της ένα δίσκο με κάμποσα κέρματα μέσα κι έλεγε στους περαστικούς:
«Κι εσείς κάτι για την κυρία Ασπασία…».
«Ποιός ξέρει τί πρόβλημα έχει η καημένη…», σκέφθηκε
ο Θοδωράκης κι έβαλε το χέρι στην τσέπη, πιάνοντας δυο-τρία κέρματα μικρής
αξίας από τις πενιχρές του οικονομίες-υστέρημα των γονιών του για τις
σπουδές του, και τα έριξε στο δίσκο.
Φτάνοντας στην πλατεία, είδε κόσμο
μαζεμένο, σ’ ένα μεγάλο «πηγαδάκι». Πλησίασε κι αυτός και «χώθηκε» ανάμεσά τους, να δει τί συμβαίνει. Ένα εύσωμος τσιγγάνος στο κέντρο του «πηγαδιού», κράταγε στο ένα χέρι ένα
ντέφι και στο άλλο ένα ρόπαλο, που θύμιζε εκείνο του Ηρακλή! Στη μέση του ήταν
δεμένο ένα σκοινί έξι-εφτά μέτρων και στην άλλη άκρη του δεμένη μια μεγάλη
καφετί αρκούδα. Σε κοντινή απόσταση από τον τσιγγάνο κι ένα κασετόφωνο που έπαιζε τσιφτετέλια.
«Ασπασία! Δεν χορεύεις και με στενοχωράς!
Μου φαίνεται θα σου ξεναμετρήσω τα παΐδια με το ρόπαλο», ακούστηκε να της λέει
με τη βροντώδη φωνή του ο τσιγγάνος!
Ο Θοδωράκης κούνησε το κεφάλι του και ψέλλισε:
«Την
πάτησα σαν αγράμματος...»!
Στο πρώτο γράμμα που έγραψε στους δικούς
του στο χωριό, τους περιέγραψε και το πάθημά του, βάζοντας στο τέλος και
κάμποσα θαυμαστικά!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.11.2019
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου