«Β΄ ΕΠΑΙΝΟΣ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ» |
Σε ειδική εκδήλωση στις 14 Δεκεμβρίου 2018, στην αίθουσα MegΑrt Gallery, Κασομούλη 102, Ν. Κόσμος, απενεμήθησαν οι τιμητικές διακρίσεις του καθιερωμένου ετήσιου Πανελλήνιου και
Πακγκύπριου διαγωνισμού ποίησης και διηγήματος, της ιστορικής ΕΝΩΣΗΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ. Μεταξύ των
πνευματικών έργων πού έλαβαν έπαινο, είναι και το διήγημα «το βρωμόσκυλο» της ταπεινότητάς μου.
Ολόθερμες οι ευχαριστίες μου στον Πρόεδρο
του Δ.Σ. της Ένωσης, κ. Λευτέρη Τζόκα, όλα τα Μέλη του Δ.Σ., καθώς και στην
Κριτική Επιτροπή.
Το σύντομο βίντεο από τη στιγμή της απονομής, από τον πρόεδρο της Ε.Ε.Λ. στην ταπεινότητά μου και φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από το χώρο της εκδήλωσης. Μετά τις φωτογραφίες μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα.
Το σύντομο βίντεο από τη στιγμή της απονομής, από τον πρόεδρο της Ε.Ε.Λ. στην ταπεινότητά μου και φωτογραφίες που ακολουθούν είναι από το χώρο της εκδήλωσης. Μετά τις φωτογραφίες μπορείτε να διαβάσετε το διήγημα.
Η στιγμή της απονομής, από τον πρόεδρο της Ε.Ε.Λ. |
Όταν σε όμορφες στιγμές σε πλαισιώνουν αγαπημένα πρόσωπα, η χαρά είναι μεγαλύτερη! |
Όταν σε όμορφες στιγμές σε πλαισιώνουν αγαπημένα πρόσωπα, η χαρά είναι μεγαλύτερη! |
«Το βρωμόσκυλο»
«Μη, Θανάση! Μη! Θα τρομάξουνε τα παιδιά!
Όχι! Μη!... Μη!...», ακούστηκαν ξαφνικά δυνατές οι φωνές της γιαγιάς Αργυρώς,
της «Θανάσαινας», μόλις είδε τον άντρα της να βγαίνει από την πόρτα της
βεράντας του σπιτιού τους και, φτάνοντας στα κάγκελα, να σημαδεύει με την
καραμπίνα το «βρωμόσκυλο».
«Θα το σκοτώσω! Δεν πάει άλλο! Θα μας
κολλήσει καμιά παλιαρρώστια, εδώ που βρέθηκε, να το πάρει ο διάολος!», απάντησε
με νεύρο και θυμό ο παππούς. Τα λόγια όμως της γυναίκας του, ότι «θα τρομάξουνε
τα παιδιά», φάνηκε να τον επηρέασαν και κατέβασε το όπλο.
Με τον έντονο αυτό διάλογο της γιαγιάς και
του παππού, τινάχτηκαν όρθια τα παιδιά, ο Αλέξανδρος και η Ρηγούλα, που το ένα
ζωγράφιζε και το άλλο έπαιζε αμέριμνο με ξυλοκατασκευές κάτω από τον παχύ ίσκιο
της κληματαριάς.
«Μη, παππού! Μην το κάνεις αυτό! Αν
σκοτώσεις το σκυλί, θα φύγουμε και δεν θα ξανάρθουμε και δεν θα σε αγαπάμε!»,
φώναξε δυνατά και τρομαγμένος ο Αλέξανδρος, που ήταν και μεγαλύτερος, κάπου
έντεκα-δώδεκα χρονών, κρατώντας σαστισμένος τη
μισοφτιαγμένη ξυλοκατασκευή στα χέρια του και η Ρηγούλα τους μαρκαδόρους
της.
Ο παππούς έκανε βήματα προς τα πίσω, με το
όπλο κατεβασμένο, ενοχλημένος αλλά και μετανοιωμένος και μπήκε στο σπίτι.
Κάθε χρόνο, όλο σχεδόν το καλοκαίρι τα
παιδιά το πέρναγαν με τους παππούδες και χόρταιναν παιχνίδι με τα άλλα
συνομήλικα, ή σχεδόν συνομήλικα της γειτονιάς τους. Οι γονείς τους, ο γιος και
η νύφη του παππού του Θανάση και της γιαγιάς Αργυρώς, με το που έκλειναν τα
σχολεία τα έφερναν στο χωριό για τον καθαρό αέρα, την ξενοιασιά και το αγνό
σπιτικό φαγητό με τις παραδοσιακές συνταγές της γιαγιάς. Γονείς και παππούδες
θεωρούσαν πως αυτό ήταν ότι καλύτερο για όλους.
Σχεδόν μαζί με το τέλος της σχολικής
χρονιάς εκείνο το καλοκαίρι, είχε εμφανιστεί στο μικρό χωριό και «το
βρωμόσκυλο», ένα ασπρόμαυρο ανήμπορο και φοβισμένο σκυλάκι. «Πετσί και κόκαλο»
είχε μείνει και με έντονη την τριχόπτωση από ένα μεγάλο μέρος του δέρματός του.
Το πώς εμφανίστηκε, το ήξερε μόνο ο Λευτέρης, ένας νέος κάπου τριάντα χρονών,
που το πρωτοείδε και σε λίγες μέρες είχε μαθευτεί σε όλους από το στόμα του:
Ένα κόκκινο αυτοκίνητο που είχε στο πίσω μέρος του και σκυλόσπιτο, σταμάτησε
στον κεντρικό δρόμο ένα απόγευμα. Ο οδηγός του κατέβηκε, άνοιξε το σκυλόσπιτο,
έβγαλε και άφησε το σκυλί στην άκρη του δρόμου, τίναξε τα χέρια του, μπήκε ξανά στη θέση του οδηγού κι έφυγε!
Μάταια το καημένο έτρεξε για λίγο πίσω από το αυτοκίνητο, εκλιπαρώντας με το
γάβγισμά του τα «φιλόζωα» μέχρι εκείνη τη στιγμή αφεντικά του να μην το
εγκαταλείψουν! Λίγα δευτερόλεπτα πριν χαθεί το αυτοκίνητο στη στροφή, ο Λευτέρης παρατήρησε πως στο πίσω τζάμι του είχε κολλημένο ιατρόσημο! Από εκείνη τη στιγμή το σκυλάκι έμεινε
μόνο κι απροστάτευτο, κοιτάζοντας γύρω χαμένο!
Πόσο αξιολύπητο ήταν! Γύριζε σαν
πεινασμένος και ρακένδυτος ζητιάνος από τότε και με κάθε επιφύλαξη στα δρομάκια
του χωριού. Στα μάτια του έβλεπες ζωγραφισμένο ανάγλυφα τον πόνο από την
ανθρώπινη προδοσία. Μα ούτε και το καλοδέχτηκε κανείς στο χωριό! Άλλος του
πέταγε πέτρες κι άλλος το κυνηγούσε με ξύλο να το χτυπήσει να απομακρυνθεί από
την αυλή του! Άλλος προσπαθούσε να το διώξει με τις φωνές και τα «ουστ,
βρωμόσκυλο από δω!», αφού όλοι το θεωρούσαν άρρωστο. Και δεν ήταν μόνο οι
άνθρωποι. Και τα ζώα το ίδιο του φέρονταν! Τα άλλα σκυλιά το γάβγιζαν και το
έδιωχναν και οι γάτες του ορμούσαν, με την ουρά φουντωμένη. Μέχρι και οι κότες
το κυνηγούσαν και το τσιμπούσαν!
Κανείς δεν είχε ακούσει τη φωνή του – το
γάβγισμά του –, παρά μόνο ο Λευτέρης, τα λίγα δευτερόλεπτα που έτρεξε πίσω από
το αυτοκίνητο των αφεντικών του. Κι εκείνο το καημένο ανέχονταν υπομονετικά και
με το βλέμμα κατεβασμένο την περιφρόνηση και τις προσβολές, νοιώθοντας πάντα
αποδιοπομπαίο! Ευτυχώς που βρίσκονταν ορισμένοι στο χωριό και του «πέταγαν» από
οίκτο ένα κομμάτι ψωμί! Το έπαιρνε και πήγαινε να το φάει πιο πέρα, χωρίς να το
βλέπουν, με την ουρά στα σκέλια πάντα! Μεταξύ των λίγων, ας πούμε φίλων του,
ήταν και ο Λευτέρης, που καθημερινά μόλις άρμεγε τα πρόβατα, του έβαζε λίγο
γάλα μέσα σ’ ένα παλιό κονσερβοκούτι κι αυτό τού κούναγε την ουρά.
Αυτή ήταν όλη κι όλη η στοργή που βρήκε το
«αρρωστιάρικο βρωμόσκυλο» σ’ εκείνο το χωριό.
Από τις πρώτες μέρες που ήρθαν για τις
διακοπές τους ο Αλέξανδρος και η Ρηγούλα, πάσχισαν να το φροντίσουν. Μα ο
παππούς και η γιαγιά τα μάλωναν κάθε φορά που τα έβλεπαν, να μην το ταΐζουν και
μάθει και πηγαίνει στο σπίτι και τούς κολλήσει καμιά αρρώστια. Τότε τα παιδιά
έκρυβαν κάθε μέρα λίγο από το φαγητό τους και μόλις καταλάβαιναν ότι ο παππούς
και η γιαγιά δεν τα έβλεπαν, εύρισκαν ευκαιρία να του το δώσουν!
Ένα πρωινό, όλοι στη γειτονιά
αιφνιδιάστηκαν με τα γαβγίσματα του «βρωμόσκυλου». Τα άκουγαν για πρώτη φορά
και με τον τρόπο του έδειχνε ότι κάτι σοβαρό συμβαίνει. Πήγε τρέχοντας στην
κλειστή αυλόπορτα του Θανάση και της Αργυρώς, έμεινε εκεί και συνέχισε να
γαβγίζει επίμονα. Έτρεξαν τα παιδιά κοντά του, ακολούθησε και η γιαγιά. Μόλις
έφτασαν εκεί, το σκυλί άρχισε να τρέχει προς το ρέμα, μα, αφού πήγαινε λίγα
βήματα, γύριζε πίσω να δει αν το ακολουθούν! Θες από περιέργεια, θες από
ένστικτο, η γιαγιά το ακολούθησε κάπως ανήσυχη, ξωπίσω της και τα παιδιά. Λίγο
πιο κάτω, κάπου διακόσια-τριακόσια μέτρα έξω από το χωριό, τι να δουν! Το
αυτοκίνητο του παππού του Θανάση είχε βγει έξω από το δρόμο και είχε πέσει πάνω
σ’ ένα δέντρο!
«Χριστέ μου! Παναγία μου! Κακό που με
βρήκε!», ξεφώνισε η γιαγιά και έτρεξε κοντά του. Ακολούθησαν και τα εγγόνια
τρέχοντας κι αυτά, με κομμένη την ανάσα. Μόλις έφτασαν εκεί, είδαν τον παππού
πνιγμένο στα αίματα στο πρόσωπο και στα χέρια. Έφτασαν σχεδόν αμέσως και τρεις
τέσσερις ακόμα χωριανοί και βοήθησαν να βγει από το σακατεμένο αυτοκίνητο.
Γρήγορα διαπίστωσαν ότι εκτός από τα αίματα και τις μισοχαμένες αισθήσεις του,
είχε σπάσει και το δεξί του πόδι.
Η νοσηλεία του στο νοσοκομείο, πριν και
μετά το χειρουργείο, κράτησε κάπου κάνα μήνα. Όταν γύρισε με τις πατερίτσες στο
χωριό, το «βρωμόσκυλο» τον περίμενε στην αυλόπορτα του σπιτιού και τού κουνούσε
την ουρά! Είχε πάρει και λίγο «τ’ απάνω του», από την περιποίηση και τη
φροντίδα της γιαγιάς Αργυρώς, του Αλέξανδρου και της Ρηγούλας. Τα πλευρά του
δεν φαίνονταν τώρα, όπως πριν, και το τρίχωμά του είχε ξαναφυρτώσει.
Ο παππούς σταμάτησε τότε το αργό κουτσό
βήμα του, κούνησε το κεφάλι του και μουρμούρισε, κοιτάζοντας τη γιαγιά:
«Ποιός ξέρει, αν θα με προλαβαίνατε
ζωντανό, αν είχα σκοτώσει το σκυλί τότε με το ντουφέκι!...».
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 15.12.2018
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου