Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2018

Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι του χωριού


     (To βιωματικό αυτό αφήγημα συμπεριλαμβάνεται στο συλλογικό βιβλίο «Χειμωνιάτικες βραδιές στο τζάκι», των εκδόσεων «Άπειρος Xώρα», που εκδόθηκε στην αρχή του χειμώνα του 2016. Θεωρώντας ιδιαίτερα τιμητικό το κάλεσμα του Εκδότη κ. Σωκράτη Βασιλείου για τη συμμετοχή μου στο βιβλίο αυτό, ένοιωσα την ανάγκη να εκφραστώ με το κείμενο που ακολουθεί, σαν μικρό αφιέρωμα στη μνήμη των Ηπειρωτών που γνώρισα στα παιδικά μου χρόνια στο χωριό μου, όπου άφησαν ανεξίτηλη τη σφραγίδα του πολιτισμού τους και του πολιτισμού του τόπου τους. Το αφήγημα δημοσιεύθηκε, επίσης,  σε πέντε συνέχειες και στο έγκριτο μηνιαίο περιοδικό «Ήπειρος Άπειρος Χώρα», τεύχη 195-199).


Το εξώφυλλο του βιβλίου

    Έπιασε βροχή με το που γυρίσαμε από την εκκλησία με τη μάνα, εκείνο το απόγευμα στις πέντε του Δεκέμβρη του 1969. Ξημέρωνε του αγίου Νικολάου και είχαμε πάει στον εσπερινό τη λειτουργιά, όπως λέμε και στον τόπο μας το πρόσφορο. Την είχε φτιάξει με περισσή φροντίδα η νόνα την προηγούμενη μέρα. Άλλαξε γρήγορα-γρήγορα η μάνα, κατέβασε για λίγο το φαΐ από τη φωτιά, έβαλε περισσότερα ξύλα και νερό να ζεστάνει στη μεγάλη αλουμινένια κατσαρόλα, για να μας λούσει στην τσίγκινη σκάφη. Την ίδια ώρα άρχισε και η γκρίνια μας με την αδελφή μου, όπως κάθε φορά που ήτανε να πλυθούμε. Τάχα ντρεπόμαστε τη νόνα, τάχα κρυώναμε, τάχα δεν είμαστε λερωμένα… Τι να έκανε και η καημένη η νόνα; Έβαλε μια χοντρή ζακέτα στην πλάτη της και πήγε στο άλλο δωμάτιο μέχρι να τελειώσουμε.
    Άρχισε σε λίγο η διαδικασία, που συνοδεύτηκε από κλάματα, τσιρίδες, φωνές και γέλια μαζί, όπως και κάθε φορά που επαναλαμβανόταν! Άλλοτε γιατί το νερό δεν ήταν καλά αραιωμένο κι έκαιγε, άλλοτε επειδή ήταν κρύο, άλλοτε επειδή πήγε σαπούνι στα μάτια, κι άλλοτε από τα παιχνίδια με τις σαπουνόφουσκες… Μέχρι που έσκαζε καμιά ψιλή από την παλάμη τη μάνας στον ποπό και μας επανέφερε στην… τάξη, για λίγο όμως!          
    Αμέσως μετά το σκούπισμα με την πετσέτα, που είχε ζεστάνει η μάνα στη φωτιά, αρχίσαμε να φοράμε τα καθαρά μας ρουχαλάκια, ζεσταμένα κι αυτά βιαστικά, αλλά με πολλή στοργή από τα χέρια της. Η αδελφή μου πλύθηκε πρώτη και μέχρι να τελειώσω κι εγώ ήταν με τη γιαγιά. Αντί να ντυθώ γρήγορα-γρήγορα μετά το μπάνιο, είχα μείνει με το πάνω και το κάτω εσώρουχο και μύριζα τα καθαρά ρούχα! Τα έφερνα το ένα μετά το άλλο με τα χέρια μου στο πρόσωπό μου κι έχωνα τη μύτη μου μέσα, ρουφώντας κι απολαμβάνοντας με τα μάτια κλειστά τη μοσχοβολιά του πράσινου σαπουνιού, που είχε μείνει από το πλύσιμο! Οι επαναλαμβανόμενες συμβουλές της μάνας να ντυθώ γρήγορα για να μην κρυώσω έπεφταν στο κενό, μέχρι που πέσανε άλλες κάνα δυο ψιλές στον ποπό, στην πραγματικότητα χάδια κι αυτές, και συμμορφώθηκα! 
    Μυημένα με τον καλύτερο τρόπο από τους γονείς και τους παππούδες κι εμείς τα παιδιά στην αυξημένη προσοχή να μη χαθούν τα φυλαχτάρια μας, τα λύναμε με προσοχή από το φανελάκι που βγάζαμε και τα δέναμε, πάλι με προσοχή, στο καθαρό που θα φοράγαμε μετά το πλύσιμο. Άγραφος και απαράβατος ο νόμος για το σεβασμό στον ιερό αυτό φύλακά μας, που μας προστάτευε από την επιβουλή κάθε κακού πνεύματος. Περιείχε διάφορες ευλογίες, όπως λιβάνι, λουλούδια και κερί από τον Επιτάφιο, χώμα από το ιερό εκκλησίας, ψίχουλα από αντίδωρο, βαμβάκι με λάδι καντηλιού ή ευχέλαιο κλπ.
     Η επόμενη εντολή, πάγια κι αυστηρά επαναλαμβανόμενη μετά από κάθε λούσιμο και άλλαγμα, ήταν η απαγόρευση εξόδου από το σπίτι, μέχρι την επόμενη μέρα το πρωί που θα ξημέρωνε καλά! Ούτε και στα σκαλοπάτια δεν επιτρεπόταν! Αν έπρεπε να βγούμε οπωσδήποτε για την ανάγκη μας, θα μας συνόδευε απαραίτητα κάποιος μεγάλος και όχι πολύ μακριά από την πόρτα του σπιτιού.
     Η μάνα ξανάβαλε το φαΐ στη φωτιά να συνεχίσει το βράσιμο, μάζεψε όπως-όπως τη σκάφη και τα ρούχα μας, για να τα μαζέψει καλύτερα η νόνα που ήλθε από το δίπλα δωμάτιο. Εκείνη βγήκε να βοηθήσει τον πατέρα, που μόλις είχε γυρίσει κι αυτός από το χωράφι. Έπρεπε να βάλουν σανό στις ταΐστρες στο μαντρί, γιατί με τη βροχή τα πρόβατα θα γύριζαν νωρίς από τη βοσκή. Εμείς ταχτοποιήσαμε προσεκτικά πάνω στο μπαούλο τα ρούχα μας τα γιορτινά. Τα είχαμε βγάλει όπως-όπως με το που γυρίσαμε από τον εσπερινό κι αν έμεναν έτσι θα τσαλακώνονταν. Την άλλη μέρα το πρωί θα τα ξαναφορούσαμε να πάμε πάλι στην εκκλησία που ήταν και η γιορτή μου. Θα κοινωνούσαμε κιόλας κι έπρεπε όλα να είναι περισσότερο προσεγμένα και καθαρά.
    Κάτσαμε με την αδερφή μου στο τζάκι, έντεκα χρονών εγώ κι εφτά εκείνη. Απέναντί μας καθόταν η νόνα και πότε έβαζε ξύλα στη φωτιά, πότε ανακάτευε τη φασολάδα, χωρίς λάδι, που κόντευε να βράσει. Σαρακοστή των Χριστουγέννων, θα κοινωνούσαμε και το πρωί με την αδελφή μου και η τριήμερη νηστεία στο λάδι ήταν νόμος απαράβατος. Μεγάλη μέρα ξημέρωνε, αργία τότε του αγίου Νικολάου, κι από την ώρα που χτύπησε η καμπάνα για εσπερινό, η νόνα παράτησε το πλέξιμο της μάλλινης φανέλας για τον πατέρα και δεν είχε τι να κάνει τα χέρια της. Μια τα σταύρωνε πάνω στα γόνατά της, μια έλυνε το σκούρο μαντήλι της για να το ξαναδέσει καλύτερα.
-   Νόνα, γιατί έφτιασες εσύ τις λειτουργιές και όχι η μάνα; Αφού εκείνη ζυμώνει πάντα το ψωμί, μού ήρθε και τη ρώτησα.
    Η νόνα ξεροκατάπιε, σαν να μην ήξερε τι να πει. Πέρασε λίγη ώρα σιωπής.
-   Νόνα, δεν μου απάντησες!
-   …Άμα μεγαλώσεις θα μάθεις…
-   Δηλαδή, τι θα μάθω;
-  …Τα πρόσφορα τα φτιάχνουν οι μεγάλες γυναίκες που είναι περισσότερο καθαρές…, είπε με επιφύλαξη και ντροπή.
-   Γιατί, η μάνα δεν είναι καθαρή;
-   …Αφού τόσες μέρες έσκαβε στο χωράφι και δεν πρόλαβε να πλυθεί…
-   Μα αφού στα χέρια πλένεται καλά..
-   Δεν φτάνει μόνο στα χέρια. Πρέπει και όλο το σώμα να είναι καθαρό. Η λειτουργιά που θα πάει πάνω στην Αγιά Τράπεζα και θα την ευλογήσει ο παππάς και θα γίνει το Σώμα του Χριστού, πρέπει να είναι από πολύ καθαρή γυναίκα.
   Δεν μπορώ να πω πως με κάλυψαν απόλυτα οι απαντήσεις της, απλά αρκέστηκα σ’ αυτές. Αμέσως, όμως, σειρά είχε η επόμενη απορία, που όσες φορές κι αν είχα ρωτήσει μέχρι τότε, αλλά και πολλές άλλες αργότερα, δεν πήρα μια απάντηση που να μ’ έπειθε.
-   Και γιατί, νόνα, δεν κάνει να βγούμε έξω όταν λουστούμε κι αλλάξουμε;
-   Δεν σας έχω πει ένα σωρό φορές;
-   Μας έχεις πει πως μπορεί να μας πειράξουν οι νεράιδες ή άλλα ξωτικά…
-   Ναι!
-   «Ναι», αλλά εγώ το βρίσκω χαζό!
-   Όταν ακούς για τέτοια πράγματα να κάνεις το σταυρό σου και να μη ρωτάς πολλά, μού είπε χαμηλόφωνα!
   Χιλιοειπωμένη αυτή η στερεότυπη απάντηση «να κάνεις το σταυρό σου και να μη ρωτάς πολλά», η κουβέντα σταμάταγε πάντα εκεί και η απορία έμενε απορία. Η πιθανότητα κρυολογήματος μετά το πλύσιμο, ειδικά τους χειμερινούς μήνες, είναι πάντα μεγάλη. Μα και το καλοκαίρι η απαγόρευση ήταν ίδια. Μπορεί να δοθεί και εδώ μια εξήγηση: Ολόκληρη διαδικασία το μπάνιο εκείνης της εποχής! Αν αμέσως μετά βγαίναμε και γινόμαστε «γουρουνάκια» από το παιχνίδι στα χώματα, δώρον άδωρον όλη η φασαρία! Ίσως, λοιπόν, να λεγόταν στα παιδιά και ως εκφοβισμός αυτή η απαγόρευση. Έχω την εντύπωση, όμως, πως οι γονείς και οι παππούδες την πίστευαν ατόφια, όπως την έλεγαν. Τουλάχιστον οι περισσότεροι. Γι’ αυτό και σχεδόν πάντα μετά το μπάνιο και το άλλαγμα των παιδιών θυμιάτιζαν.
     Αργία, λοιπόν, και δεν είχαμε έννοιες για διάβασμα για την άλλη μέρα! Ρίξαμε μόνο μια βιαστική ματιά, εγώ στο κείμενο του θεατρικού «άγια νύχτα» και η αδελφή μου στο μικρό ποίημα της, που μας είχαν δώσει το πρωί οι δάσκαλοί μας να τα μάθουμε απέξω για τη Χριστουγεννιάτικη σχολική γιορτή. Από την επόμενη του αγίου Νικολάου θα ξεκινάγαμε να φτιάχναμε τα σκηνικά, θ’ άρχιζαν και οι πρόβες και… πάει το διάβασμα! Μύριζαν πλέον γιορτές, μύριζαν Χριστουγεννιάτικες διακοπές!
     Δεν άργησαν οι πρώτες μικροαψιμαχίες με την αδελφή μου με το που ξανακαθίσαμε στο τζάκι, αφού άρχισαν οι διαφωνίες και οι ζαβολιές στο παιχνίδι μας «το δαχτυλίδι», με τις παλάμες. Μας είχε αναζωογονήσει και το μπάνιο και είχαμε ζωηρέψει! Τη νόνα πάντα την ενοχλούσαν οι φωνές, μα κι αν μας μάλωνε, μας γλυκομάλωνε, ακόμα κι όταν το παρακάναμε. Μας έκανε παρατήρηση δυο-τρεις φορές, χαμηλώναμε για λίγο τους τόνους, μα και πάλι οι φωνές μας δυνατές. 
-   Σσσσς! Θα σας πω για τον άγιο Νικόλαο που γιορτάζει αύριο, μας είπε κι έκανε το χαρακτηριστικό  νεύμα με το δείκτη του δεξιού χεριού της στο στόμα.
    Πάντα μας άρεσαν οι βίοι των αγίων που ακούγαμε από τη νόνα, όπως μας άρεσαν και τα παραμύθια της. Αν και αγράμματη, μόνο το «ο» και το «α» μπορούσε να γράψει, κι αυτά με δυσκολία, ήξερε πολλά παραμύθια και τους βίους πολλών αγίων, μα το κυριότερο ήταν που είχε έναν τρόπο να μας σαγηνεύει με το λόγο της! Φαίνεται πως αυτό το είχε καταλάβει η συγχωρεμένη η νονούλα μας και το είχε και σαν… όπλο στα δύσκολα! Αν δεν μπορούσε με άλλον τρόπο να μας τιθασεύσει, «επιστράτευε» τους βίους των αγίων και πάντα την ακούγαμε καθηλωμένα! Πιο συχνά μας έλεγε για τον άγιο Μόδεστο, που μάλλον ήξερε καλύτερα. Τον είχαμε μάθει απέξω κι εμείς και τη διορθώναμε ακόμα και στο «και» που ξέχναγε! Χρειάστηκε να περάσω τα τριάντα να καταλάβω γιατί αυτή η «αδυναμία» της στον άγιο Μόδεστο: ήταν ένας από τους προστάτες αγίους των ζώων, τα οποία πραγματικά τα λάτρευε, αλλά και το κύριο εισόδημα της οικογένειάς μας από τα ζώα προερχόταν.
     Άρχισε, λοιπόν, να λέει πως ο άγιος Νικόλαος είναι μεγάλος άγιος και προστατεύει τους ναυτικούς στις θάλασσες. Κάθε καράβι απαραίτητα έχει την εικόνα του στο εικονοστάσι του κι όταν οι ναυτικοί αντιμετωπίζουνε κίνδυνο, απ’ αυτόν ζητάνε βοήθεια. Μια φορά ο διάβολος που είχε μεταμορφωθεί σε γριούλα, είχε δώσει στον καπετάνιο ενός καραβιού ένα μπουκάλι λάδι, ν’ ανάψει τα καντήλια στον τάφο του αγίου, όταν έφτανε εκεί. Το λάδι όμως ήταν μαγεμένο και ο διάβολος ήθελε μ’ αυτό να κάνει κακό στο καράβι και στους ταξιδιώτες. Τότε παρουσιάστηκε ο ίδιος ο άγιος Νικόλαος στον καπετάνιο και τον διέταξε να πετάξει το λάδι στη θάλασσα. Εκείνος υπάκουσε και με το που το πέταξε, η θάλασσα πήρε φωτιά! Αμέσως ο άγιος την έσβησε και το καράβι έφτασε με ασφάλεια στο προορισμό του.
    Ξεχάσαμε το παιχνίδι μας και τη γκρίνια μας και οι ερωτήσεις έπεφταν βροχή: «Νόνα, πώς είναι η θάλασσα;», «πώς είναι τα κύματα» …
-   Κι εγώ τη θάλασσα από μακριά την έχω δει! Είναι σαν ένα πολύ μεγάλο ποτάμι και στα νερά της ταξιδεύουνε τα καράβια!
-   Ένα μεγάλο καράβι είναι σαν το σπίτι μας, νόνα;
-   Και δέκα και είκοσι φορές μεγαλύτερο!
-   Πω! Πω!... Νόνα, έχουνε εικονοστάσι τα καράβια;
-   Και βέβαια έχουνε. Και εκκλησία έχει το καράβι άμα είναι πολύ μεγάλο.
-   Πω! Πω! Πωωωω!!!
-   Και πώς έγινε και πήρε φωτιά η θάλασσα, νόνα; Αφού το νερό δεν καίγεται!...
-   Ο διάβολος έχει τέτοια μεγάλη δύναμη, μέχρι που μπορεί και στη θάλασσα να βάλει φωτιά! Ο άγιος, όμως, έχει μεγαλύτερη και τη σβήνει!
-   Τόσο μεγάλη δύναμη έχει ο διάβολος που μπορεί να βάλει φωτιά στο νερό; ξαναρώτησα.
Περισσότερα δεν ξέρω… Ούτε γράμματα ξέρω. Κι εγώ από άλλους που τα έχουνε διαβασμένα τα έχω ακούσει. Μην λέμε όμως συνέχεια τ’ όνομά του του τρικέρη! Είναι σαν να τον φωνάζουμε να ’ρθει κι εδώ! Μόνο κάντε το σταυρό σας, γιατί μόνο έτσι φεύγει. Για το Χριστό, την Παναγία και τους Αγίους πρέπει να λέμε, που είναι το ίδιο σαν να προσευχόμαστε. Αυτό να κάνετε και σταυροκοπήθηκε. Κοιταχτήκαμε φοβισμένα με την αδελφή μου και κάναμε κι εμείς το σταυρό μας.
     Αν και η βροχή δυνάμωνε όσο βράδιαζε και ο ήχος της ακουγόταν σαν γλυκονανούρισμα στη σκεπή του σπιτιού, ένας άλλος ήχος, γνώριμος και καθημερινός τον ξεπέρασε για μια στιγμή. Ήταν ο γδούπος από το μεγάλο δεμάτι τα ξύλα που πέταξε από την πλάτη του στη γη ο παππούς. Έφερνε κάθε βράδυ κι από ένα για το τζάκι, γυρνώντας με τα πρόβατα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά που άνοιξε την πόρτα και μπήκε στο σπίτι, βρεγμένος από την κορυφή μέχρι τα νύχια.
-   Κάντε λίγο πέρα να ζεσταθώ και ν’ αλλάξω, μας είπε επιτακτικά.
-   Ε, μωρέ χριστιανέ μου κι εσύ! Με τέτοια βροχή ήταν ανάγκη να φέρεις και ξύλα;
-   Τί να τα έκανα; Αφού τα είχα μαζέψει! Να τ’ άφηνα να τα φέρω αύριο ή μεθαύριο; Θα τα βρίσκανε άλλοι έτοιμα και θα τα παίρνανε για το δικό τους τζάκι!
    Η νόνα κατέβασε το φαΐ από τη φωτιά να ζεσταθεί καλύτερα ο παππούς, του έφερε ρούχα κι εμείς πήγαμε στο άλλο δωμάτιο μέχρι ν’ αλλάξει. 
     Ο πατέρας και η μάνα καθυστέρησαν μέχρι να τακτοποιήσουν τα ζωντανά. Με το που γύρισαν είχε γίνει και το φαΐ, είχε ζεσταθεί κι ο παππούς και όλα ήταν έτοιμα να φάμε. Η μάνα έφερε κι έβαλε το σοφρά, έστρωσε επάνω το μεσάλι και σέρβιρε, πρώτα τον παππού, μετά τη νόνα, τον πατέρα, σ’ εμάς τα παιδιά και τελευταίο δικό της.
-   Δόξα Κυρίου! Αύριο με καλό!, είπε ο παππούς κι έκανε το σταυρό του.  
-   Αμήν, απάντησαν οι γονείς και η νόνα, κάναμε όλοι το σταυρό μας κι αρχίσαμε να τρώμε. Ποιο παιδί, όμως, τρώει εύκολα φασόλια χωρίς λάδι! Η πείνα το έκανε ανάγκη και μαζί με το ψωμί που είχε βάλει ο πατέρας στη φωτιά να καψαλιστεί, ήταν πεντανόστιμα! 
     Ήταν σχεδόν «στερεότυπα» τα βράδια του χειμώνα στο σπίτι μας, όταν δεν είχαμε κάνα μουσαφίρη: Καθισμένοι στα σκαμνάκια τους ο καθένας οι μεγάλοι κι εμείς τα παιδιά οκλαδόν, σχηματίζαμε ένα πέταλο μπροστά και γύρω στο τζάκι. Η θέση μας ήταν συγκεκριμένη, μιας και μας βόλευε καλύτερα εκεί. Μετά το φαΐ, που έπαιρνε τελετουργικό χαρακτήρα, ό παππούς έκανε κάνα δυο τσιγάρα, λέγανε διάφορα με τον πατέρα για το πώς πήγαν οι δουλειές της ημέρας και για το τι θα έκαναν την επόμενη. Κι αν το φαΐ ήταν καλό, ήταν και η ατμόσφαιρα πανηγυρική! Το συνόδευε απαραίτητα τότε κι ένα ποτήρι κρασάκι από το βουτσί στο κατώι. Αφού τέλειωναν αυτές οι κουβέντες, πολύ συχνά ο παππούς θα έλεγε κάποια ιστορία από τον πόλεμο. Ποτέ μου δεν χόρταινα τις αφηγήσεις του, αν και τότε πολλές μου φαίνονταν υπερβολικές σαν τις άκουγα, π.χ. ότι κοιμόντουσαν με τα ρούχα, τα παπούτσια και το όπλο αγκαλιά!
     Ο παππούς είχε λάβει μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους και στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο μαζί με άλλους Καλαβρυτινούς, φτάνοντας μέχρι την Οδησσό της Ρωσίας. Δέκα ολόκληρα χρόνια μακριά από το σπίτι του, μέσα στις κακουχίες και στη φωτιά του πολέμου! Και με πόσο δικαιολογημένο καμάρι έλεγε και ξανάλεγε αυτές τις ιστορίες του, που τις είχαμε μάθει όλοι μας απέξω! Μα και όταν έσμιγε με παλιούς συμπολεμιστές του, εκεί πραγματικά θαύμαζες περισσότερο! Εξιστορούσε ο καθένας τα δικά του και μέθαγαν από υπερηφάνεια! Μια φορά, μάλιστα, όπως έλεγαν άλλοι θαμώνες του καφενείου που ήσαν κι αυτοί μαζί, πριν φύγουνε για τα σπίτια τους σηκώθηκαν και οι τέσσερις όρθιοι και σε στάση προσοχής είπανε τον εθνικό ύμνο! Μπορεί και το λίγο κρασάκι παραπάνω να τους συνεπήρε περισσότερο τα συναισθήματα, αλλά ανάγκασαν και όλους τους άλλους να σηκωθούν από τις καρέκλες τους και να μείνουν σε στάση προσοχής!
     Δίπλα στο τζάκι, οι περισσότερες βραδινές αφηγήσεις του με νανούριζαν. Κι αν ήμουν πολύ κουρασμένος, ξάπλωνα στο δικό του κρεβάτι με το μεγάλο και σκληρό μαξιλάρι που είχε υφαντή μαξιλαροθήκη και ήταν η καλύτερή μου! Κάτι φορές ερχότανε και η αδελφή μου και φώλιαζε μαζί μου. Η μάνα έφερνε μια υφαντή κουβέρτα και μας σκέπαζε, μέχρι την ώρα που θα κοιμόταν ο παππούς. Τότε μάς έπαιρνε προσεκτικά στην αγκαλιά της να μην ξυπνήσουμε και μας πήγαινε στο κρεβάτι μας. Κι όπως καταγράφονται ανεξίτηλα στη μνήμη μας τα παραμύθια της γιαγιάς, έτσι κι εγώ κρατάω αξέχαστες τις ιστορίες του παππού μου. Τι για την απελευθέρωση, των Γιαννιτσών, του Μπιζανίου, των Ιωαννίνων και της Σαλονίκης, τι για τη μάχη του Σαρανταπόρου που είχε πολεμήσει κι εκεί, τι για το θωρηκτό Αβέρωφ, τι για τα Δαρδανέλια, τι για τους κινδύνους που αντιμετώπισε και στη Μικρασία, τι για τη Ρωσία με την επανάσταση των μπολσεβίκων και πολλά ακόμα.   
    Μάζεψε γρήγορα-γρήγορα η μάνα τα πιάτα, την κατσαρόλα και το σοφρά μόλις φάγαμε για να μας βάλει να κοιμηθούμε και να γυρίσει μετά να τα πλύνει.
-     Έλα, λεβεντάκο μου! Έλα κι εσύ, κοπελάρα μου! Τα κρεβάτια είν’ έτοιμα! Ελάτε να κοιμηθείτε! Αύριο θα σηκωθούμε νωρίς να πάμε στην εκκλησία που γιορτάζεις, Νικολάκη! Θα κοινωνήσετε κιόλας και πρέπει να είστε ξεκούραστα!
     Πού να σηκωθώ εγώ, όμως, κι ας με τράβαγε κι η αδελφή μου που νύσταζε! Περίμενα ν’ ακούσω ιστορίες του παππού, κι ας τις είχα ακούσει ξανά και ξανά. Μα κι αν εκείνος δεν άρχιζε, είχα τον τρόπο μου: έβαζα τον πατέρα, μιλώντας του με το βλέμμα, έτσι που μόνο εκείνος μπορούσε να καταλάβει, αφού είχαμε τους δικούς μας κωδικούς επικοινωνίας. Κι ο πατέρας ποτέ δεν μου χάλαγε χατίρι! Έδινε αυτός την αφορμή στον παππού να ξεκινήσει! Έτσι κι εκείνο το βράδυ, παραμονή του αγίου Νικολάου, προσπαθούσα να στείλω στον πατέρα το… μήνυμα.
     Ξαφνικά, ακούστηκε δυνατά η πόρτα: τακ, τακ, τακ! Προφανώς ο απρόσκλητος επισκέπτης τη χτύπησε με κάποιο ξύλο ή τη μαγκούρα του, μήπως και δεν ακούσουμε από τη βροχή. Όλοι κοιτάχτηκαν με απορία, αφού κανέναν δεν περιμέναμε. Ποιος θα έβγαινε από το σπίτι του με τέτοιον καιρό να ’ρθει στο δικό μας; Η μάνα έτρεξε ν’ ανοίξει.
-    Καλησπέρα, κυρά Χρήσταινα!
-    Καλώς τους..., απάντησε, και το καλωσόρισμά της, η στάση της και η έκφραση του προσώπου της δήλωναν πολύ καθαρά και την απορία της.
     Ο πατέρας δεν είχε δει ποιος ήταν, αλλά κατάλαβε από τη φωνή.
-    Μπάρμπα-Σπύρο, εσύ είσαι; Έλα μέσα, του είπε κι αμέσως σηκώθηκε να κάνει χώρο να κάτσει ο μουσαφίρης, χωρίς να ξέρει ότι ήταν μαζί του και η γυναίκα του.
    Μπήκαν δειλά-δειλά και οι δύο στο σπίτι. Ο μπάρμπα-Σπύρος έβγαλε τη σκούφια του και μας καλησπέρισαν. Την πήρε η μάνα και την κρέμασε σε μια κρεμάστρα. Στο μικρό υπόστεγο της αυλής είχαν αφήσει τα πράγματά τους: δυο κακάβια και κάτι άλλα μικρότερα χαλκώματα. Στον ώμο του είχε και το ταγάρι τους ο μπάρμπα-Σπύρος, που κι αυτό η μάνα το πήρε και το κρέμασε.  Έσταζαν   από πάνω μέχρι κάτω και σίγουρα κάποια μεγάλη ανάγκη θα είχαν για μας χτυπήσουν την πόρτα τέτοια ώρα και με τέτοια βροχή.
-   Βρε, άνθρωποι! Εσείς πνιγήκατε, ήταν το καλωσόρισμα του παππού, ενώ όλοι είχαμε σηκωθεί όρθιοι, και για την υποδοχή, αλλά και για να κάνουμε χώρο να καθίσουν κοντά στο τζάκι. Ο πατέρας πήγε κι έφερε δυο ακόμα μεγάλα κούτσουρα να κάνουνε περισσότερη φωτιά.
-   Πνί’καμαν, μπάρμπα-Κώστα, πνί’καμαν, του απάντησε ο μπάρμπα-Σπύρος, ενώ και ο ίδιος και η γυναίκα του τρέμανε από το κρύο. Γυρίζαμαν από το γειτονικό χωριό, το Λεχούρι, και πριν φτάσουμε στα μισά του δρόμου, έπεσε το γαϊδούρι καταή και ψόφ’σε, συμπλήρωσε με την ατόφια Ηπειρώτικη προφορά Δεν είχαμαν άλλη λύση, φορτωθήκαμαν τα πράγματα στην πλάτη και συνεχίσαμαν. Μας έπιασε κι η βροχή… Άστα, μπάρμπα-Κώστα, άστα!... Αμέσως η μάνα πήγε κι έφερε ρούχα από τα δικά της και του πατέρα και τους είπε να περάσουνε στο διπλανό δωμάτιο ν’ αλλάξουνε. Εκείνοι ένοιωθαν ντροπή και αμηχανία.
-   Όχι, κυρά-Χρήσταινα, όχι! Δεν ήρθαμαν για τέτοια δ’λειά. Μόνο αν μπορούμε ν’ αφήσουμε μέχρι αύριο τα πράγματά μας, να πάμε πρωί-πρωί να θάψουμε το γαϊδούρι μας και να γυρίσουμε να τα πάρουμε.
    Ύστερα από την επιμονή του παππού, της νόνας, της μάνας και του πατέρα υπάκουσαν. Πήγαν στο δίπλα δωμάτιο κι έβγαλαν τα βρεγμένα τους, μα πάντα πολύ συνεσταλμένα. Η φωτιά είχε γίνει διπλή και τριπλή από πριν και ζεσταθήκανε καλά σαν γύρισαν, φορώντας τα ρούχα των γονιών μας. Ο πατέρας είχε φτιάξει στο μεταξύ και ρακόμελο, για να ζεσταθούνε και τα μέσα τους, όπως έλεγε.
-   Θα  κοιμηθούμε εδώ απόψε κι αύριο που θα φωτίσει ο Θεός την ημέρα, θα ταχτοποιηθούν όλες οι δουλειές, τους είπε ορθά κοφτά ο παππούς και η κουβέντα του δεν σήκωνε αντίρρηση.
-   Δεν γίνεται αυτό, μπάρμπα-Κώστα, δεν γίνεται. Πρέπει να πάμε σπίτι μας.
-   Πού θα πάτε, ρε Σπύρο, μ’ αυτή τη θεομηνία και μες το σκοτάδι;  Το σπίτι σας είναι στην άλλη άκρη του χωριού! Τα παιδιά σας μεγαλώσανε και φύγανε. Δεν σας περιμένει κανείς. Θα κοιμηθούμε εδώ, επανέλαβε αποφασιστικά.
-   Αν ξέραμαν ότι θα σας φέρναμαν τέτοια ανακατωσούρα, δεν θα χτυπάγαμαν καθόλου τη πόρτα.
-   Σπύρο, αυτό ούτε να το ξαναπείς, ούτε να το σκεφτείς! Αν μάθαινα ότι περάσατε έξω από το σπίτι μου, που είναι στο έμπα του χωριού, βρεγμένοι, βασανισμένοι και κουρασμένοι και δεν μπήκατε μέσα, πολύ θα μου κακοφαινότανε, είπε αυστηρά ο παππούς.
-   Ο αδερφός μου ο Βασίλης θα παλαβώσει από την αγωνία. Του παραγγείλαμαν για τη νίλα που πάθαμαν, αλλά δεν ξέρει ότι είμαστ’ εδώ.
-   Θα καταλάβει, Σπύρο. Βροχή σας έπιασε και μπήκατε σε κάποιο σπίτι, είπε ο παππούς και τελικά τους έπεισε.
    Η μάνα ξανάβαλε το σοφρά μπροστά στο τζάκι κι έστρωσε επάνω ένα καινούργιο και καθαρό ασπροκόκκινο μεσάλι. Στο κέντρο του είχε ένα πιάτο με μαχαιροπίρουνο. Πόσο μου άρεσε! Ακόμα το θυμάμαι! Μόνο που το… χαιρόντουσαν πάντα οι ξένοι!  Τους έβαλε να  φάνε φασολάδα, ρίχνοντας στα πιάτα τους και λίγο λάδι ωμό. Είχαν μείνει και λίγες πατάτες βραστές από το μεσημέρι, τις καθάρισε και τις έκοψε σαλάτα, για συμπλήρωμα. Η κουβέντα, που περιστρεφόταν στην περιπέτειά τους, συνόδευε το φαί σε όλη του τη διάρκεια. Ένα κρεμμύδι στουμπιστό, δυο-τρεις σκελίδες σκόρδο και κάνα-δυο ποτηράκια κρασί από το βουτσί στο κατώι ολοκλήρωσαν την απόλαυση του… καλού φαγητού. Με το που τέλειωσαν κάνανε το σταυρό τους και είπε ο μπάρμπα-Σπύρος:
-   Δόξα τω Θεώ! Γεια και στα χέρια σου, κυρά-Χρήσταινα!  Πάρα πολύ νόστιμο! Φάγαμαν βασιλικά!
    Η μάνα χαμογέλασε υποτιμητικά για την ίδια και τη φιλοξενία που τους παρείχε, αλλά και κάπως κολακευμένη που με το φτωχό δείπνο βγήκε ασπροπρόσωπη.
-   Βασιλικά;… Με φασόλια και λίγες πατάτες βραστές;… ρώτησε με απορία.
-  Κάποτε δεν τα είχαμαν κι αυτά και δεν πάει πολύς καιρός από τότε, κυρά-Χρήσταινα! Μην το λησμονάμε αυτό!...
    Πήγε ύστερα στον τέντζερη η μάνα, που είχε βάλει το μπακλαβά κι έφερε δυο κομμάτια, σ’ ένα γυάλινο πιατελάκι το καθένα.
-   Δεν ξημέρωσε ακόμα του αγίου Νικολάου, αλλά αφού ήρθατε σπίτι μου, θα σας φιλέψω για το Νικολάκη μου! Με τα χέρια μου τον έφτιαξα και δεν έβαλα βούτυρο, αφού νηστεύουμε. Μόνο λάδι.
-   Ωωωω! Έχετε και Νίκο! Μας είχε φύγει τελείως από το μυαλό!, είπε η θεια-Σπύραινα, θέλοντας να τονίσει την παράλειψή τους.
-   Με τέτοια περιπέτεια που σας βρήκε, το δικό μας το Νίκο θα είχατε στο μυαλό σας;, απάντησε ο πατέρας να μην αισθάνονται άσχημα.
    Μου ευχήθηκαν για τη γιορτή μου, ευχήθηκαν και στους γονείς και τους παππούδες και, τρώγοντας το γλυκό παίνευαν ξανά και ξανά με κολακευτικά λόγια τα χέρια της μάνας.
-   Ωραία πιατελάκια, κυρά-Χρήσταινα, συμπλήρωσε η θειά-Βασίλαινα, που ως νοικοκυρά μπορούσε να ξεχωρίσει καλύτερα την ποιότητά τους.
-   Είναι προίκα μου, απάντησε με καμάρι!
    Μάζεψε πάλι τα πιάτα και το σοφρά και μέχρι να κάνουν ένα τσιγάρο οι άντρες τα είχε πλύνει, βοηθούμενη από τη θειά-Σπύραινα, που με τίποτα δεν άκουγε να την αφήσει να τα πλύνει μόνη της. Με το που τελειώσανε, σκούπισε καλά τα χέρια της κι άναψε το καντήλι στο εικονοστάσι του σπιτιού. Έκανε το σταυρό της με ευλάβεια, όπως και όλοι μας. Μετά πήρε το λιβανιστήρι, έβαλε μέσα κάρβουνα από τη φωτιά και λιβάνι από το μικρό ερμάρι και λιβάνισε πρώτα τα εικονίσματα. Είχαμε σηκωθεί όρθιοι, όπως κάναμε κάθε φορά στο θυμιάτισμα και στο άναμμα του καντηλιού. Η μάνα πέρασε μπροστά από τον καθένα μας, που στεκόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα σε στάση υπόκλισης και κάναμε το σταυρό μας, όπως στην εκκλησία όταν θυμιατίζει ο παππάς. Ήταν άγραφος νόμος το άναμμα του καντηλιού και το θυμίαμα κάθε Σαββατόβραδο, όπως και το βράδυ της παραμονής κάθε γιορτής. Σχεδόν πάντα συνοδευόταν από το «Πάτερ ημών», το «Βασιλεύ ουράνιε» ή άλλες αυτοσχέδιες προσευχές, πολύ χαμηλόφωνα.
-   Μπράβο, κυρά-Χρήσταινα! Μπράβο! Τα έκανε κι η μανούλα μου όλ’ αυτά τα διαταμένα στο σπίτι μας τα Σαββατόβραδα και τις γιορτές. Τα μάθαμαν και τα κάνουμε κι εμείς. Ίδια με τα δικά σας είναι, είπε η θεια-Σπύραινα.
    Σε λίγο η μάνα άρχισε να κατεβάζει στρωσίδια από το γιούκο, με τη βοήθεια της επισκέπτριας και σε λίγο τα «κρεβάτια», η στρωματσάδα, δηλαδή, ήταν έτοιμα.
    Με την επίσκεψη, την κουβέντα, τις ετοιμασίες για τον ύπνο των μουσαφιραίων και μ’ όλ’ αυτά, καθυστέρησε και η δική μας νυχτερινή κατάκλιση. Ευτυχώς, γιατί άλλες φορές όταν έμπαινε κάποιος στο σπίτι μας, σχεδόν πάντα μας έδιωχναν ή μας έστελναν για ύπνο για να κουβεντιάσουν.    
     Σκασμένος ο μπάρμπα-Σπύρος για το γαϊδούρι τους, όλο φούσκωνε και ξεφούσκωνε. Ο παππούς και ο πατέρας προσπαθούσαν όσο μπορούσαν να τους δώσουνε λίγο κουράγιο, να του αλλάξουνε κουβέντα, μα το μυαλό τους δεν ξεκόλλαγε ούτε στιγμή από εκεί. Έλεγε και ξανάλεγε πως του έκοψε τα χέρια κι αναρωτιότανε πώς θα κάνανε από δω και πέρα τις δουλειές τους. Πέντε χρόνια το είχανε και ξέρανε τα χούγια του. Ήταν ήσυχο και υπάκουο και προβληματιζόντουσαν πότε θα βρουν να πάρουν άλλο. Και τι θα τους έβγαινε; Θα ήταν ήσυχο κι εκπαιδευμένο; Γιατί στην ηλικία τους δεν είχαν ούτε την όρεξη ούτε την υπομονή να το εκπαιδεύσουν και να το φέρουν στα δικά τους νερά. Τους απασχολούσε πολύ και το οικονομικό κόστος.
    Σιγά-σιγά, όμως, με την κουβέντα, τη θαλπωρή του τζακιού, την παρέα και το τσιγάρο για τους άντρες, κάπως σκόρπισε το μυαλό τους. Για μια στιγμή, και τελείως αναπάντεχα, προς μεγάλη μου ευχάριστη έκπληξη, έφερε ο μπάρμα-Σπύρος την κουβέντα εκεί που εγώ την ήθελα!
-  Έχω ακούσει, μπάρμπα-Κώστα, πως πολέμησες και στην Ήπειρο, την πατρίδα μου. Είν’ αλήθεια; Είχες πολεμήσει στο Μπιζάνι και στα Γιάννενα;
    Ο πατέρας κατάλαβε ότι η κουβέντα θα τραβήξει πολύ. Πήρε το αλουμινένιο κανάτι, πήγε στο κατώι και το γέμισε κρασί. Έφερε και κάστανα στη γαβάθα, τα χάραξε με το μαχαίρι και τα έβαλε στη γωνιά να ψηθούνε. Έβαλε κι άλλα ξύλα στη φωτιά κι έφερε και τρία μεγαλύτερα ποτήρια από την πιατοθήκη γι’ αυτούς και δύο μικρά, ρακοπότηρα, για  εμάς τα παιδιά. Με αυτά πάντα μας ξεγέλαγε όταν ήτανε να πιούμε κρασί, για να μην χάνεται ο έλεγχος! Ο παππούς, που δικαιολογημένα έγινε άλλος τόσος από υπερηφάνεια, ξεκίνησε να λέει ιστορίες, χιλιοειπωμένες σ’ εμάς.
-   Ναι, πολέμησα! Όλη την Ήπειρο έχω οργώσει, σπιθαμή προς σπιθαμή, απάντησε με καμάρι, και συνέχισε: Και όχι μόνο την Ήπειρο. Και τη Μακεδονία και τη Θράκη και τη Μικρασία. Μέχρι την Οδησσό έφτασα! Πολλές φορές συλλογιέμαι πως παρά τρίχα τη γλίτωσα σ’ εκείνο το σημείο, παρά τρίχα στο άλλο, παρά τρίχα πιο κει, πιο πάνω, πιο κάτω… Κάθε στιγμή έβλεπα και βλέπαμε όλοι το χάρο ολοζώντανο με τα μάτια μας, μα κοντά στο Μπιζάνι πήρε τη θέση μου στον τάφο ένας Ρήγας Κρατημένος από τα Λαγκάδια της Αρκαδίας! Ήταν μπροστά μου και χτύπησε εκείνον η σφαίρα και γλίτωσα εγώ! Πολλά χρόνια μετά έμαθα πως τα ονόματα εκείνων που πέσανε εκεί, είναι γραμμένα στο μνημείο που έχουν στήσει. Τους περισσότερους τους γνώριζα κι είχαμε φάει μαζί ψωμί, βουτηγμένο στο αίμα! Θα ήθελα πολύ να πάω να προσκυνήσω εκείνα τα αγιασμένα χώματα, είπε, και η φωνή του πνίγηκε…
    Μόνο που το προσκύνημα αυτό που τόσο το λαχταρούσε, ποτέ δεν έγινε από τον ίδιο. Πολλά χρόνια αργότερα, σ’ ένα από τα ταξίδια μας με τον πατέρα στην Ήπειρο, ένα καλοκαιρινό απόγευμα επισκεφθήκαμε το Μνημείο του Μπιζανίου και τα Γιάννενα. Ήταν σε προχωρημένη ηλικία τότε, λίγο πριν τα ογδόντα του, μα ένοιωθε πολύ περισσότερο από εμένα να τον βαραίνει η υποχρέωση να πάει μέχρι εκεί για λογαριασμό του παππού. Το ίδιο με εκπλήρωση θρησκευτικού τάματος. Το βλέμμα του περιπλανιόταν και σε όλη τη γύρω περιοχή, στα βουνά, τους λόφους και τις πεδιάδες κι όποιος ήξερε να διαβάσει την έκφραση του προσώπου του, έβλεπε έντονα ζωγραφισμένα τα συναισθήματα.
    Έβγαλε κι έστριψε τσιγάρο ο παππούς, έφτιαξε και του μπάρμπα-Σπύρου και συνέχισε να λέει για το διάδοχο Κωνσταντίνο που πολέμησαν μαζί. Πάντα φορούσε τη χλαίνη του, να μην φαίνονται τα στρατηγικά διακριτικά του, για να μπορεί να είναι στην πρώτη γραμμή, όπως και οι απλοί πολεμιστές!
    Τα πρώτα κάστανα είχανε ψηθεί. Ο πατέρας τα έβγαζε ένα-ένα από τη φωτιά, καθάριζε κι έδινε και σ’ εμάς τα παιδιά. Τσούγκριζαν και τα ποτήρια κάθε φορά που τα σήκωναν να πιούνε, επαναλαμβάνοντας «στην υγειά μας». Κάποιες φορές συμμετείχαμε κι εμείς τα παιδιά στο τσούγκρισμα, με τη μια μικρή γουλιά κρασάκι που μας έβαζε ο πατέρας.
-    Δεν θα ξεχάσω που κάποτε, συνέχισε ο παππούς, είχε τη χλαίνη του ανάρριχτα ο Κωνσταντίνος και με μια κίνηση που έκανε φάνηκαν τα διακριτικά του. Τότε εγώ που ήμουν δίπλα του, τινάχτηκα σαν λάστιχο και σε στάση προσοχής τον χαιρέτισα στρατιωτικά και με τη φράση «διατάξτε μεγαλειότατε»! Με μια αστραπιαία κίνηση εκείνος μου κατεβάζει το χέρι, ρίχνει μια γρήγορη ματιά γύρω να διαπιστώσει αν μας είδαν και μου λέει χαμηλόφωνα, αλλά αυστηρά και επιτακτικά:
    «Μην το ξανακάνεις αυτό! Δεν πρέπει να με καταλάβουν πως είμαι μαζί σας! Θα τους αποσπάσω την προσοχή από την αποστολή τους»!
    Συνέχισε ύστερα να λέει για την είσοδο του απελευθερωτικού στρατού στα Γιάννενα και την παράδοση της πόλης από τον Εσάτ πασά. Είπε για τη μεγαλειώδη παρέλαση που έκαναν και που οι Γιαννιωτοπούλες είχαν βγει στα μπαλκόνια και στους δρόμους και τους έλουζαν με αρώματα, τραγουδώντας και κλαίγοντας!
-  Τα αρώματα που μας ρίχνανε ήταν τόσα πολλά, που είχαν μουσκέψει τη χλαίνη μας, όλα τα ρούχα από μέσα, είχανε φτάσει μέχρι το πετσί μας και κρυώναμε! Αλλά ποιος λογάριαζε κρύο εκείνες τις ώρες!
    Όχι μόνο οι μουσαφιραίοι μας που άκουγαν για πρώτη φορά, μα κι εμείς που ξέραμε απέξω αυτές τις ιστορίες του παππού, τις παρακολουθούσαμε με το ίδιο ενδιαφέρον.
-   Μπάρμπα-Κώστα, έχω ακούσει από πολλούς συγχωριανούς πως όταν αρχίζεις να λες τις ιστορίες σου, δεν θέλουν να φύγουν από κοντά σου! Αφήνουν τις δουλειές τους για να σε ακούσουν! Έχεις ένα τρόπο να μιλάς και να μας καθηλώνεις με το λόγο σου, είπε με θαυμασμό ο μπάρμπα-Σπύρος!
-   Δεν είναι ότι ξέρω να μιλάω. Είναι ότι τα έχω περασμένα και μ’ έχουνε σημαδέψει!
    Άρχισε μετά να μιλάει ο μπάρμπα-Σπύρος με υπερηφάνεια και νοσταλγία για την πατρίδα του, τους Φιλιάτες. Έλεγε πώς ήταν το σπίτι τους, η αυλή τους, η γειτονιά τους, οι συνήθειές τους, τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, τα ήθη και τα έθιμά τους, που ελάχιστες διαφορές είχαν από τα δικά μας και συνέχισε:
-   Μαξουμάκια είμασταν κι εγώ κι ο αδερφός μου, ο Βασίλης, που μας έπαιρνε ο πατέρας μας μαζί του στα χωριά που πήγαινε και γάνωνε τα χαλκώματα. Έτσι μάθαμαν κι εμείς τη δ’λειά και τρώμε ψωμάκι. Παντρευτήκαμαν και λίγο μετά φύγαμαν από τον τόπο μας να βρούμε καλύτερη τύχη. Βρεθήκαμαν στο δικό σας τόπο κι ο κόσμος μας αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή και μας είδε σαν δικούς του ανθρώπους. Και όχι μόνο εδώ στο Λειβάρτζι, αλλά και σε όλα τ’ άλλα χωριά που γυρίζουμε. Είναι τέτοια η δ’λειά μας, που μπορεί φύγουμε σήμερα και να γυρίσουμε να μας δει το σπίτι μας σε πέντε, σε εφτά, ή και σε δέκα μέρες. Οι άνθρωποι ποτέ δεν μας ξεχώρισαν από τη φαμελιά τους… Περάσαμαν κι εμείς πολλές μπόρες και χιονοθύελλες, μα δεν το βάλαμαν κάτω. Δουλέψαμαν πολύ και τίμια και σταθήκαμαν στα πόδια μας. Μεγαλώσαμαν σωστά τα παιδιά μας, μα τι να το κάνεις, μπάρμπα-Κώστα! Το ψωμί της ξενιτιάς είναι πικρό! Ο τόπος μας μας λείπει!   
    Ο παππού σκάλισε λίγο τη φωτιά και ύστερα από κάμποσα δευτερόλεπτα σιωπής του απάντησε:
-   Κι εσύ, Σπύρο, και ο αδερφός σου με τις οικογένειές σας, να είστε υπερήφανοι! Καταλαβαίνω πώς φύγατε από τον τόπο σας για να βρείτε μια καλύτερη τύχη. Και πολλοί που φύγανε από τα δικά μας χωριά για να βρούνε μια καλύτερη μοίρα παραπέρα, άλλοι με τρύπια παπούτσια κι άλλοι με παλιοπαντέλο φύγανε. Κι εδώ που ήρθατε δεν βρήκατε τη γη της επαγγελίας. Φτωχοχώρι είμαστε κι εμείς, γι’ αυτό είστε δυο φορές άξιοι. Ξεκινήσατε από το μηδέν, αγωνιστήκατε και πετύχατε. Σταθήκατε γερά στα πόδια σας και είσαστε υπόδειγμα για πολλούς από μας! Εμείς εδώ, οι ντόπιοι, μπορεί να έχουμε τις διαφορές μας κάποιες φορές, μα εύκολα, μα δύσκολα τα ξαναβρίσκουμε. Εσείς δεν δώσατε ποτέ και πουθενά κανένα δικαίωμα. Να είστε και για την πατρίδα σας υπερήφανοι. Κανένα άλλο κομμάτι της ταλαίπωρης Ελλάδας δεν έδωσε τόσους μεγάλους ευεργέτες, που χωρίς αυτούς δεν θα είχαμε φτάσει εδώ που είμαστε! Και να είστε ακόμα υπερήφανοι, γιατί η Ηπειρώτικη υπογραφή υπάρχει όπου κι αν σταθείς σε τούτον τον τόπο. Πόσοι Ηπειρώτες δάσκαλοι πέρασαν από το δικό μας μόνο σχολείο και μάθανε στα παιδιά και τα εγγόνια μας γράμματα. Και δεν τα μάθανε μόνο γράμματα, αλλά τα μάθανε και πώς να μιλάνε και πώς να σκέπτονται και πώς να φέρονται. Και τα Ηπειρώτικα χέρια έχουν χτίσει τη μισή Ελλάδα! Κι εμένα το σπίτι μου ο μαστρο-Κώστας ο Ευθυμίου από τα χωριά των Τζουμέρκων το έχτισε το 1937. Θεός σ’χωρσ’ την ψυχή του! Και το βαγένι και τα δυο μεγάλα βουτσιά που έχω στο κατώι, Ηπειρώτες βαρελάδες μού τα φτιάσανε.
    Ο μπάρμπα-Σπύρος με τη θειά-Σπύραινα τα άκουγαν όλ’ αυτά και πολλά συναισθήματα μπορούσε να διαβάσει κανείς στο πρόσωπό τους, με κυρίαρχα την υπερηφάνεια και τη νοσταλγία για τον τόπο τους.

Μια φωτογραφία με τον παππού μου Κωνσταντίνο Παπακωνσταντόπουλο στα Γιαννιτσά (ο καθιστός αριστερά), λίγο μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912. Την βρήκα στα οικογενειακά κειμήλια το 2010 και μου ξύπνησε πολλές μνήμες, που είχαν σαν αποτέλεσμα να γραφεί η συλλογή αφηγημάτων με τίτλο «Η φωτογραφία», ακριβώς εκατό χρόνια μετά τη δράση του. (Εκδόσεις «Άπειρος Χώρα», 2012).

    Είχε περάσει η ώρα και δεν μπορούσα να κρατήσω άλλο τα μάτια μου ανοιχτά. Σχεδόν είχαν κλείσει. Μ’ έβλεπε φαίνεται ο παππούς και ξαφνικά ακούω τη φωνή του, που δεν χώραγε αντίρρηση:
-   Εμπρός! Εσείς, παιδιά, για ύπνο! Αύριο πρωί θα πάτε στην εκκλησιά!
    Ένοιωσα να θυμώνω μέσα μου, αλλά δεν είχα κι άλλη επιλογή. Ήθελα ν’ ακούσω, έστω και μισοκοιμισμένος, όλα όσα έλεγε για τον τόπο του ο μπάρμπα-Σπύρος, για το χωριό του, για τις συνήθειές τους, για τα έθιμά τους… Η προσταγή του παππού, όμως, δεν άφηνε κανένα περιθώριο.
-   Ελάτε! Κοντεύει μεσάνυχτα! Πέρασε η ώρα και δεν το καταλάβαμε! Το πρωί δεν θα σηκωνόσαστε, συμπλήρωσε η μάνα.
    Πέσαμε στα κρεβάτια μας κι ο νους μου άρχισε να στριφογυρίζει στο γαϊδούρι του μπάρμπα-Σπύρου που ψόφησε. Ο ύπνος που βάραινε τα μάτια μου έκανε βήματα προς τα πίσω: Μ’ έπιασε ένας φόβος, μην πάθει τίποτα το δικό μας γαϊδούρι, που του είχα μεγάλη αδυναμία. Δεν πέρασε πολλή ώρα, όμως, και όλοι σηκωθήκανε να ετοιμαστούνε για ύπνο. Αυτό, μάλλον με ικανοποίησε, γιατί τελείωναν και οι ιστορίες του παππού και του μπάρμπα-Σπύρου!
    Την άλλη μέρα οι φιλοξενούμενοί μας σηκωθήκανε πρωί-πρωί, πριν ξυπνήσουμε για την εκκλησία και φύγανε με τα πράγματά τους. Για εμάς τα παιδιά δεν χρειάστηκε το καθημερινό ξυπνητήρι, ούτε η άλλοτε γλυκιά κι άλλοτε κάπως δυνατή φωνή της μάνας, αφού δεν είχαμε σχολείο.
    «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Νικόλαος, Σώμα και Αίμα Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον», είπε χαμηλόφωνα ο παππάς, με το που πλησίασα στο δισκοπότηρο.
-   Άνοιξ’ το στοματάκι σου, είπε αμέσως μετά σε μένα, που το είχα ήδη ανοίξει.
-    Να ζήσεις! Χρόνια σου πολλά!, μου ευχήθηκε μόλις με κοινώνησε.
   Πόσο πολύ μού άρεσε που ήξερε τ’ όνομά μου ο παπάς! Και κάθε φορά ένοιωθα μια απέραντη αγαλλίαση και δέος μαζί, από εκείνα τα χρόνια, όταν το άκουγα από το στόμα του την ώρα που μεταλάβαινα! Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μου τα λόγια του και η φωνή του!
    Η βροχή είχε σταματήσει τις πρωινές ώρες, αλλά ο καιρός ήταν βαρύς και η υγρασία νοιώθαμε να μας τρυπάει, με το που βγήκαμε από την εκκλησία. Η πολύ μεγάλη ξυλόσομπα που έκαιγε μέσα με τη φροντίδα του νεωκόρου, μας είχε κάνει να ξεχάσουμε το κρύο που έκανε έξω.
    Στο σχόλασμα οι περισσότεροι εκκλησιαζόμενοι μας ευχήθηκαν για τη γιορτή μου. Το ίδιο γινόταν και στο δρόμο, όταν γυρνούσαμε σπίτι, το ένα παιδί δεξιά και το άλλο αριστερά της μάνας, που μας κράταγε από το χέρι. Έλαμπα από τη χαρά μου, μα καταλάβαινα πως η μάνα έλαμπε περισσότερο.
    Η νόνα που είχε μείνει σπίτι, είχε κάνει τις απαραίτητες πρωινές δουλειές και ζεσταινότανε στο τζάκι. Μπαίνοντας μέσα, σηκώθηκε όρθια να μας υποδεχθεί, να μου ευχηθεί και μας φιλήσει:
-   Χρόνια πολλά, Νικολάκη! Να είσαστε καλά και τα δυο και να έχετε καλή πρόοδο!
    Κι εγώ και η αδελφή μου την ευχαριστήσαμε και σκύψαμε και της φιλήσαμε με σεβασμό το χέρι.
    Πρώτη δουλειά της μάνας ήταν να βγάλουμε και να ταχτοποιήσει τα γιορτινά μας ρούχα. Αμέσως μετά έβαλε περισσότερα ξύλα στη φωτιά και μας τηγάνιζε τα συκωτάκια της κότας με αυγά. Σαν το αρνί της Λαμπρής τον περιμέναμε εκείνο το μεζέ με την αδελφή μου! Δεν μοσχοβόλησε μόνο το σπίτι, αλλά και όλη η γειτονιά! Ευφράνθηκαν οι αισθήσεις μας και με μια μεγάλη φέτα μαλακό ψωμί, που είχε βγει την προηγούμενη μέρα από το φούρνο, φάγαμε καλά! Χορτάσαμε!
    Τρώγοντας και την τελευταία μπουκιά, χτύπησε η πόρτα. Ήταν ο μπάρμπα-Σπύρος με τη θειά-Σπύραινα, που περάσανε ν’ αφήσουνε τα ρούχα των γονιών μας που είχαν φορέσει το βράδυ. Η μάνα έβγαλε να τους φιλέψει γλυκό, μα εκείνοι προσπαθούσαν να το αποφύγουν.
-   Δεν μπορείτε να με περιφρονήσετε! Σήμερα είναι η επίσημη μέρα της γιορτής του παιδιού μου, είπε επιμένοντας.
-  Ξεκινήσαμαν για την αποστολή μας, να θάψουμε γαϊδούρι μας, κυρά-Χρήσταινα. Ο καιρός, βλέπεις, δεν έχει μπέσα. Δεν αργεί να πιάσει βροχή πάλι. Θα είχαμαν ξεκινήσει πολύ πρωί, αλλά μέρα που ’ναι, δεν κάνει. Πώς να πιάσουμε ξινάρι, αν δεν έχει σχολάσει η εκκλησία!
-   Ε, δεν θα σας καθυστερήσει ένα γλυκό, τους απάντησε εκείνη χαμογελώντας!
    Το πήραν από τα χέρια της, ευχήθηκαν πάλι με την καρδιά τους και το έφαγαν όρθιοι και βιαστικά. Πάλι κολακευτικά λόγια για τα άξια χέρια της μάνας που το έφτιαξε. Το ευχαριστώ τους για την όλη φιλοξενία, ύμνος για το σπίτι μας και δοξολογία στο Θεό!
    Έτσι ή κάπως έτσι γνωρίζαμε στο χωριό μου το μπάρμπα-Σπύρο και τον αδελφό του το μπάρμπα-Βασίλη, τους «καλατζήδες». Η επαγγελματική τους ιδιότητα είχε γίνει και το «επώνυμό» τους, ενώ το πραγματικό ελάχιστοι το γνώριζαν. Μάκος ήταν και το έμαθα πολλά χρόνια αργότερα, από μεγαλύτερους συγχωριανούς μου.
    Ελάχιστοι, επίσης, γνώριζαν, και τα ονόματα των γυναικών τους. Ήταν πολύ περισσότερο γνωστές ως «θειά-Σπύραινα» και «θειά-Βασίλαινα. Έτσι τις προσφωνούσαμε και οι ίδιες το εκτιμούσαν. Τα πραγματικά τους ονόματα σε μεγάλη ηλικία τα έμαθα κι αυτά: Αγγελική και Καλλιόπη, αντίστοιχα. Οι ίδιες πηγές με πληροφόρησαν πως τα παιδιά τους είχαν φύγει για την Αθήνα από μικρή, σχετικά, ηλικία.

Το σπίτι των Ηπειρωτών καλατζζήδων Σπύρου και Βασίλη Μάκου, στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων, όπως είναι σήμερα, Μάιος 2016.

    Οι δυο αυτές οικογένειες έφεραν στον τόπο μας το δικό τους πολιτισμό, τις δικές τους συνήθειες, τα δικά τους ήθη κι έθιμα, που τα τηρούσαν με θρησκευτική ευλάβεια. Ήταν άνθρωποι που από την πρώτη στιγμή σε κέρδιζαν με την ευγένειά τους, την καλοσύνη τους, την καλή τους την κουβέντα. Υπήρξαν παράδειγμα εργατικότητας, εντιμότητας, υπόδειγμα οικογενειών και προσηλωμένοι αταλάντευτα στις Παραδόσεις και στα Ιδανικά μας.
    Αρκετές ήταν οι φορές που εμείς τα παιδιά, κυρίως, κοροϊδεύαμε καλοπροαίρετα  το μπάρμπα-Σπύρο, το μπάρμπα-Βασίλη και τις γυναίκες τους, πίσω από την πλάτη τους, φυσικά. Μας φαινόταν περίεργη η προφορά τους, η κατάληξη «μαν» του πρώτου προσώπου πληθυντικού των ρημάτων, όπως και πολλές ακόμα λέξεις που συχνά ακούγαμε στις κουβέντες τους. Διαφορετικό από τις ντόπιες γυναίκες του χωριού ήταν και το δέσιμο του μαντηλιού τους στο κεφάλι της θεια-Σπύραινας και της θεια-Βασίλαινας. Εντελώς ξένος και ο τρόπος με τον οποίο οι άντρες έβαζαν τη μαγκούρα τους στη μέση και την κράταγαν με τα δυο τους χέρια, που τους έκανε «λόρδωση» στο βάδισμα…
     Ας είναι η συμμετοχή μου σ’ αυτό το συλλογικό βιβλίο με τούτο το κείμενο μικρό αφιέρωμα στη μνήμη τους!

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 27.11.2018

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου