Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2024

Πώς «πιάνεται» ένα μελίσσι με τον παραδοσιακό τρόπο

«Σταφύλι» μελισσών

    Όλοι, ή τουλάχιστον οι περισσότεροι έχουμε δει εικόνες και βίντεο, που αποδεικνύουν και στην πράξη την ιδιαίτερη σχέση που έχει ο άνθρωπος και ειδικά ο μελισσοκόμος με τη μέλισσα. Ορισμένοι το έχουμε δει και το έχουμε βιώσει και δια ζώσης στα παιδικά μας χρόνια, όσοι είχαμε την ευλογία να είχαν ένα μικρό-σπιτικό μελισσοκομείο οι ερασιτέχνες μελισσοκόμοι γονείς μας και οι παππούδες μας. Με την αγάπη τους στις μέλισσες, εξασφάλιζαν/εξασφαλίζαμε ένα μικρό βοηθητικό εισόδημα από το περιζήτητο και πάντα «φάρμακο» μέλι, αλλά κι ένα άριστο γλυκαντικό για το σπίτι, για μικροφιλέματα, ή ένα γρήγορο και πρόχειρο κολατσιό (π.χ. αλείφοντας μια φέτα ψωμί).
     Μικρά παιδιά εμείς τότε, βλέπαμε, αλλά περισσότερο βιώναμε την αγάπη των γονιών μας στα μελίσσια, η οποία ήταν αμοιβαία. Πάντα, βέβαια, στις μελισσοκομικές εργασίες έπαιρναν τα απαραίτητα προστατευτικά μέτρα σε όλα τα ακάλυπτα μέρη του σώματος, με χαρακτηριστικότερο τη μάσκα του μελισσοκόμου, την λεγόμενη και «μπαρμπούτα» στον τόπο μου. Εμείς την βλέπαμε σαν «αστεία», ειδικά όταν την φορούσαν και θέλαμε κάποιες φορές να την φορέσουμε κι εμείς, π.χ. τις απόκριες! Υπήρχαν και μεμονωμένες περιπτώσεις που ο/η μελισσοκόμος εργαζόταν χωρίς καμία προφύλαξη και τελείωνε τις δουλειές του στις κυψέλες χωρίς το παραμικρό τσίμπημα μέλισσας!
    Η καταγραφή που ακολουθεί είναι βιωματική και επειδή είναι αδύνατο να παρατεθούν αυθεντικές εικόνες για καλύτερη κατανόηση του θέματος από κάθε αναγνώστη, έγινε προσπάθεια να αποδοθεί η περιγραφή όσο το δυνατόν παραστατικά και αναλυτικά. Οι εικόνες που συνοδεύουν το κείμενο, είναι από το διαδίκτυο.
     Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Κάθε κυψέλη έχει και μία βασίλισσα, η οποία πάντα προστατεύεται από το σμήνος των «υπηκόων» της. Αν γεννηθεί και δεύτερη βασίλισσα, η μία εκ των δύο, συνήθως η νεότερη, φεύγει από την κυψέλη με όλο το σμήνος των δικών της «υπηκόων». Κατά πως μας έλεγαν οι μεγαλύτεροι, «αντιπροσωπεία» μικρού αριθμού μελισσών ερευνά την γύρω περιοχή, για την πρώτη και πρόχειρη «στάθμευσή» τους, μετά την αναχώρησή τους από την «μητρόπολη» κυψέλη. Ένα σύννεφο εντόμων τότε ανεμίζει στον αέρα, γύρω από την βασίλισσα και ο βόμβος είναι χαρακτηριστικός και όχι αδύναμος. Το έμπειρο αυτί και μάτι του μελισσοκόμου, αντιλαμβάνεται ότι το μελίσσι «απόλυσε» (έφυγε) και παρακολουθεί για την πρόχειρη «στάθμευσή» του. Συνήθως η «στάθμευση» γίνεται σε κοντινή απόσταση από την «μητρόπολη» κυψέλη και σε σύντομο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το σμήνος σχηματίζει τη γνωστή «σταφυλή» πάνω σε κάποιο δέντρο, που στο κέντρο της είναι η βασίλισσα.
     Για τη στιγμή εκείνη, ο μελισσοκόμος βρίσκεται σε ετοιμότητα. Εκτός από τα μέτρα προφύλαξης, τα απαραίτητα «εργαλεία» του για να «πιάσει» το μελίσσι που «απόλυσε» -ορισμένοι το αποκαλούν και «πουλί»-, είναι το μελισσόχορτο, ένα λεπτό και μακρύ ξύλο (κοντάρι) που στη μια άκρη έχει καλά δεμένο ένα καθαρό άσπρο ύφασμα σαν «κουβάρι», αναπτήρας, ένα μεγάλο καθαρό ύφασμα -συνήθως λευκό σεντόνι-, «φυσερό» (καπνιστήρι) γεμάτο με παλιά κουρέλια για να προκαλέσουν καπνό, και  κάποιες φορές λίγη κολόνια ή λίγο ξύδι. Προηγουμένως, όμως, έχει φροντίσει να έχει έτοιμη νέα, καθαρή κυψέλη για το νέο «σπίτι» των μελισσών. Πέρα από την καλή φροντίδα της, είναι και τριμμένη εσωτερικά με χλωρό μελισσόχορτο και λίγες σταγόνες μελιού ή ξύδι, που η μυρωδιά τους μαγνητίζει το σμήνος.
Μελισσόχορτο.
Μοιάζει με τσουκνίδα, αλλά δεν «τσιμπάει» και το άρωμά του είναι πολύ ευχάριστο και χαρακτηριστικό.

     Μόλις το μεγάλο σμήνος «σταθμεύσει» πρόχειρα πάνω σε κάποιο κοντινό δέντρο και δημιουργήσει «σταφύλι» -η στάθμευση αυτή μπορεί να είναι από λίγες ώρες έως και μέρες-, ο μελισσοκόμος πλησιάζει πολύ προσεκτικά και με ήπιες κινήσεις, να μη προκαλέσει θόρυβο και ανησυχία στο σμήνος. Κρατάει σταθερά και τεταμένο ψηλά το ξύλο, με την άκρη που έχει το ύφασμα «κουβάρι» αρκετά κοντά στο μελίσσι. Στο «κουβάρι» έχει βάλει προηγουμένως τριμμένο μελισσόχορτο, ελάχιστο μέλι, αλλά και ακέραια φύλλα μελισσόχορτου, που μαγνητίζουν τις μέλισσες, οι οποίες σιγά σιγά εγκαταλείπουν το δέντρο και μετακομίζουν στο ύφασμα, σχηματίζοντας εκεί τη σταφυλή τους! Αν αυτό δεν γίνει εφικτό ή αν από την αρχή το σμήνος απομακρυνθεί από την περιοχή, τότε λέμε ότι το μελίσσι «έφυγε» και δεν είναι εύκολο ν' αναζητηθεί. Το φευγιό τους αυτό αποδίδεται κυρίως σε «μάτι».
Μάσκα μελισσοκόμου

Καπνιστήρι («φυσερό»)

     Σε όλη αυτή τη διαδικασία, που μπορεί να κρατήσει και ώρες, ο μελισσοκόμος μένει ακίνητος, και κρατάει και το μακρύ ξύλο ακίνητο. Ιδιαίτερα προσεκτικός δε, είναι όταν το μελίσσι «μετακομίζει» στο ύφασμα, γιατί με την παραμικρή απότομη κίνηση μπορεί να φοβηθεί και το εγκαταλείψει αγριεμένο σε λίγα δευτερόλεπτα! Συνηθίζεται να λέει και γλυκόλογα και ευχές στις μέλισσες, να τους τραγουδάει και να τις παρακαλεί να «καθίσουν» στο μακρύ κοντάρι. Θεωρείται δε βέβαιο, πως αν δεν τις πλησιάσει με αγάπη και με τρυφερότητα, θα δεχθεί πολλά τσιμπήματα.  
     Αφού όλο το σμήνος μετακομίσει στο ύφασμα του κονταριού, ο μελισσοκόμος μετακινείται πάρα πολύ αργά και προσεκτικά, μέχρι την κυψέλη που έχει καθαρή και έτοιμη σε μικρή απόσταση, επάνω σ’ ένα καθαρό σεντόνι στο έδαφος, με το άνοιγμα στο πλάι. Δίπλα ακριβώς έχει και το «φυσερό» με αναμμένα μέσα τα κουρέλια, τα οποία σιγοκαίγονται. Τότε με μια-δυο ήπιες και προσεκτικές κινήσεις, «τινάζει» το «σταφύλι» στο άνοιγμα της κυψέλης. Αμέσως και με γρήγορες τώρα κινήσεις φυσάει με το «φυσερό» τον καπνό επάνω στο σμήνος και με κατεύθυνση προς το εσωτερικό της κυψέλης. Ο αέρας διοχετεύεται στο φυσερό από την ειδική εξωτερική «φυσαρμόνικα» που διαθέτει. Οι μέλισσες ζαλισμένες από το κάπνισμα, αφ’ ενός, οδηγούμενες από τη μυρωδιά του μελισσόχορτου και του μελιού, αφ’ εταίρου, κατευθύνονται εύκολα μέσα στην κυψέλη, την οποία ο μελισσοκόμος φέρει σε όρθια θέση και την μεταφέρει με προσοχή στο μόνιμο πλέον χώρο της. Από την ίδια στιγμή κιόλας, οι εργάτριες ξεκινούν αρμονικά και αγόγγυστα τις εργασίες τους στο νέο τους σπιτικό πλέον.
     Ο καλός και έμπειρος μελισσοκόμος αντιλαμβάνεται το μελίσσι που φεύγει από την κυψέλη έγκαιρα και προτού το σμήνος σταθμεύσει σε κάποιο δέντρο. Του δίνεται η δυνατότητα τότε να το «πιάνει» ενώ ακόμα εκείνο πετάει. Μπορεί και το κοντάρι με το εμπλουτισμένο μελλισσόχορτο ύφασμα να βρίσκεται μόνιμα δίπλα στις κυψέλες, για να «κάτσει» εκεί.
     Η επήρεια του καπνού δεν προκαλεί βλάβες στις μέλισσες. Σε λίγα λεπτά η «ζαλάδα» τους υποχωρεί, μη αφήνοντάς τους κάποια άλλη παρενέργεια. Όταν συνέρχονται, είναι πλέον στη νέα τους κατοικία. Το φυσερό (καπνιστήρι) χρησιμοποιείται και για τη και τη συγκομιδή του μελιού, ευρέως γνωστή και ως «τρύγος».
     Το μελίσσι «απολάει» συνήθως κατά τους μήνες Μάιο και Ιούνιο, ίσως και με κάποιες αποκλίσεις εξ αιτίας καιρικών συνθηκών. Για το λόγο αυτό, ο μελισσοκόμος «φυλάει τα μελίσσια» και δεν απομακρύνεται από τις κυψέλες του την περίοδο αυτή, τις οποίες έχει σχεδόν πάντα κοντά στο σπίτι του.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 29.11.2024
(Σύντομο βιογραφικό σημείωμα δείτε ΕΔΩ)

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Τί να φταίει; (Ποίημα)


                                             Είναι κάπου άλλη χώρα
                                             να ’χει τέτοια κατηφόρα,
                                             σκυθρωπούς της τους ανθρώπους                   
                                             και του άδικου αιχμαλώτους;
 
                                           - «Τί να φταίει;». - «Όλα φταίνε»!
                                             Πάντα τούτο όλοι λένε.
                                             Το «εγώ» ποτέ δεν σφάλει,
                                             φταίνε πάντα μόνο οι άλλοι.
 
                                             Δυσκολίες ν’ αποφεύγουν
                                             κι απ’ τους νόμους να ξεφεύγουν.
                                             Δόγμα τους το «δε βαριέσαι»,
                                             μα, «μεγάλος» να περνιέσαι.
 
                                             Τη σημαία υποστέλλουν,
                                             Το Θεό τους δεν τον θέλουν,
                                             τους αγίους τους να βρίζουν,
                                             τις Αξίες να ξεφτίζουν.
 
                                             Κάποιοι βλέπουν πώς θ’ «αρπάξουν»,
                                             δεν τους νοιάζει αν θα βλάψουν.
                                             Κι άλλοι στέκουν με ραχάτι,
                                             άλλοι για να «βάλουν πλάτη».
 
                                             Σαν το σκέφτομαι φοβάμαι:
                                             Αύριο, πώς τάχα θα ’ναι;
                                             Τα παιδιά μας πώς θα ζήσουν;
                                             Πώς το μέλλον τους θα χτίσουν;
 
                                             Όμως, θέλω να ελπίζω,
                                             μην τα βλέπω όλα «γκρίζο».
                                             Είναι λίγο το προζύμι,
                                             μα ψωμί πολύ μας δίνει.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 26.11.2024

Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024

Η «κουβέντα» της φωτιάς (λαογραφική καταγραφή)

Διάρκεια βίντεο: 30 δευτερόλεπτα

     Σε ετοιμότητα πάντα για λαογραφικές καταγραφές του τόπου μου -μεγάλη μου αδυναμία-, «φυλάκισα» σε μικρής διάρκειας βίντεο (30 δευτερολέπτων) και την «κουβέντα» ή «μουρμούρα» ή «σφύριγμα» της φωτιάς.
     Είναι πολλές οι φορές που η φωτιά στο τζάκι βγάζει ήχους που μοιάζουν με φύσημα. Αυτό δεν είναι τίποτα άλλο, παρά εγκλωβισμένη υγρασία μέσα σε κάποια ξύλα όταν εκείνα καίγονται. Τότε η υγρασία αυτή απελευθερώνεται με πίεση λόγω της θερμοκρασίας, παράγοντας ήχους που μοιάζουν με «φύσημα» ή και με «βήχα». Για πολλούς προληπτικούς, όμως, αυτοί οι ήχοι της φωτιάς, είναι σημάδι ότι κάποιος μας «μελετάει» και, συνήθως, όχι για καλό. Το «φαινόμενο» αυτό αποδίδεται σε  «γλωσσοφαγιά», «κακογλωσσιά» και ζήλια για το σπίτι και τους ανθρώπους, ενώ είναι πολύ λιγότεροι εκείνοι που πιστεύουν ότι είναι σημάδι επαινετικών λόγων. Ορισμένοι πάλι, πιστεύουν πως αν την ώρα του φαινομένου αναφέρουν μερικά ονόματα συγγενών-γειτόνων-φίλων, που πιστεύουν ότι εκείνοι τους εχθρεύονται, και τότε ο ήχος σταματήσει, τότε «βεβαιώνονται» ότι ο συγκεκριμένος ή οι συγκεκριμένοι είναι οι «ένοχοι», τους οποίους και... ψέλνουν ανάλογα!
     Η απελευθέρωση αερίων λόγω υγρασίας, προκαλεί και μικρές «εκρήξεις» («σκάνε τα ξύλα») και πετάνε σπίθες ή και μικρές καύτρες. Αυτό θεωρείται ευεργετικό για την απομάκρυνση των ξωτικών, π.χ. καλικάντζαρων το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων. Πρακτικά, όμως, είναι και πολύ επικίνδυνο για πρόκληση πυρκαγιάς στο σπίτι από το τζάκι.  
     Αρκετά περισσότερα για τα λαογραφικά της φωτιάς, μπορείτε να δείτε/διαβάσετε σε προηγούμενο θέμα μας (2021), ΕΔΩ.
----------------------------------
Σημείωση: Για μεγέθυνση του βίντεο, κάντε διπλό «κλικ» επάνω σε αυτό ή μονό «κλικ» στο «τετραγωνάκι», κάτω δεξιά.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 19.11.2024

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2024

Η έννοια του «μαγαρίζω», από ιστορικά, μεταφορικά και λαογραφικά στοιχεία.


     Αναζητώντας τόσο σε έντυπα λεξικά, όσο και στο διαδίκτυο τη σημασία του ρήματος «μαγαρίζω» και των παραγώγων του, βρίσκουμε αρκετές ερμηνείες, οι οποίες είναι γνωστές και στο ευρύ κοινό. Η πλέον κλασική σημασία της λέξης, είναι «λερώνω», «βρωμίζω», αλλά με πολλές προεκτάσεις.
     Ο όρος «μέγαρα» ή «μάγαρα», ήταν γνωστός από την αρχαιότητα και τον συναντάμε σε πολλές πόλεις στη γιορτή των Θεσμοφορίων, προς τιμήν της θεσμοφόρου θεάς Δήμητρας και τη κόρης της Περσεφόνης και σχετίζονταν με τη γονιμότητα. Τα Θεσμοφόρια ήταν κατ’ εξοχήν γυναικεία γιορτή έγγαμων γυναικών, οι οποίες έπρεπε να απέχουν και από την ερωτική πράξη το τριήμερο ή τετραήμερο του εορτασμού. Άγαμες γυναίκες δεν επιτρεπόταν. Η παρουσία των ανδρών δεν απαγορευόταν, απαγορευόταν όμως αυτοί να εισέλθουν στους ναούς. Μία από τις τελετές ήταν που έριχναν ζωντανά νεογέννητα χοιρίδια μέσα σε μεγάλους λάκκους ή χάσματα, τα «μέγαρα» ή «μάγαρα». Αφού τα ζώα πέθαιναν και, πιθανότατα, όταν οι σάρκες τους βρίσκονταν σε αποσύνθεση, οι γυναίκες τις ανακάτευαν με διάφορους σπόρους, για να ευδοκιμήσουν και να δώσουν μεγάλη παραγωγή. Όσοι και όσες συμμετείχαν σ’ αυτή τη γιορτή, είχαν και την ονομασία «μεγαρίζοντες» ή «μαγαρίζοντες». (Η κωμωδία «θερμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη, αναφέρεται στις γυναίκες που συμμετείχαν στα Θεσμοφόρια, με τις οποίες, σύμφωνα με την κωμωδία, συγκρούστηκε ο τραγικός Ευριπίδης, επειδή έδειχνε μια αντιπάθεια στο «ασθενές φύλο»). Ήδη από τα πρώτα μεταχριστιανικά χρόνια, οι τελετές στις οποίες θυσιάζονταν ζώα ή εκτυλίσσονταν έκτροπα, θεωρήθηκαν από τους Χριστιανούς υβριστικές για τη Χριστιανοσύνη και όσοι λάμβαναν μέρος θεωρήθηκαν κι αυτοί μιαροί («βρώμικοι», «λερωμένοι»).
     Ως προαναφέρθηκε, στη γλώσσα του λαού στο ρήμα «μαγαρίζω» και των παραγώγων του δίνονται η έννοια του «λερώνω», «βρωμίζω», με πραγματική και μεταφορική έννοια. «Μαγάρα» σημαίνει βρωμιά, λέρα, με κύρια σημασία της βρωμιάς/του λεκέ που προέρχεται από κόπρανα. «Μαγάρα», επίσης, είναι και τα ίδια τα κόπρανα. Συναντάμε συχνά φράσεις, όπως οι παρακάτω, είτε με την πραγματική, είτε με τη μεταφορική τους σημασία:    
-  «Το σκυλί μαγάρισε το σπίτι»: ούρησε ή αφόδευσε μέσα στο σπίτι.
-  «Μαγάρισε η γάτα το φαΐ»: έφαγε από το πιάτο ή από την κατσαρόλα (και είναι ακατάλληλο να το φάνε οι άνθρωποι).
  «Το ψωμί το μαγάρισε το σκυλί και το πέταξα»: έφαγε το σκυλί από το ψωμί.
-  «Δεν πρόσεξες και πάτησες μαγάρα»: πάτησες κόπρανα.
-  «Μαγάρισε την κοπέλα»: ασέλγησε επάνω της ή και την βίασε.
-  «Είναι μαγαρισμένος», που μπορεί να σημαίνει είναι αλλόθρησκος, ακάθαρτος, ανήθικος.
-  «Μαγάρισε με μια άπιστη»: Συναντήθηκε ερωτικά με μια αλλόθρησκη.
-  «Μη μαγαρίζεις αφού θα κοινωνήσεις»: Μην παραβιάζεις τη νηστεία, αφού έχεις σκοπό να κοινωνήσεις.
-  «Τον ακούμπησα (ή τον έπιασα) και μαγάρισα»: εννοείται τον «ακάθαρτο», τον «μαγαρισμένο» άνθρωπο. Επίσης: «Ήρθε από δω και μας μαγάρισε».
     Δεν είναι λίγοι εκείνοι που θεωρούν ότι το «κακό χέρι» προκαλεί «μαγάρισμα» στο σπίτι. «Κακό χέρι» θεωρείται, συνήθως, ο κλέφτης και ειδικά αυτός του γνωστού οικογενειακού περιβάλλοντος, που με την πράξη του προκαλεί ένα είδος βεβήλωσης στο σπίτι. Και όχι μόνο αυτό. Μετά την κλοπή, θεωρείται βέβαιο ότι θα προκληθεί κι άλλη ζημιά στην οικογένεια/στο σπίτι, σαν απόρροια της κακής του πράξης. Έτσι, π.χ., θεωρούν ότι η καταστροφή (σπάσιμο) ενός ακριβού σκεύους της κουζίνας, η απώλεια ενός ζώου, ένα ατύχημα σε κάποιο μέλος της οικογένειας, οφείλεται στη «μαγαρισιά» της κλοπής. Κάθε παρόμοια σύμπτωση, αποδίδεται στο «βρώμικο χέρι». Αν η ζημιά που θα προκληθεί εξ αιτίας της «μαγαρισιάς» είναι ευτελούς αξίας, τότε καθησυχάζουν, λέγοντας: «Ευτυχώς που έστερξε εκεί» (στέργω=δέχομαι, συγκατατίθεμαι, συμφωνώ) - «ευτυχώς που η τύχη δέχτηκε να συμβεί μόνο αυτό».
-------------------------------------------------------
Πηγές: 
-     Εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ 
-     Εγκυκλοπαίδεια ΕΛΛΑΔΙΚΗ.
- https://www.kosmos-zine.gr/index.php/thematikes-enotites/anthropologia-ethnologia/442-thesmoforia-i-mystiriaki-giorti-ton-gynaikon, απ' όπου και η εικόνα-παράσταση από αγγείο, πιθανότατα προσφορά νεογέννητου χοίρου από την ιέρεια στη θεά Δήμητρα.

Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 13.11.2024

Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2024

Τι ήταν στο παρελθόν η «πρέζα» (λαογραφική καταγραφή)

                         
                                           


     Η λέξη «πρέζα», που σήμερα έχει την έννοια ναρκωτικού («πρεζάκιας» - «πρεζόνι», υποτιμητικά, απαξιωτικά και με απόδοση κατηγορίας στο χρήστη της), στο παρελθόν ήταν κάτι πολύ διαφορετικό και σ’ αυτό θα επιχειρήσουμε ν’ αναφερθούμε στην παρούσα σύντομη λαογραφική καταγραφή.
     Η πρέζα ήταν μικροποσότητα καπνού σε σκόνη. Για να φτάσει στη μορφή αυτή, ζέσταιναν κοντά στη φωτιά τον ψιλοκομμένο καπνό να φύγει η υγρασία του κι αμέσως μετά τον έτριβαν με περιστροφικές κινήσεις ανάμεσα στις δύο παλάμες (εικόνα 1η). Ύστερα έπαιρναν τη σκόνη αυτή με τα δύο δάχτυλα ενός χεριού (αντίχειρα και δείκτη - εικόνα 2η) και την εισέπνεαν/ρουφούσαν σε δόσεις από τις ρινικές χοάνες (τη μύτη) με βαθιές εισπνοές. Αμέσως επαναλάμβαναν δεύτερη φορά (δεύτερη δόση), με τον ίδιο τρόπο ίσως και τρίτη, μέχρι η πρέζα να τελειώσει.
     Με τις πρώτες κιόλας βαθιές εισπνοές, η σκόνη καπνού προκαλούσε ερεθισμό και καταρροή στο ρινικό βλεννογόνο κι άρχιζε η δακρύρροια και ο πτερνισμός (συνεχή φτερνίσματα), τα οποία ήταν επαναλαμβανόμενα και, συνήθως, θορυβώδη, που ενοχλούσαν τ’ άλλα μέλη τα οικογένειας. Με την αντανακλαστική αυτή αντίδραση του αναπνευστικού, αποβάλλονταν πολλές εκκρίσεις, που πιθανόν περιείχαν και παθογόνους μικροοργανισμούς, π.χ. ιούς γρίπης. Αυτός ήταν και ο κύριος σκοπός της χρήσης της, «να διώξουν το κρυολόγημα», πριν ακόμα εκδηλωθούν τα πρώτα συμπτώματα στον οργανισμό, γι’ αυτό και τη συνήθιζαν τους φθινοπωρινούς και χειμερινούς μήνες. Λέγεται ότι η εισπνοή μεγαλύτερων ποσοτήτων, έφερνε χαλάρωση(!), γι’ αυτό την «έπαιρναν» λίγο πριν τον βραδινό ύπνο. Βέβαιο είναι, όμως, ότι η συχνή χρήση της ως στερεά μορφή (σκόνη), προκαλούσε και μεγάλες βλάβες στο αναπνευστικό, ίσως και μη αναστρέψιμες. Η πρόκληση χαλάρωσης ή ευφορίας από την πρέζα, ίσως να υποκρύπτει και την ονομασία της χρήσης επικίνδυνων ναρκωτικών.
     Θα λέγαμε ότι σε κάποιες περιπτώσεις η διαδικασία ότι ήταν τελετουργική. Ίσως κάποιοι από τους μεγαλύτερους να θυμούνται που μαζευόντουσαν σ' ένα σπίτι στα χωριά παρέες γερόντων, κυρίως, γύρω από το τζάκι κι «έβαζαν πρέζα». Για τις «θεραπευτικές» ιδιότητές της δε, μιλούσαν συχνά και στους νεότερους και τους παρότρυναν να κάνουν κι αυτοί το ίδιο.
     Αναζητώντας περισσότερα στοιχεία για την πρέζα, διαβάζουμε σε λεξικά ή εγκυκλοπαίδειες: α. Ποσότητα κονιορτοποιημένου υλικού, που παίρνεται με τον αντίχειρα και το δείκτη και εισπνέεται από την μύτη. β. Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας σε σκόνη, που εισπνέεται από τη μύτη. γ. Σκόνη καπνού, που παρασκευάζεται με ειδικό τρόπο και εισπνέεται από τη μύτη.
     Τη χρήση πρέζας, συναντάμε και με τον όρο «ταμβακισμός» (ταμβάκο-ταμπάκο) από τις ιταλικές και ισπανικές ονομασίες του καπνού, tabacco, και tabaco, αντίστοιχα. Ως ταμβακισμός, επίσης, αναφέρεται και η δηλητηρίαση που προκαλείται από κάπνισμα και εισπνοή μεγάλων ποσοτήτων καπνού (ταμπάκου).
     Μιμούμενα τα παιδιά τις κινήσεις των μεγάλων στις χρήσεις της πρέζας, παίζαμε ανά δύο ή και περισσότεροι το ομώνυμο παιχνίδι: Την «παίρναμε», δήθεν, από την παλάμη του αντιπάλου και την «εισπνέαμε». Με την «εισπνοή», λέγαμε και την «κριτική» μας στον «χορηγό» της, π.χ. «ωραία πρέζα, αρωματική», ή «έχουμε πάρει καλύτερη»! Το παιχνίδι είχε επιτυχία και ο παίκτης που «εισέπνεε» ήταν νικητής, εάν και εφ' όσον με αιφνίδια και αστραπιαία κίνηση χτυπούσε με την παλάμη του την παλάμη του αντιπάλου του (που του «έδινε την πρέζα»), πριν προλάβει εκείνος να την τραβήξει. Διαφορετικά έχανε και ακολουθούσε άλλος!
     Να σημειώσουμε, τέλος, ότι ο όρος «πρέζα», χρησιμοποιείται και για χρήση μικροποσοτήτων διαφόρων προϊόντων στην καθημερινή ζωή, π.χ., «μια πρέζα αλάτι έβαλα στο φαΐ», «μια πρέζα πιπέρι», ή «μια πρέζα ρίγανη», «μια πρέζα ζάχαρη έχει ο καφές» κλπ.
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 6.11.2024


Δευτέρα 4 Νοεμβρίου 2024

Στιγμές του δειλινού (ποίημα)*


                          Στα κόκκινα του δειλινού, στις ομορφιές της δύσης
                          μη χάσεις λίγο να σταθείς, στιγμές για να γεμίσεις!...
                          Τρεχ’ η ζωή καλπάζοντας κι οι έννοιες φορτωμένες,
                          με μετρημένες τις χαρές κι αυτές κυνηγημένες.
                          Της μέρας τις αναποδιές, για λίγο ξέχασέ τες.
                          Μικρές στιγμές του δειλινού, για σένα κράτησέ τες!
-----------------------------------------------
     * Το μικρό αυτό ποίημα είναι αφιερωμένο, σαν χαιρετισμός, στην αγαπημένη φίλη Μαρία Βλάχου! Με συνεπήρε μια διαδικτυακή φωτογραφία της και λόγια της λεζάντας της, την ώρα που το καράβι αναχωρούσε από την Κέρκυρα! Ξεκινά τη λεζάντα της με τις πρώτες λέξεις του ποιήματος: «Στα κόκκινα του δειλινού…»!
     Φωτογραφία: Μαρία Βλάχου.      
 
Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 4.11.2024

Σάββατο 2 Νοεμβρίου 2024

Ξαναγυρνώντας στην Δ΄ Δημοτικού, του «παλιού καιρού»…

 


Σαν εισαγωγικό σημείωμα
 
     Πρόσφατα γιορτάσαμε και πάλι την 28η Οκτωβρίου. Στην πραγματικότητα γιορτάσαμε την έναρξη αγώνα για την Ελευθερία και όχι τη νίκη, που κάτι ανάλογο έγινε και το 1821. Κάτι τέτοιες στιγμές, πισωγυρίζουν εμάς τους κάπως μεγαλύτερους στα πρώτα σχολικά μας βιβλία, που πάντα από τις σελίδες τους ξετυλίγονταν αξίες, αρχές και ιδανικά.
     Ελευθερία και σκλαβιά είναι δύο άκρως αντίθετες έννοιες, που διαχρονικά συγκρούονται σε όλον τον πλανήτη μας. Ο Παύλος Νιρβάνας – φιλολογικό ψευδώνυμο του ιατρού, αλλά και ποιητή, διηγηματογράφου, μυθιστοριογράφου, σατιρογράφου, κορυφαίου χρονογράφου, θεατρικού συγγραφέα και δημοσιογράφου Πέτρου Αποστολίδη –, πολλά διηγήματα του οποίου συμπεριλαμβάνονταν στα παλιά αναγνωστικά το δημοτικού, μας δίνει ανάγλυφα στο μικρό διήγημά του «τί θα ειπή σκλαβιά» (μπορεί να χαρακτηριστεί και χρονογράφημα), αυτό που θέλει στην πραγματικότητα να πει. Με τον αισθητικό και παραβολικό συμβολισμό των εννοιών αυτών, με μεταφορική, αλλά και με πραγματική σημασία που δίνει ο συγγραφέας, αφού κανένα έμψυχο όν στη γη δεν γεννήθηκε σκλαβωμένο, αλλά ελεύθερο, ο μαθητής μπορούσε να κατανοήσει και να εμπεδώσει τις αξίες που διδασκόταν.
     Η εικόνα και το κείμενο, ελαφρώς αλλοιωμένο λόγω του μονοτονικού συστήματος, είναι από το μακροβιότερο αναγνωστικό της Δ΄ δημοτικού.
 
***
 
Τι θα ειπή σκλαβιά
 
― Φλώρια, καρδερίνες, φλώριααα!
― Πόσο τις δίνεις, βρε παιδί, τις καρδερίνες;
― Τρεις δραχμές, μπάρμπα. Τρεις δραχμές και μ’ εγγύηση. Πάρε, αφέντη, να σε ξυπνά το πρωί.
― Δεν κάνει δυο δραχμές;
― Αν θέλεις να πάρεις τη βραχνιασμένη...
     Ο μεσόκοπος άνθρωπος με τα ξενικά ρούχα, κάποιος πρόσφυγας από εκείνους, που πλημμύριζαν το πειραιώτικο λιμάνι, έβγαλε το κομπόδεμα από το ζωνάρι του, έδωσε ένα δίδραχμο στο παιδί και πήρε στα χέρια του την καρδερίνα.
     Την κράτησε λιγάκι ελαφρά στα δάχτυλά του, την χάιδεψε πονετικά και την κοίταξε καλά καλά, φέρνοντας το ανήσυχο κεφαλάκι της μπροστά στα μάτια του, σα να ήθελε να της πει κάποιο γλυκό λόγο. Ύστερα, τινάζοντάς την ελεύθερη πάνω στην παλάμη του, την άφησε να πετάξει, κάνοντας τάχα πως του είχε ξεφύγει από τα χέρια του:
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο! Tο είδες εκεί!
     Από μέσα του όμως φαινόταν καταχαρούμενος ο παράξενος εκείνος άνθρωπος. Θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς, πως αυτό που έγινε, δεν ήταν καθόλου τυχαίο.
     Ο ξένος, χωρίς άλλο, είχε αγοράσει το πουλί, για να του χαρίσει την ελευθερία του. Αν προσπαθούσε να κρύψει το σκοπό του, το έκαμε ίσως από ευγένεια. Και θα μπορούσε να ορκιστεί κανείς ακόμη, πως έτσι ήταν το πράγμα, αν τον έβλεπε με τι λαχτάρα ακολουθούσε το φτερούγισμα της καρδερίνας στον ελεύθερο αέρα. Ένα φτερούγισμα τρελό, με μουδιασμένα φτερά, που την έφερε στο κατάρτι ενός καϊκιού, σαστισμένη ακόμη από την ξαφνική χαρά της.
― Βρε, το αφιλότιμο το πετούμενο, πώς μου ξέφυγε!
     Από μέσα του όμως έλεγε χωρίς άλλο ο γεροντάκος:
― Κάνε τη δουλειά σου, πουλάκι μου, και μη σε μέλει.
     Δυο μορτάκια, που έκαναν το βαρκάρη εκεί δίπλα, πήδησαν αμέσως μέσα στο καΐκι:
― Νά το, νά το, πάνω στο πανί ακούμπησε, είπε το ένα.
― Πέτα το σακάκι σου, να το ρίξεις κάτω. Δε βλέπεις, πως είναι μουδιασμένο; απάντησε το άλλο.
     Ο ελευθερωτής δεν μπόρεσε να κρυφτεί πια. Όρμησε άγριος στην άκρη του μόλου και φώναξε, κουνώντας το μπαστούνι κατά το καΐκι.
― Κάτω, παλιόπαιδα! Δικό σας είναι το πουλί; Εγώ το αγόρασα, εγώ θέλησα και το άφησα. Ορίστε μας! Κάτω γρήγορα, γιατί θα σας σπάσω τα παΐδια σας.
Και μόνον όταν είδε το πουλί να τινάζει τις φτερουγίτσες του και να σκίζει χαρούμενο τον αέρα, μονάχα τότε πήρε το δρόμο του, μουρμουρίζοντας:
― Μα βέβαια, μέσα στην ελευθερία γεννήθηκαν, πού να ξέρουν τι θα ειπή σκλαβιά!...
 
                                                                                       Παύλος Νιρβάνας
 
Επιμέλεια: Νίκος Χρ. Παπακωνσταντόπουλος, 2.11.2024