Παραμονές Χριστουγέννων και η χαρά
απερίγραπτη! Πέρα από την πολύ ευχάριστη αναμονή των γιορτών εκείνης της
χρονιάς, τις σχολικές διακοπές, που δεν τις μετράγαμε πλέον σε ημέρες, αλλά σε
ώρες, το εορταστικό κλίμα ερχόταν ολοένα και πιο κοντά. Τα χιόνια είχαν σκεπάσει όλο το χωριό και
συνέχιζε να ρίχνει ασταμάτητα. Το ψιλό αεράκι που στροβίλιζε παιχνιδιάρικα
μεγάλες και μικρές χιονονιφάδες, πραγματικά σου τρύπαγε το πρόσωπο και το κρύο
σου έκοβε την αναπνοή. Υπόκουφα μέσα στη γαλήνη του χιονιού ακούγονταν οι
κουβέντες των συγχωριανών που έβγαιναν για λίγο, ντυμένοι σαν κρεμμύδια.
Κάποιες δουλειές έπρεπε να γίνουν, έστω και βιαστικά.
- Μου
φαίνεται πως θα κάνετε νωρίτερα διακοπές για τα Χριστούγεννα φέτος. Αύριο δεν
πιστεύω να έχει σχολείο με τέτοιο χιόνι,
μας είπε ο παππούς. λίγο μετά που ταχτοποίησαν με τον πατέρα τα πρόβατα.
- Θα
πάμε οπωσδήποτε! Δεν γίνεται να χάσουμε τη σχολική γιορτή! Θα πούμε και τα
ποιήματά μας, απάντησα για λογαριασμό και της αδελφής μου.
Η μάνα με τη νόνα (τη γιαγιά) είχαν
επιδοθεί από νωρίς το απόγευμα να φτιάξουν τα γλυκά. «Στα πόδια» τους κι εμείς,
ανακατεύοντας το ζυμάρι, αλευρωμένοι στα χέρια στο πρόσωπο και στα ρούχα,
συμμετέχοντας με τον τρόπο αυτό στο εορταστικό κλίμα του σπιτιού. Που έννοια
για διάβασμα τέτοιες μέρες και τέτοιες ώρες! Και η μάνα και η νόνα, εκεί που
τάχα μας μάλωναν να μην γεμίζουμε τον κόσμο αλεύρια και ζυμάρια, εκεί
σιγοψιθύριζαν μαζί μας τα κάλαντα και Χριστουγεννιάτικα τραγούδια που είχαμε
μάθει στο σχολείο κι από εμάς τα είχαν μάθει και οι ίδιες.
Αξεπέραστη η τέχνη της μάνας στο άνοιγμα
του φύλλου για το μπακλαβά, αξεπέραστη και της νόνας στο χαλβά. Η κάθε μία
έφτιαχνε το δικό της, παράλληλα όμως βοηθούσε και την άλλη. Μοσχομύρισε το
σπίτι από το καβούρντισμα του αλευριού! Σε λίγο γέμισαν και τα ταψιά με τα
φύλλα της μάνας και το τριμμένο καρύδι, την κανέλλα, το γαρύφαλλο και ό,τι άλλο απαιτούσε η
παραδοσιακή συνταγή του μπακλαβά, που όλα μαζί έδιναν κι αυτά τη δική τους γιορτινή μοσχοβολιά.
Σε λίγο η μάνα άναψε του φούρνο στη γωνιά
της αυλής του σπιτιού και ο καπνός του έβαζε τη δική του πινελιά στην
εορταστική ατμόσφαιρα. Μέσα-έξω μαζί με τη νόνα τού έβαζαν ξύλα μέχρι να καεί,
μέσα έξω κι εμείς, έτσι που να μη χάσουμε στιγμή απ’ όλο το τελετουργικό. Χιόνι;
Κρύο; Αέρας; Ούτε που τα «ακούγαμε»! Σάμπως δίναμε και σημασία στις φωνές της
μάνας και την νόνας να μείνουμε μέσα στο σπίτι για να μην κρυώσουμε;
Στην ώρα τους βγήκαν και τα δυο μεγάλα ταψιά
με το μπακλαβά για το φούρνο: Στο ένα χέρι την ομπρέλα η μάνα και στο άλλο το
πρώτο ταψί. Αμέσως μετά και δεύτερο «δρομολόγιο» μέσα στο σπίτι κι ύστερα τρίτο, τα έβαλε να ψηθούν και τον έκλεισε καλά.
- Να έχουμε το νου μας. Άμα θα μυρίσουνε θα
είναι έτοιμα και πρέπει να τα βγάλουμε, είπε στη νόνα.
Νέες, λαχταριστές μοσχοβολιές στην αυλή, στο σπίτι και σε όλη τη γειτονιά, μόλις άνοιξε ο φούρνος και τα σάλια να τρέχουν! Και σε λίγο το μέλωμα, με τα πρώτα μακρόσυρτα «μμμμμμ!» απόλαυσης, από τις πρώτες δοκιμές σε κάποιες γωνίτσες του ταψιού πού «περίσσευαν», ήταν η επιβράβευση στις άξιες
νοικοκυρές του σπιτιού από τον εαυτό τους! Σ' εμάς τα παιδιά, μεγαλύτερο, κανονικό κομμάτι, μεγαλύτερη και η απόλαυση!
- Γειά στα χέρια σας, γυναίκες! Και του
χρόνου! Καλά Χριστούγεννα, ευχήθηκε ο παππούς λίγο αργότερα, με το που έβαλε το γλυκό στο στόμα του! Δεν πιστεύω να είναι με βούτυρο και κολαστούμε; ρώτησε.
- Βοηθήσαμε κι εμείς, είπε η αδελφή μου,
που ως η μικρότερη της παρέας, μάλλον ένοιωθε ότι η συμμετοχή μας δεν αναγνωρίστηκε!
- Με λάδι είναι, πατέρα, από το φετινό,
που πήραμε από το λιτρουβιό (ελαιοτριβείο), απάντησε η μάνα.
- Να κάνουμε καλό κουμάντο. Τα παιδιά που
θα έρχονται για τα κάλαντα να τα φιλεύουμε χαλβά που γίνεται εύκολα και
γρήγορα. Το μπακλαβά που έχει και περισσότερη δουλειά, να τον έχουμε για τους μεγάλους που θα μπαινοβγαίνουνε στο
σπίτι τις γιορτές, είπε η νόνα στη μάνα κι εκείνη κούνησε καταφατικά το κεφάλι
της, συμφωνώντας μαζί της.
Δυο μέρες που απόμεναν πέρασαν γρήγορα και
πριν ακόμα ξημερώσει το πρωινό της παραμονής των Χριστουγέννων, μας ξύπνησαν τα
πρώτα κάλαντα που ακούστηκαν στην πόρτα. Τιναχτήκαμε σαν λάστιχα από το κρεβάτι
με την αδελφή μου, γιατί είχαμε αργήσει! Έπρεπε ήδη να έχουμε συναντηθεί με την
παρέα μας, για να «φέρουμε βόλτα» κι εμείς το χωριό, μεταφέροντας από σπίτι το
άγγελμα του ερχομού της μεγάλης γιορτής, αλλά και για το πολυαναμενόμενο χαρτζιλίκι μας. Σύμφωνα με τους υπολογισμούς μας και
πέρα από τα κεράσματα σε γλυκά, θα μαζεύαμε αρκετά πενηνταράκια και δραχμές.
Ετοιμαστήκαμε γρήγορα-γρήγορα και μέχρι να
περάσουμε τρέχοντας το κατώφλι, άλλες δυο τρεις παρέες είχαν έρθει να μας τα πουν.
Οι προτροπές των γονιών και των παππούδων να είμαστε προσεκτικά, ακούστηκαν
κάμποσες φορές.
Αφού ανταμώσαμε με τ' άλλα δύο παιδιά της παρέας μας και είχαμε
περάσει από τα περισσότερα σπίτια του χωριού, κόντευε να μεσημεριάσει. Κάναμε
τη «μοιρασιά» λίγο πιο πέρα από το τελευταίο σπίτι που «τα είπαμε» και με
ικανοποίηση είδαμε ότι έβγαιναν κάτι παραπάνω από δεκαπέντε δραχμές στον καθένα
μας!
Φτάνοντας στο σπίτι μας, με απορία είδαμε τρία άλλα
παιδιά να πετροβολούν με θυμό τη μάντρα του γείτονα και να τον βρίζουν, λίγο πιο κει από την μεγάλη αυλόπορτα και σε «απόσταση ασφαλείας». Έτσι, τουλάχιστον νομίσαμε, γιατί πλησιάζοντας διαπιστώσαμε ότι δεν πέταγαν πέτρες, αλλά…
χαλβά, και με τη δύναμη που χτύπαγε επάνω, κόλλαγε στον τοίχο κι έμενε εκεί!
- Γιατί το κάνετε αυτό; ρώτησα.
Πιθανόν με την αιφνιδιαστική παρουσία μας να ένοιωσαν περισσότερο την ανάγκη να «απολογηθούν», αφού… τα είχαν βάλει με το
γείτονα. Απάντησε με θυμό και αγανάκτηση για λογαριασμό τους ο μεγαλύτερος της
παρέας, συνομήλικός μου και συμμαθητής μου, ο Θάνος:
- Ακούς εκεί! Τόσους μπακλαβάδες φτιάξανε
στα σπίτια αυτές τις μέρες και σ’ εμάς ούτε ένα κομματάκι για δείγμα! Τους φυλάνε να
φιλεύουνε τους μεγάλους! Σ’ εμάς πού και πού κάνα πενηνταράκι κι από έναν χαλβά
κι αυτόν με το ζόρι!
Κοιταχτήκαμε
με την αδελφή μου, κάνοντας την ίδια σκέψη: Ότι μαζί με τους κολλημένους
χαλβάδες στον τοίχο, ήταν κι εκείνοι που κεράστηκαν στο δικό μας σπίτι! Τους
δείξαμε χαμογελώντας κι εμείς αυτούς που κρατάγαμε σ’ ένα αλουμινένιο πιάτο και δεν χώραγε
άλλους, - φιλέματα από συγχωριανές νοικοκυρές για τα κάλαντα - και χαμογέλασαν
μαζί μας!
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος 7.12.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου