Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Πώς «πιάνεται» ένα μελίσσι με τον παραδοσιακό τρόπο

«Σταφύλι» μελισσών

    Όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι έχουμε δει εικόνες και βίντεο, που αποδεικνύουν και στην πράξη την ιδιαίτερη σχέση που έχει ο άνθρωπος και ειδικά ο μελισσοκόμος με τη μέλισσα. Ορισμένοι το έχουμε δει και το έχουμε βιώσει και δια ζώσης στα παιδικά μας χρόνια, όσοι είχαμε την ευλογία να είχαν ένα μικρό-σπιτικό μελισσοκομείο οι ερασιτέχνες μελισσοκόμοι γονείς μας και οι παππούδες μας. Με την αγάπη τους στις μέλισσες, εξασφάλιζαν/εξασφαλίζαμε ένα μικρό βοηθητικό εισόδημα από το περιζήτητο και πάντα «φάρμακο» μέλι, αλλά κι ένα άριστο γλυκαντικό για το σπίτι, για μικροφιλέματα, ή ένα γρήγορο και πρόχειρο κολατσιό (π.χ. αλείφοντας μια φέτα ψωμί).
     Μικρά παιδιά εμείς τότε, βλέπαμε, αλλά περισσότερο βιώναμε την αγάπη των γονιών μας στα μελίσσια, η οποία ήταν αμοιβαία. Πάντα, βέβαια, στις μελισσοκομικές εργασίες έπαιρναν τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα σε όλα τα ακάλυπτα μέρη του σώματος, με χαρακτηριστικότερο τη μάσκα του μελισσοκόμου, την λεγόμενη και «μπαρμπούτα» στον τόπο μου. Εμείς την βλέπαμε σαν «αστεία», ειδικά όταν την φορούσαν και θέλαμε κάποιες φορές να την φορέσουμε κι εμείς, π.χ. τις απόκριες! Υπήρχαν και μεμονωμένες περιπτώσεις που ο/η μελισσοκόμος εργαζόταν χωρίς καμία προφύλαξη και τελείωνε τις δουλειές του στις κυψέλες χωρίς το παραμικρό τσίμπημα μέλισσας!
    Η καταγραφή που ακολουθεί είναι βιωματική και επειδή είναι αδύνατο να παρατεθούν αυθεντικές εικόνες για καλύτερη κατανόηση του θέματος από κάθε αναγνώστη, έγινε προσπάθεια να αποδοθεί η περιγραφή όσο το δυνατόν παραστατικά και αναλυτικά. Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο, είναι από το διαδίκτυο.
     Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κάθε κυψέλη έχει και μία βασίλισσα, η οποία πάντα προστατεύεται από το σμήνος των «υπηκόων» της. Αν γεννηθεί και δεύτερη βασίλισσα, η μία εκ των δύο, συνήθως η νεότερη, φεύγει από την κυψέλη με όλο το σμήνος των δικών της «υπηκόων». Κατά πως μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, «αντιπροσωπεία» μικρού αριθμού μελισσών ερευνά την γύρω περιοχή, για την πρώτη και πρόχειρη «στάθμευσή» τους, μετά την αναχώρησή τους από την «μητρόπολη» κυψέλη. Ένα σύννεφο εντόμων τότε ανεμίζει στον αέρα, γύρω από την βασίλισσα και ο βόμβος είναι χαρακτηριστικός και όχι αδύναμος. Το έμπειρο αυτί και μάτι του μελισσοκόμου, αντιλαμβάνεται ότι το μελίσσι «απόλυσε» (έφυγε) και παρακολουθεί για την πρόχειρη «στάθμευσή» του. Συνήθως η «στάθμευση» γίνεται σε κοντινή απόσταση από την «μητρόπολη» κυψέλη και σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το σμήνος σχηματίζει τη γνωστή «σταφυλή» πάνω σε κάποιο δέντρο, που στο κέντρο της είναι η βασίλισσα.
     Για τη στιγμή εκείνη, ο μελισσοκόμος βρίσκεται σε ετοιμότητα. Εκτός από τα μέτρα προφύλαξης, τα απαραίτητα «εργαλεία» του για να «πιάσει» το μελίσσι που «απόλυσε» -ορισμένοι το αποκαλούν και «πουλί»-, είναι το μελισσόχορτο, ένα λεπτό και μακρύ ξύλο (κοντάρι) που στη μια άκρη έχει καλά δεμένο ένα καθαρό άσπρο ύφασμα σαν «κουβάρι», αναπτήρας, ένα μεγάλο καθαρό ύφασμα -συνήθως λευκό σεντόνι-, «φυσερό» (καπνιστήρι) γεμάτο με παλιά κουρέλια για να προκαλέσουν καπνό, και  κάποιες φορές λίγη κολόνια ή λίγο ξύδι. Προηγουμένως, όμως, έχει φροντίσει να έχει έτοιμη νέα, καθαρή κυψέλη για το νέο «σπίτι» των μελισσών. Πέρα από την καλή φροντίδα της, είναι και τριμμένη εσωτερικά με χλωρό μελισσόχορτο και λίγες σταγόνες μελιού ή ξύδι, που η μυρωδιά τους μαγνητίζει το σμήνος.
Μελισσόχορτο.
Μοιάζει με τσουκνίδα, αλλά δεν «τσιμπάει» και το άρωμά του είναι πολύ ευχάριστο και χαρακτηριστικό.

     Μόλις το μεγάλο σμήνος «σταθμεύσει» πρόχειρα πάνω σε κάποιο κοντινό δέντρο και δημιουργήσει «σταφύλι» -η στάθμευση αυτή μπορεί να είναι από λίγες ώρες έως και μέρες-, ο μελισσοκόμος πλησιάζει πολύ προσεκτικά και με ήπιες κινήσεις, να μη προκαλέσει θόρυβο και ανησυχία στο σμήνος. Κρατάει σταθερά και τεταμένο ψηλά το ξύλο, με την άκρη που έχει το ύφασμα «κουβάρι» αρκετά κοντά στο μελίσσι. Στο «κουβάρι» έχει βάλει προηγουμένως τριμμένο μελισσόχορτο, ελάχιστο μέλι, αλλά και ακέραια φύλλα μελισσόχορτου, που μαγνητίζουν τις μέλισσες, οι οποίες σιγά σιγά εγκαταλείπουν το δέντρο και μετακομίζουν στο ύφασμα, σχηματίζοντας εκεί τη σταφυλή τους! Αν αυτό δεν γίνει εφικτό ή αν από την αρχή το σμήνος απομακρυνθεί από την περιοχή, τότε λέμε ότι το μελίσσι «έφυγε» και δεν είναι εύκολο ν' αναζητηθεί. Το φευγιό τους αυτό αποδίδεται κυρίως σε «μάτι».
Μάσκα μελισσοκόμου

Καπνιστήρι («φυσερό»)

     Σε όλη αυτή τη διαδικασία, που μπορεί να κρατήσει και ώρες, ο μελισσοκόμος μένει ακίνητος, και κρατάει και το μακρύ ξύλο ακίνητο. Ιδιαίτερα προσεκτικός δε, είναι όταν το μελίσσι «μετακομίζει» στο ύφασμα, γιατί με την παραμικρή απότομη κίνηση μπορεί να φοβηθεί και το εγκαταλείψει αγριεμένο σε λίγα δευτερόλεπτα! Συνηθίζεται να λέει και γλυκόλογα και ευχές στις μέλισσες, να τους τραγουδάει και να τις παρακαλεί να «καθίσουν» στο μακρύ κοντάρι. Θεωρείται δε βέβαιο, πως αν δεν τις πλησιάσει με αγάπη και με τρυφερότητα, θα δεχθεί πολλά τσιμπήματα.  
     Αφού όλο το σμήνος μετακομίσει στο ύφασμα του κονταριού, ο μελισσοκόμος μετακινείται πάρα πολύ αργά και προσεκτικά, μέχρι την κυψέλη που έχει καθαρή και έτοιμη σε μικρή απόσταση, επάνω σ’ ένα καθαρό σεντόνι στο έδαφος, με το άνοιγμα στο πλάι. Δίπλα ακριβώς έχει και το «φυσερό» με αναμμένα μέσα τα κουρέλια, τα οποία σιγοκαίγονται. Τότε με μια-δυο ήπιες και προσεκτικές κινήσεις, «τινάζει» το «σταφύλι» στο άνοιγμα της κυψέλης. Αμέσως και με γρήγορες τώρα κινήσεις φυσάει με το «φυσερό» τον καπνό επάνω στο σμήνος και με κατεύθυνση προς το εσωτερικό της κυψέλης. Ο αέρας διοχετεύεται στο φυσερό από την ειδική εξωτερική «φυσαρμόνικα» που διαθέτει. Οι μέλισσες ζαλισμένες από το κάπνισμα, αφ’ ενός, οδηγούμενες από τη μυρωδιά του μελισσόχορτου και του μελιού, αφ’ εταίρου, κατευθύνονται εύκολα μέσα στην κυψέλη, την οποία ο μελισσοκόμος φέρει σε όρθια θέση και την μεταφέρει με προσοχή στο μόνιμο πλέον χώρο της. Από την ίδια στιγμή κιόλας, οι εργάτριες ξεκινούν αρμονικά και αγόγγυστα τις εργασίες τους στο νέο τους σπιτικό πλέον.
     Ο καλός και έμπειρος μελισσοκόμος αντιλαμβάνεται το μελίσσι που φεύγει από την κυψέλη έγκαιρα και προτού το σμήνος σταθμεύσει σε κάποιο δέντρο. Του δίνεται η δυνατότητα τότε να το «πιάνει» ενώ ακόμα εκείνο πετάει. Μπορεί και το κοντάρι με το εμπλουτισμένο μελλισσόχορτο ύφασμα να βρίσκεται μόνιμα δίπλα στις κυψέλες, για να «κάτσει» εκεί.
     Η επήρεια του καπνού δεν προκαλεί βλάβες στις μέλισσες. Σε λίγα λεπτά η «ζαλάδα» τους υποχωρεί, μη αφήνοντάς τους κάποια άλλη παρενέργεια. Όταν συνέρχονται, είναι πλέον στη νέα τους κατοικία. Το φυσερό (καπνιστήρι) χρησιμοποιείται και για τη και τη συγκομιδή του μελιού, ευρέως γνωστή και ως «τρύγος».
     Το μελίσσι «απολάει» συνήθως κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, ίσως και με κάποιες αποκλίσεις εξ αιτίας καιρικών συνθηκών. Για το λόγο αυτό, ο μελισσοκόμος «φυλάει τα μελίσσια» και δεν απομακρύνεται από τις κυψέλες του την περίοδο αυτή, τις οποίες έχει σχεδόν πάντα κοντά στο σπίτι του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.11.2024
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου