Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ξαναγυρνώντας στην Δ΄ Δημοτικού, του «παλιού καιρού»…

 


Σαν εισαγωγικό σημείωμα
 
     Πρόσφατα γιορτάσαμε και πάλι την 28η Οκτωβρίου. Στην πραγματικότητα γιορτάσαμε την έναρξη αγώνα για την Ελευθερία και όχι τη νίκη, που κάτι ανάλογο έγινε και το 1821. Κάτι τέτοιες στιγμές, πισωγυρίζουν εμάς τους κάπως μεγαλύτερους στα πρώτα σχολικά μας βιβλία, που πάντα από τις σελίδες τους ξετυλίγονταν αξίες, αρχές και ιδανικά.
     Ελευθερία και σκλαβιά είναι δύο άκρως αντίθετες έννοιες, που διαχρονικά συγκρούονται σε όλον τον πλανήτη μας. Ο Παύλος Νιρβάνας – φιλολογικό ψευδώνυμο του ιατρού, αλλά και ποιητή, διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου, σατιρογράφου, κορυφαίου χρονογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Πέτρου Αποστολίδη –, πολλά διηγήματα του οποίου συμπεριλαμβάνονταν στα παλιά αναγνωστικά το δημοτικού, μας δίνει ανάγλυφα στο μικρό διήγημά του «τί θα ειπή σκλαβιά» (μπορεί να χαρακτηριστεί και χρονογράφημα), αυτό που θέλει στην πραγματικότητα να πει. Με τον αισθητικό και παραβολικό συμβολισμό των εννοιών αυτών, με μεταφορική, αλλά και με πραγματική σημασία που δίνει ο συγγραφέας, αφού κανένα έμψυχο όν στη γη δεν γεννήθηκε σκλαβωμένο, αλλά ελεύθερο, ο μαθητής μπορούσε να κατανοήσει και να εμπεδώσει τις αξίες που διδασκόταν.
     Η εικόνα και το κείμενο, ελαφρώς αλλοιωμένο λόγω του μονοτονικού συστήματος, είναι από το μακροβιότερο αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού.
 
***
 
Τι θα ειπή σκλαβιά
 
― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
― Δεν κάνει δυο δραχμές;
― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη...
     Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
     Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!
     Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
     Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε!
     Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει.
     Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.
     Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν, πού να ξέρουν τι θα ειπή σκλαβιά!...
 
                                                                                       Παύλος Νιρβάνας
 
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.11.2024

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου